1. Ἐγεννήθηκα ἀπὸ ἕνα βελανίδι, ποὺ ὁ ἄνεμος τὸ ἅρπαξε ἀπὸ μία μεγάλη βελανιδιὰ καὶ τὸ ἔρριξε κοντὰ στὸ δάσος.
Χωρὶς καμμιὰ περιποίησι, χωρὶς κανένας νὰ φροντίζῃ γιὰ μένα, ἐμεγάλωσα μονάχη μου σιγὰ σιγά. Καὶ ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια, ἐπάνω ἀπὸ διακόσια, ἔγινα καὶ ἐγὼ μεγάλη βελανιδιά.
2. Οἱ ρίζες μου ἐπροχώρησαν βαθιὰ καὶ ξαπλώθηκαν μέσα στὴ γῆ, ὅσο ἁπλώνονται ἐπάνω στὸν κορμό μου καὶ τὰ κλαδιά μου ὁλόγυρα. Ἕνα μεγάλο δένδρο πρέπει νὰ ἔχῃ μεγάλες καὶ δυνατὲς ρίζες γιὰ νὰ στηρίζεται καλά.
Τὰ κλαδιά μου ἐμεγάλωσαν καὶ ἁπλώθηκαν σ᾽ ὅλες τὶς μεριές, ὡσὰν πελώρια χέρια.
Ἔρριξα πολὺ μεγάλο ἀνάστημα καὶ ἐπέρασα ὅλα τἆλλα δένδρα, ποὺ εἶναι ἐδῶ. Ὁ κορμός μου στὰ μικρά μου χρόνια ἦταν λεπτὸς καὶ τρυφερός· μὲ τὸν καιρὸ ὅμως ἔγινε χονδρὸς καὶ δυνατός. Καὶ ἡ φλούδα μου, ὅταν ἤμουν μικρή, ἦταν πρασινωπὴ καὶ μαλακή· λίγο - λίγο κι αὐτὴ πῆρε χρῶμα μαυρειδερό, ἔγινε σκληρὴ καὶ γέμισε σχισμάδες.
3. Ὀλίγο πιὸ πέρα ἀπὸ μένα εἶναι καὶ ἄλλες βελανιδιές, πολὺ γέρικες. Μὲ περνοῦν πολλὰ χρόνια.
Εἶναι, ὡσὰν νὰ εἰποῦμε, γιαγιάδες μου καὶ παραγιαγιάδες μου. Ὁ κορμός τους εἶναι γεμᾶτος ἀπὸ κουφάλες καὶ ρόζους καὶ τὰ κλωνάρια τους εἶναι ὅλο ρόζοι.
4. Τὰ φύλλα μου εἶναι πολλὰ καὶ πυκνά, ἀλλὰ μονάχα στὴν ἄκρη τῶν κλαδιῶν. Στὴ μέση δὲν ἔχω πολλὰ φύλλα· γι’ αὐτὸ ὅποιος στέκεται κοντὰ στὸν κορμό μου ἠμπορεῖ νὰ ἰδῇ ὣς ἐπάνω στὴν κορυφή μου.
Κάτω ἀπὸ τὴ φυλλωσιά μου φυτρώνουν λογῆς - λογῆς ἀνοιξιάτικα φυτὰ καὶ ἀγριολούλουδα. Ὁ ἥλιος περνᾷ μέσα ἀπὸ τὴ φυλλωσιά μου καὶ φθάνει ὣς τὸ χῶμα καὶ τοὺς δίνει ζωή.
Ὁ ἥλιος! Ἄχ! πῶς τὸν ἀγαπῶ! Δὲν ξέρω, ἂν εἶναι ἄλλο δένδρο στὸν κόσμο, ποὺ νὰ ἀγαπᾷ τὸ φῶς καὶ τὴ ζεστασιὰ ὡσὰν κι ἐμέ.
Δὲν πολυβιάζομαι νὰ βγάλω τὴν ἄνοιξι τὰ πριονωτὰ φύλλα μου· φοβοῦμαι τὸ κρύο καὶ περιμένω νὰ ζεστάνῃ ὁ καιρὸς καὶ τὰ φύλλα μου βγαίνουν ὄχι χωριστὰ τὸ καθένα, ἀλλὰ φοῦντες φοῦντες, καὶ ἔχουν ἔνα κοτσάνι, γιὰ νὰ ἠμποροῦν νὰ γυρνοῦν στὸν ἀγαπημένο ἥλιο.
5. Ὁ καρπός μου εἶναι ἡ πιὸ θρεπτικὴ τροφὴ γιὰ τοὺς χοίρους. Βελανίδια ἔδινε καὶ ἡ Κίρκη στοὺς συντρόφους τοῦ Ὀδυσσέως καὶ ἔτρωγαν, ἀφοῦ τοὺς μετεμόρφωσε σὲ χοίρους, ὅπως λέει ἡ ἱστορία.
Μὰ καὶ τὰ φλουδωτὰ κουπάκια τῶν βελανιδιῶν μου καὶ ἡ φλούδα μου δὲν εἶναι πράγματα ἄχρηστα· μ’ αὐτὰ οἱ βυρσοδέψες κατεργάζονται τὰ δέρματα.
Ἐλησμόνησα νὰ σᾶς εἰπῶ, πὼς τὰ φύλλα μου καὶ τὰ κλαδιά μου, τὸ καλοκαίρι, τὰ δαγκάνουν κάτι μικρὰ ζῳύφια. Στὸ κάθε δάγκαμα γίνεται ἕνα ἐξόγκωμα ὡσὰν καρύδι. Ἐκεῖ μέσα τὰ μικρὰ ζῳύφια φυλάγουν τ’ αὐγά τους.
Τὰ καρύδια αὐτὰ τὰ λένε κηκίδια καὶ τὰ μεταχειρίζονται γιὰ γιατρικό· ἀκόμη γιὰ νὰ κάμουν μελάνη· καὶ οἱ χωρικοὶ γιὰ νὰ βάφουν μαῦρα, ὅταν θέλουν, τὰ μάλλινα ὑφάσματά τους.
6. Τώρα νὰ σᾶς εἰπῶ καὶ γιὰ τὸν κορμό μου. Στὸν κορμό μου τὸ μέσα ξύλο, ἡ καρδιά, ὡσὰν νὰ εἰποῦμε, εἶναι στακτερὴ καὶ τόσο σκληρή, ποὺ δὲν ἠμπορεῖ εὔκολα νὰ τὴ χαράξῃ τὸ μαχαίρι. Τὸ ἄλλο ξύλο, ποὺ εἶναι ὁλόγυρα στὴν καρδιὰ καὶ γειτονεύει μὲ τὴ φλούδα μου, εἶναι κιτρινωπὸ καὶ μαλακό. Αὐτὸ μὲ κάνει καὶ ζῶ. Ἀπ’ αὐτὸ περοῦν οἱ χυμοί, ποὺ ἀνεβαίνουν ἀπὸ τὶς ρίζες καὶ φθάνουν ὣς τ’ ἀκροκλαδια.
Ἡ καρδιά μου πάλι μὲ συγκρατεῖ στερεὰ καὶ μὲ κάμνει νὰ μὴ φοβοῦμαι τὸν ἄνεμο, ὅσο δυνατὰ καὶ ἂν φυσᾷ. Τὸ ξύλο τῆς καρδιᾶς μου εἶναι πολὺ χρήσιμο στοὺς ἀνθρώπους.
Ὅταν ἔχουν ἀνάγκη ἀπὸ ξύλο, ποὺ νὰ μὴ σαπίζῃ στὸ νερό, ποὺ νὰ εἶναι αἰώνιο, τρέχουν νὰ εὕρουν καρδιὰ βελανιδιᾶς καὶ κάνουν γεφύρια, βάρκες, καράβια καὶ σπίτια.
7. Μὲ τὸ ἄλλο μου ξύλο, τὸ κιτρινωπό, κάμνουν ἔπιπλα, ποὺ εἶναι προφυλαγμένα ἀπὸ τὸ νερὸ καὶ δὲν ἔχουν φόβο νὰ σαπίσουν. Αὐτὸ τὸ ξύλο τὸ μεταχειρίζονται καὶ γιὰ κάψιμο στοὺς φούρνους, σὲ τζάκια, σὲ θερμάστρες καὶ μὲ τὰ κλαδιά μου κάμνουν τὸ πιὸ καλὸ ξυλοκάρβουνο, τὸ ἄγριο, ὅπως λέγουν οἱ νοικοκυρές.
Τὸ κιτρινωπὸ ξύλο μου εἶναι κάποτε κατατρυπημένο. Ἕνα πλῆθος ἔντομα ἔρχονται, τρυποῦν τὴ φλούδα μου, κάμνουν ἐκεῖ μέσα τὴ φωλιά τους καὶ φυλάγουν τ’ αὐγά τους· σὲ λίγο τὸ μέρος ἐκεῖνο τοῦ κορμοῦ μου κάτω ἀπὸ τὴ φλούδα γίνεται κούφιο.
8. Καὶ τώρα πῶς νὰ γλυτώσω; Ἄς εἶναι καλὰ ὁ φίλος μου ὁ δρυοκολάπτης, τὸ καλὸ πουλὶ μὲ τὸ βαθὺ κόκκινο, τὸ κρεμεζὶ μέτωπο, τὶς πράσινες ἢ ἀσπρόμαυρες πτεροῦγες του καὶ τὴν κοκκινωπὴ οὐρά.
Αὐτὸ ἔρχεται τακτικὰ καὶ μὲ τὴ δυνατὴ μύτη του ἀρχίζει νὰ κτυπᾷ τὸν κορμό μου: τὰκ - τὰκ - τὰκ. Ἀπὸ τὰ δυνατὰ κτυπήματα ἀντιβουΐζει τὸ δάσος καὶ τὸ ἔξυπνο πουλὶ καταλαβαίνει, ὅταν ὁ κρότος εἶναι ξηρός, πὼς τὸ ξύλο εἶναι γερό. «Ἐδῶ δὲν εἶναι τίποτε», λέγει μὲ τὸ νοῦ του· καὶ πηγαίνει παραπέρα.
Ξανοιρχίζει τὸ τὰκ - τὰκ καὶ ὅταν ἀκουσῃ το ξύλο νὰ κουδουνίζῃ, ὅπως κουδουνίζουν τὰ κούφια πράγματα, «ἐδῶ εἴμεθα» λέγει, καὶ μὲ τὴ φοβερὴ μύτη του σκάφτει δυνατά, εὑρίσκει τὴ φωλιὰ καὶ τρώγει ὅλα τὰ ἔντομα.
Στὰ παλιὰ χρόνια, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νὰ ἐπαινέσουν κανένα γιὰ τὴν παλληκαριά του καὶ τὴ δύναμί του, ἐθυμοῦντο ἐμένα καὶ τὸν παρωμοίαζαν μὲ τὸ ξύλο μου, ποὺ εἶναι σκληρὸ σὰν πέτρα.
«Σκόρπια λουλούδια» Ἀριστοτέλης Κουρτίδης
Αναγνωστικόν Δ' Δημοτικού, Οργαν. Εκδ. Σχολικών Βιβλίων, Αθήναι, 1959
πηγή: Ιστορική Συλλογή Σχολικών Εγχειριδίων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***