Η πολιτική για τα δάση ως µη δασική πολιτική
Η Ελλάδα, τουλάχιστον µεταπολιτευτικά δεν είχε καµία συγκροτηµένη δασική πολιτική, µε εξαίρεση την άοκνη στήριξη των καταπατητών από όλες τις κυβερνήσεις. Ακόµα και για το ζήτηµα των δασικών πυρκαγιών, για το οποίο έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες προτάσεων και αναλύσεων, η συζήτηση εξακολουθεί να επικεντρώνεται στην καταστολή των πυρκαγιών (συχνά µε την υστερική παρουσίαση από τα ΜΜΕ των ελλείψεων σε εναέρια µέσα κατάσβεσης) και όχι στην πρόληψη ή ορθότερα στη διαχείρισή τους. Σύµπτωµα αυτού του τρόπου σκέψης των κυβερνήσεων από το 1974 και µετά ήταν και η εγκληµατικής άγνοιας απόφαση να µεταφερθεί η αρµοδιότητα της δασοπυρόσβεσης στο Πυροσβεστικό Σώµα, µε ταυτόχρονη απαγόρευση συµµετοχής δασικών υπαλλήλων στην κατάσβεση.
Ο τοµέας των δασών είναι ίσως ο πρώτος στον οποίο εφαρµόσθηκε ο νεοφιλελευθερισµός και η ιδεοληπτική του στάση να αποµακρύνει τον δηµόσιο τοµέα από τοµείς που θεωρεί ότι µπορούν να αποτελέσουν πεδία κερδοσκοπικής ανάπτυξης. Το 1986 εκχωρείται σηµαντικό µέρος της κρατικής εκµετάλλευσης των δασών στους ιδιωτικούς δασικούς συνεταιρισµούς, µια απόφαση µε σοβαρότατες επιπτώσεις τόσο στα δασικά οικοσυστήµατα όσο και στις τοπικές οικονοµίες.
Από το 2000 η θηροφύλαξη, δηλαδή η φύλαξη του κοινού αγαθού της άγριας πανίδας, ανατέθηκε στην ιδιωτική θηροφυλακή των οµοσπονδιών των κυνηγετικών συλλόγων, που χρηµατοδοτούνταν από τις άδειες χρήσης που εκδίδουν οι κυνηγετικοί σύλλογοι. Με τον τρόπο αυτό ανατέθηκε η διαχείριση δηµόσιων πόρων σε σωµατεία που ελέγχονται υποτυπωδώς ως προς τη διαχείριση των οικονοµικών τους. Την ίδια στιγµή οι αρµόδιες δασικές αρχές, ελλείψει προσωπικού και µέσων, αδυνατούν να υλοποιήσουν ακόµα και τις τακτικές εργασίες διαχείρισης του δάσους. Η κατάρτιση των δασικών χαρτών αφέθηκε σκόπιµα να καρκινοβατεί για πολλά χρόνια, προκειµένου να εκχωρηθεί τελικά «για λόγους αποτελεσµατικότητας» σε ιδιωτικά µελετητικά γραφεία. Έτσι, ενδυναµώνονται οι ιδιώτες µε δηµόσιο χρήµα, ενώ οι δασικές υπηρεσίες που καλούνται να ελέγξουν τους χάρτες είναι υποστελεχωµένες και χωρίς επαρκή µέσα να προστατεύσουν το δηµόσιο συµφέρον. Ακόµα και η δασοπυρόσβεση κινδύνευσε στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 να ιδιωτικοποιηθεί. Την τελευταία τριετία ο έλεγχος της χώρας από τους νεοφιλελεύθερους ισοπεδώνει κάθε έννοια υπεράσπισης του δηµόσιου συµφέροντος στα δάση και το φυσικό περιβάλλον, που παραδίδονται σταδιακά σε κερδοσκοπικά και ιδιοτελή συµφέροντα (βλ. Σκουριές, Κασσιόπη, Οξειά, Παρνασσός κ.λπ.). Η µακροηµέρευσή τους στην εξουσία πρέπει να µας ανησυχεί.
Μακροπρόθεσµα, η πολιτική της ανυπαρξίας δασικής πολιτικής συνέβαλε καθοριστικά στη µείωση των επενδύσεων και των θέσεων εργασίας στα δάση και στον ορεινό χώρο, καθώς και στον περιορισµό της παρουσίας της Δασικής Υπηρεσίας που µπορεί, λόγω της αποκεντρωµένης φύσης της εργασίας της, να εφαρµόσει και να επιβλέψει πολιτικές διατήρησης της φύσης. Στην εξέλιξη αυτή συνέτεινε και το ότι στην ΕΕ δεν υπάρχει κοινή δασική πολιτική, αλλά διάσπαρτα µέτρα εντός της ΚΑΠ που απευθύνονται κυρίως σε δασικές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τοµέα. Άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές, που θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν για τη – διαµόρφωση έστω – αρχών µιας διευρυµένης πολιτικής δασών και φυσικού περιβάλλοντος, όπως η δηµιουργία του Natura 2000, έπεσαν θύµατα άγνοιας και συντεχνιακών θεωρήσεων. Ενδεικτικό της αδιαφορίας των µεταπολιτευτικών κυβερνήσεων για τα δάση είναι ότι η Ελλάδα αποτελεί τη µόνη χώρα της ΕΕ που δεν διαθέτει Εθνικό Πρόγραµµα για τα Δάση.
Σκέψεις για τη διαµόρφωση δασικής πολιτικής
Τα δάση της Ελλάδας υφίστανται ήδη σοβαρές φυσικές και ανθρωπογενείς πιέσεις και απειλές, οι οποίες αναµένεται να ενταθούν λόγω της κλιµατικής αλλαγής. Σύµφωνα µε πρόσφατη δηµοσίευση [1], η πλειονότητα των ελληνικών δασών αναµένεται να χάσει µεγάλο µέρος της παραγωγικότητάς της στα επόµενα 50 έτη, ενώ, εφόσον καταστραφούν από φυσικά ή ανθρωπογενή αίτια, το πιθανότερο είναι να εξελίσσονται σε δάση άλλων µορφών, πιο ανθεκτικών στην ξηρασία.
Οι εξελίξεις αυτές επιβάλλουν τη διαµόρφωση µιας δασικής πολιτικής προσαρµοσµένης στις ιδιαιτερότητες των µεσογειακών οικοσυστηµάτων, που θα αναγνωρίζει τη µακραίωνη αλληλεπίδραση και παράλληλη εξέλιξη των δασών και των υπόλοιπων φυσικών οικοσυστηµάτων µε τις ανθρώπινες κοινότητες. Μιας πολιτικής που θα αντιλαµβάνεται τη δυναµική των χρήσεων γης και των ορίων που θέτει η φύση και θα εξασφαλίζει τη βιοποικιλότητα και τη διατήρηση των ευεργετικών για τον άνθρωπο λειτουργιών τόσο των δασών όσο και των υπόλοιπων οικοσυστηµάτων, που συγκροτούν τα φυσικά µας τοπία και που νοµικά περιγράφονται ως δασικές εκτάσεις. Μιας πολιτικής που θα αποτελεί ένα σύνολο αρχών και κατευθύνσεων, διαµορφωµένη και ευρεία αποδεκτή µετά από διάλογο µεταξύ τόσο των ειδικών όσο και της κοινωνίας, υπέρ της οποίας θα ασκείται. Στο πλαίσιο αυτό διατυπώνονται ορισµένες θέσεις ως συµβολή προς αυτή την κατεύθυνση:
Η Δασική Υπηρεσία
Αν και η διαµόρφωση της δασικής πολιτικής αποτελεί υπόθεση όλης της κοινωνίας, κύριος φορέας άσκησής της µπορεί να είναι µια δηµόσια Δασική Υπηρεσία, ικανή να αναπτύσσει τεχνογνωσία, στελεχικό δυναµικό και στέρεες σχέσεις µε τοπικές κοινωνίες που ζουν συχνά σε αντίξοες συνθήκες. Μια υπηρεσία που θα βρίσκεται όλο το χρόνο στα δάση και τα λιβάδια, όπου θα µπορεί µε κατάλληλη στελέχωση, κάθετη οργάνωση, διασύνδεση µε τους φορείς έρευνας για τα δάση και το φυσικό περιβάλλον, να αποτελέσει έναν από τους πυλώνες της παραγωγικής ανασυγκρότησης της υπαίθρου, ιδιαίτερα στον ορεινό χώρο και θα µεριµνά για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας σε όλες τις χερσαίες περιοχές της χώρας. Μια υπηρεσία µε πλήρη έλεγχο του χώρου και των αντικειµένων ευθύνης της, ταυτόχρονα όµως εξωστρεφή, ανοικτή σε συνεργασίες µε άλλους δηµόσιους φορείς και µη κερδοσκοπικούς οργανισµούς για τη διατήρηση και την αποκατάσταση της φύσης, την παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης και αναψυχής και άλλες δραστηριότητες που εµπίπτουν στο πεδίο της δασικής πολιτικής και της πολιτικής για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Η Ελλάδα, τουλάχιστον µεταπολιτευτικά δεν είχε καµία συγκροτηµένη δασική πολιτική, µε εξαίρεση την άοκνη στήριξη των καταπατητών από όλες τις κυβερνήσεις. Ακόµα και για το ζήτηµα των δασικών πυρκαγιών, για το οποίο έχουν γραφεί χιλιάδες σελίδες προτάσεων και αναλύσεων, η συζήτηση εξακολουθεί να επικεντρώνεται στην καταστολή των πυρκαγιών (συχνά µε την υστερική παρουσίαση από τα ΜΜΕ των ελλείψεων σε εναέρια µέσα κατάσβεσης) και όχι στην πρόληψη ή ορθότερα στη διαχείρισή τους. Σύµπτωµα αυτού του τρόπου σκέψης των κυβερνήσεων από το 1974 και µετά ήταν και η εγκληµατικής άγνοιας απόφαση να µεταφερθεί η αρµοδιότητα της δασοπυρόσβεσης στο Πυροσβεστικό Σώµα, µε ταυτόχρονη απαγόρευση συµµετοχής δασικών υπαλλήλων στην κατάσβεση.
Ο τοµέας των δασών είναι ίσως ο πρώτος στον οποίο εφαρµόσθηκε ο νεοφιλελευθερισµός και η ιδεοληπτική του στάση να αποµακρύνει τον δηµόσιο τοµέα από τοµείς που θεωρεί ότι µπορούν να αποτελέσουν πεδία κερδοσκοπικής ανάπτυξης. Το 1986 εκχωρείται σηµαντικό µέρος της κρατικής εκµετάλλευσης των δασών στους ιδιωτικούς δασικούς συνεταιρισµούς, µια απόφαση µε σοβαρότατες επιπτώσεις τόσο στα δασικά οικοσυστήµατα όσο και στις τοπικές οικονοµίες.
Από το 2000 η θηροφύλαξη, δηλαδή η φύλαξη του κοινού αγαθού της άγριας πανίδας, ανατέθηκε στην ιδιωτική θηροφυλακή των οµοσπονδιών των κυνηγετικών συλλόγων, που χρηµατοδοτούνταν από τις άδειες χρήσης που εκδίδουν οι κυνηγετικοί σύλλογοι. Με τον τρόπο αυτό ανατέθηκε η διαχείριση δηµόσιων πόρων σε σωµατεία που ελέγχονται υποτυπωδώς ως προς τη διαχείριση των οικονοµικών τους. Την ίδια στιγµή οι αρµόδιες δασικές αρχές, ελλείψει προσωπικού και µέσων, αδυνατούν να υλοποιήσουν ακόµα και τις τακτικές εργασίες διαχείρισης του δάσους. Η κατάρτιση των δασικών χαρτών αφέθηκε σκόπιµα να καρκινοβατεί για πολλά χρόνια, προκειµένου να εκχωρηθεί τελικά «για λόγους αποτελεσµατικότητας» σε ιδιωτικά µελετητικά γραφεία. Έτσι, ενδυναµώνονται οι ιδιώτες µε δηµόσιο χρήµα, ενώ οι δασικές υπηρεσίες που καλούνται να ελέγξουν τους χάρτες είναι υποστελεχωµένες και χωρίς επαρκή µέσα να προστατεύσουν το δηµόσιο συµφέρον. Ακόµα και η δασοπυρόσβεση κινδύνευσε στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 να ιδιωτικοποιηθεί. Την τελευταία τριετία ο έλεγχος της χώρας από τους νεοφιλελεύθερους ισοπεδώνει κάθε έννοια υπεράσπισης του δηµόσιου συµφέροντος στα δάση και το φυσικό περιβάλλον, που παραδίδονται σταδιακά σε κερδοσκοπικά και ιδιοτελή συµφέροντα (βλ. Σκουριές, Κασσιόπη, Οξειά, Παρνασσός κ.λπ.). Η µακροηµέρευσή τους στην εξουσία πρέπει να µας ανησυχεί.
Μακροπρόθεσµα, η πολιτική της ανυπαρξίας δασικής πολιτικής συνέβαλε καθοριστικά στη µείωση των επενδύσεων και των θέσεων εργασίας στα δάση και στον ορεινό χώρο, καθώς και στον περιορισµό της παρουσίας της Δασικής Υπηρεσίας που µπορεί, λόγω της αποκεντρωµένης φύσης της εργασίας της, να εφαρµόσει και να επιβλέψει πολιτικές διατήρησης της φύσης. Στην εξέλιξη αυτή συνέτεινε και το ότι στην ΕΕ δεν υπάρχει κοινή δασική πολιτική, αλλά διάσπαρτα µέτρα εντός της ΚΑΠ που απευθύνονται κυρίως σε δασικές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τοµέα. Άλλες ευρωπαϊκές πολιτικές, που θα µπορούσαν να χρησιµοποιηθούν για τη – διαµόρφωση έστω – αρχών µιας διευρυµένης πολιτικής δασών και φυσικού περιβάλλοντος, όπως η δηµιουργία του Natura 2000, έπεσαν θύµατα άγνοιας και συντεχνιακών θεωρήσεων. Ενδεικτικό της αδιαφορίας των µεταπολιτευτικών κυβερνήσεων για τα δάση είναι ότι η Ελλάδα αποτελεί τη µόνη χώρα της ΕΕ που δεν διαθέτει Εθνικό Πρόγραµµα για τα Δάση.
Σκέψεις για τη διαµόρφωση δασικής πολιτικής
Τα δάση της Ελλάδας υφίστανται ήδη σοβαρές φυσικές και ανθρωπογενείς πιέσεις και απειλές, οι οποίες αναµένεται να ενταθούν λόγω της κλιµατικής αλλαγής. Σύµφωνα µε πρόσφατη δηµοσίευση [1], η πλειονότητα των ελληνικών δασών αναµένεται να χάσει µεγάλο µέρος της παραγωγικότητάς της στα επόµενα 50 έτη, ενώ, εφόσον καταστραφούν από φυσικά ή ανθρωπογενή αίτια, το πιθανότερο είναι να εξελίσσονται σε δάση άλλων µορφών, πιο ανθεκτικών στην ξηρασία.
Οι εξελίξεις αυτές επιβάλλουν τη διαµόρφωση µιας δασικής πολιτικής προσαρµοσµένης στις ιδιαιτερότητες των µεσογειακών οικοσυστηµάτων, που θα αναγνωρίζει τη µακραίωνη αλληλεπίδραση και παράλληλη εξέλιξη των δασών και των υπόλοιπων φυσικών οικοσυστηµάτων µε τις ανθρώπινες κοινότητες. Μιας πολιτικής που θα αντιλαµβάνεται τη δυναµική των χρήσεων γης και των ορίων που θέτει η φύση και θα εξασφαλίζει τη βιοποικιλότητα και τη διατήρηση των ευεργετικών για τον άνθρωπο λειτουργιών τόσο των δασών όσο και των υπόλοιπων οικοσυστηµάτων, που συγκροτούν τα φυσικά µας τοπία και που νοµικά περιγράφονται ως δασικές εκτάσεις. Μιας πολιτικής που θα αποτελεί ένα σύνολο αρχών και κατευθύνσεων, διαµορφωµένη και ευρεία αποδεκτή µετά από διάλογο µεταξύ τόσο των ειδικών όσο και της κοινωνίας, υπέρ της οποίας θα ασκείται. Στο πλαίσιο αυτό διατυπώνονται ορισµένες θέσεις ως συµβολή προς αυτή την κατεύθυνση:
- Να διατηρηθεί ο δηµόσιος χαρακτήρας όλων των εκτάσεων µε φυσική βλάστηση (δασών, λιβαδιών, υγροτόπων κ.λπ.) που βρίσκονται υπό δηµόσιο έλεγχο, ως κρίσιµο εργαλείο για την αειφορική και ολοκληρωµένη διαχείριση του. Ο υφιστάµενος έλεγχος του µεγαλύτερου ποσοστού των ορεινών και ηµιορεινών εδαφών από το Δηµόσιο ή άλλους οργανισµούς δηµοσίου συµφέροντος όπως οι ΟΤΑ, δίνει τη δυνατότητα χάραξης ενιαίων πολιτικών για την οικολογική ανασυγκρότηση της δασοπονίας, της εκτατικής κτηνοτροφίας και τη διατήρηση της φύσης, µε κριτήριο τις ανάγκες των πολλών όχι µόνο σήµερα αλλά και στο µέλλον.
- Να εισαχθεί η ολοκληρωµένη διαχείριση των δασών και των λιβαδιών µε εξειδικεύσεις των παραγωγικών χρήσεων (δασοπονία, εκτατική κτηνοτροφία κ.λπ.) ως εξέλιξη της διαχείρισης των παραδοσιακών δασολιβαδικών συστηµάτων προσαρµοσµένη φυσικά στις σηµερινές ανάγκες και υποχρεώσεις. Η ολοκληρωµένη διαχείριση εξυπηρετεί µεταξύ άλλων την υδρολογική διαχείριση και την ενσωµάτωση, µε οικολογικά αποδεκτό τρόπο, παραδοσιακών και ήπιων ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
- Να προωθηθούν κατά προτεραιότητα οι προσαρµογές της διαχείρισης των δασικών και λιβαδικών τοπίων για την αύξηση της ανθεκτικότητας τους στην κλιµατική αλλαγή και, όπου είναι δυνατόν, να αυξηθεί η συµβολή τους στην άµβλυνση της κλιµατικής αλλαγής και των επιπτώσεών της. Θα πρέπει να τεθούν εθνικοί στόχοι για τη δασοκάλυψη και την αντιµετώπιση των επιπτώσεων από την κλιµατική αλλαγή κατά δασικό τύπο και περιοχή, µε ειδικότερους σχεδιασµούς για την ανόρθωση των υποβαθµισµένων δασών και λιβαδιών και την προστασία του εδάφους.
- Να µεταβούµε από την εποχή της καταστολής των δασικών πυρκαγιών στη διαχείριση των δασικών πυρκαγιών. Ο συντονισµός της καταστολής, που αποτελεί µέρος της διαχείρισης των δασικών πυρκαγιών, µαζί µε την πρόληψη να επανέλθουν στη Δασική Υπηρεσία, η οποία θα στηριχθεί µε υλικοτεχνική υποδοµή και προσωπικό, καθώς και εκσυγχρονισµένο νοµικό πλαίσιο.
- Να υπάρξει ειδική µέριµνα για τη διατήρηση, ανόρθωση και αποκατάσταση της ορεινής οικονοµίας και την προσαρµογή της στην κλιµατική αλλαγή που ενδεχοµένως συνοδευθεί και από αύξηση του πληθυσµού. Η συµβολή της δασικής πολιτικής αφορά στην ανασυγκρότηση της εκτατικής κτηνοτροφίας, ενός από τους πλέον δυναµικούς και κρίσιµους κλάδους της πρωτογενούς παραγωγής. Για τον σκοπό αυτό χρειάζεται α) ενιαία χαρτογράφηση των εκτάσεων που µπορούν να χρησιµοποιηθούν για εκτατική κτηνοτροφία και προώθηση της χρήσης της κτηνοτροφίας ως µέσου ελέγχου της φυσικής βλάστησης δασών, θαµνώνων και υγροτόπων και β) θεσµοθέτηση διαδικασιών παραχώρησης δικαιωµάτων βοσκής µε τρόπο που να προστατεύεται ο δηµόσιος χαρακτήρας, η ακεραιότητα, η παραγωγικότητα και η βιοποικιλότητα των εκτάσεων που µπορούν να βόσκονται.
- Να χρηµατοδοτηθεί γενναία και σταθερά η εφαρµογή της δασικής πολιτικής. Η διατήρηση και αποκατάσταση των αξιών και λειτουργιών των δασών και των λιβαδικών (βοσκόµενων και µη) οικοσυστηµάτων απαιτεί εφαρµογή µακροχρόνιων προγραµµάτων που έχουν ως προϋπόθεση τη σταθερή χρηµατοδότηση. Οι επενδύσεις στους τοµείς αυτούς έχουν πολλαπλασιαστικά οφέλη για την κοινωνία, τόσο ως προϋπόθεση παραγωγής προϊόντων όσο, κυρίως, µέσω της παροχής πληθώρας υπηρεσιών, όπως το νερό, η ρύθµιση της θερµοκρασίας κ.ά.
Η Δασική Υπηρεσία
Αν και η διαµόρφωση της δασικής πολιτικής αποτελεί υπόθεση όλης της κοινωνίας, κύριος φορέας άσκησής της µπορεί να είναι µια δηµόσια Δασική Υπηρεσία, ικανή να αναπτύσσει τεχνογνωσία, στελεχικό δυναµικό και στέρεες σχέσεις µε τοπικές κοινωνίες που ζουν συχνά σε αντίξοες συνθήκες. Μια υπηρεσία που θα βρίσκεται όλο το χρόνο στα δάση και τα λιβάδια, όπου θα µπορεί µε κατάλληλη στελέχωση, κάθετη οργάνωση, διασύνδεση µε τους φορείς έρευνας για τα δάση και το φυσικό περιβάλλον, να αποτελέσει έναν από τους πυλώνες της παραγωγικής ανασυγκρότησης της υπαίθρου, ιδιαίτερα στον ορεινό χώρο και θα µεριµνά για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας σε όλες τις χερσαίες περιοχές της χώρας. Μια υπηρεσία µε πλήρη έλεγχο του χώρου και των αντικειµένων ευθύνης της, ταυτόχρονα όµως εξωστρεφή, ανοικτή σε συνεργασίες µε άλλους δηµόσιους φορείς και µη κερδοσκοπικούς οργανισµούς για τη διατήρηση και την αποκατάσταση της φύσης, την παροχή υπηρεσιών εκπαίδευσης και αναψυχής και άλλες δραστηριότητες που εµπίπτουν στο πεδίο της δασικής πολιτικής και της πολιτικής για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΚΟΥΡΟΣ
Δρ. Δασολόγος
[1] Hanewinkel, M., D.A. Cullmann, M.-J. Schelhaas, G.-J. Nabuurs and N.E. Zimmermann 2013. Climate change may cause severe loss in the economic value of European forest land. Nature Clim. Change 3: 203-207.Δρ. Δασολόγος
πηγή: Οικοτριβές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***