Σελίδες

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2015

Εκχερσώσεις και κοινοτισμός


Εκχερσώσεις δασικών εκτάσεων υπήρχαν κατά το παρελθόν στην Ελλάδα· πολλές και συνεχείς. Δεν ενοχλούσαν όμως! Δε θα ήταν εξάλλου δυνατό να μην υπάρχουν εκχερσώσεις –ήταν ανεκτές όσο τις «ανέχονταν» το φυσικό σύστημα–, αφού αυτές συντελούντο στα πλαίσια της χρήσης των φυσικών πόρων από την τοπική κοινωνία για την επιβίωση και τη συνέχειά της, αποτελώντας μιαν «αυτονόητη» δραστηριότητα στο χώρο, ικανοποιώντας μιαν αδήριτη ανάγκη σε αυτόν. Η γη τότε λογίζονταν ως φυσικός και κοινωνικός πόρος, κι όχι ως οικονομικός, όπως συμβαίνει σήμερα· και ανάλογη ήταν η χρήση της. Τη δραστηριότητα στο φυσικό χώρο, στις τοτινές εποχές, την παρακολουθούσε η δασική υπηρεσία χωρίς να παρεμβαίνει κατασταλτικά, όσο ασκείτο σ’ ένα ορθολογικό πλαίσιο, χωρίς να υπάρχει γενικότερη διατάραξη του φυσικού συστήματος και επώδυνες ανατροπές –ασκείτο θα λέγαμε ένα ελαστικό σύστημα διαχείρισης των φυσικών πόρων. Θα λέγαμε επίσης ότι, στα πλαίσια της εμπιστοσύνης που υπήρχε ανάμεσα στη δημόσια Αρχή, που επόπτευε το φυσικό χώρο, και την τοπική κοινωνία, αναπτύσσονταν η ανοχή της πρώτης στις ενέργειες της δεύτερης, κι αφήνονταν πρωτοβουλίες διαχείρισης του χώρου αυτού στην τοπική κοινωνία, που αναλόγως τον διαρρύθμιζε και με τεχνικές και πρακτικές τον δούλευε. Έτσι προέκυπτε ο τόπος κατά το φυσικό γίγνεσθαι, με τον άνθρωπο να λειτουργεί εν τη φύσει –τη διαμορφωμένη και την αδιαμόρφωτη–, λειτουργώντας βάσει εθιμικών κανόνων.


Ο χώρος ήτο πρακτικός και διαμορφωνόταν με βάση το εθιμικό δίκαιο. Ο άνθρωπος της υπαίθρου δεν είχε εμπορευματική σχέση με τη γη, παρά βιωματική, γι’ αυτό και η έννοια της ιδιοκτησίας ήταν μη αντιληπτή. Αντίθετα, έννοιες όπως «μάνα γη», «φύση αγία» κ.ά., που σήμερα έχουν ιδεατό περιεχόμενο, τότε είχαν νόημα κι αρχετυπικό περιεχόμενο, και προέκυπταν από την οικειοποίηση της φύσης, σύμφωνα με τη βίωση στον τόπο. Ο υπαίθριος άνθρωπος διατηρούσε ως ένα χρονικό σημείο της ιστορίας του το φυσικό περιβάλλον όπου δραστηριοποιούνταν εν ισορροπία, ακολουθώντας τους κανόνες μιας άτυπης αειφορίας, βάσει μιας κληρονομούμενης φυσιοκεντρικής αντίληψης για το γίγνεσθαι, εκκινούμενος όχι από οικολογική σκέψη, αλλά από κοινωνική συνείδηση, που συναρτάται με την ισόρροπη βίωση στο χώρο, σύμφωνα με τις αρχές, τους κανόνες και τις συνθήκες του οικείου φυσικού περιβάλλοντος. Υπήρχε οικολογική προσαρμογή κατά τη βίωση στον τόπο, μια προσαρμογή που διατηρούσε το φυσικό περιβάλλον και το αποκαθιστούσε όταν θιγόταν.

Όσο το σύστημα είχε φυσικό προσανατολισμό, έστω και με την εν μέρει μετατροπή του σε αγροτοδασικό, ικανοποιώντας πρωτίστως κοινωνικές ανάγκες, χωρίς να υπάρχει περιβαλλοντικό έλλειμμα, ήταν αποδεκτή η διαρρύθμισή του. Ο άνθρωπος λειτουργούσε ως πονητής και πρωτουργός στη διαχείριση του φυσικού χώρου, γι’ αυτό και η δασική υπηρεσία τον άφηνε να πράττει, εμπιστευόμενη τη «σοφία του», πάντα όμως σύμφωνα με τους κανόνες που έθετε –για το λόγο τούτο εξάλλου, οι μηνύσεις που συντάσσονταν τότε από τη δασική υπηρεσία ήταν ελάχιστες, παρά τις επεμβάσεις που πραγματοποιούντο, ακριβώς διότι η αντίληψη για το ενεργείν ακολουθούσε τη λογική του πράττειν, με την έννοια που παραπάνω αναλύσαμε. Η πρακτική των ανθρώπων τούς ωθούσε στη διατήρηση αρχών και κανόνων αρχετυπικής συγκρότησης της κοινωνίας, με τη χρήση των φυσικών πόρων και την ταυτόχρονη διατήρησή τους. Ο υπαίθριος Έλλην λειτουργούσε θα λέγαμε σε καθεστώς «νόμιμης παρανομίας», αφού οι ενέργειές του ήταν συμβατές με το εθιμικό δίκαιο και ασύμβατες (=παράνομες) κατά το δασικό! Η «ανοχή» της δασικής υπηρεσίας στην πρακτική του ανθρώπου στο φυσικό χώρο παρατηρείται προπολεμικά, αλλά και μετά τον πόλεμο, για όσο χρόνο οι (ορεινές) τοπικές κοινωνίες λειτουργούσαν στα πλαίσια του κοινοτισμού. Και τούτο υφίστατο παρά το μερικό εκχρηματισμό των ορεινών κοινοτήτων, που όμως δεν ήταν αρκετός για ν’ αλλάξει τον τρόπο του σκέπτεσθαι και του πράττειν των ανθρώπων στον τόπο. Κάτι ανάλογο εξάλλου ίσχυε και με τη χρησιμοποίηση από τη δασική υπηρεσία του τεχνίτη του τόπου στα έργα της, δίνοντάς του πρωτοβουλίες κι αφήνοντάς τον ν’ ασκεί τη μαστορική του ή να κατευθύνει κάποια από αυτά, σύμφωνα με τη σοφισμένη πρακτική του –δέστε, για παράδειγμα, την τέχνη του ντόπιου μαστόρου στη δασική φραγματική (σημειώνουμε ότι ο μάστορας στην τοπική κοινωνία προέκυψε από την ανάγκη διεξόδου αυτής από το μονοδιάστατο προσανατολισμό της στην αγροτική οικονομία).

Ο τρόπος αντιμετώπισης του αγρότη των βουνών από τη δασική υπηρεσία τότε, αποτυπώνεται ολοκάθαρα σε κείμενο του δασολόγου Δημητρίου (Τάκη) Καρρά ⎯ενός ποιητή δασολόγου!⎯ το έτος 1947, όπου φαίνεται σε αυτό η αποδοχή από τον επιστήμονα μιας αδιαμφισβήτητης κατάστασης, της κατά συνείδηση ενέργειας στο φυσικό χώρο του Έλληνα της υπαίθρου. Λέγει: «Πολλοί από τους ανθρώπους του χωραφιού και του δάσους ξέρουν και τόνα και τ’ άλλο και τη σημασία και τις σχέσεις, που τα συνδέουν, όπως ξέρουν και ποια είναι απέναντί τους η θέση του ανθρώπου, που θέλει να ζήσει απ’ αυτά καλλίτερα και ακοπώτερα». Μολοντούτο καταλήγει, φοβούμενος την υπερβολή και κατάχρηση στο πράττειν του Έλληνα· καθότι το φαινόμενο τούτο δεν έλειψε από την ελληνική πρακτική, με τραγικές συνέπειες στο φυσικό χώρο: «Τώρα θέλω να σας φωνάξω μ’ όλη μου την ψυχή: “Αγρότες! Προσέξτε στο άνοιγμα των χωραφιών! Πριν αποφασίσετε να ξεχερσώσετε δασική έκταση, ρωτάτε τους γεωπόνους και το Δασαρχείο. Η Υπηρεσία ξέρει σε κάθε περίπτωση ποιο είναι το καλό σας και μόνο γι’ αυτό υπάρχουν και εργάζονται…”» (Καρράς Δ., «Ο αγρότης και το δάσος. Εκχέρσωσις», περιοδικό «Το δάσος», έτος Α΄, αριθ. τευχ. 2 & 3, έτος 1947). Είναι δε εκ τούτων φανερό ότι η εκχέρσωση (το «άνοιγμα των χωραφιών», όπως αναφέρεται), αποτελούσε πράξη κοινή, «αποδεκτή» και μη επιλήψημη από τη δασική υπηρεσία σε κείνους τους καιρούς, αρκεί να ήταν εις γνώσιν της και να πραγματοποιείτο ορθά. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που η ίδια η δασική υπηρεσία εξυπηρετούσε το σκοπό της μετάβασης της χρήσης της γης από τη δασική σε αγροτική, με την προσφορά εξειδικευμένης γνώσης ως προς αυτό, όπως σχετικά μας πληροφορεί ο δασονόμος Κωνσταντίνος Πασιαλής στο σύγγραμμά του «Το μέλλον της Ανασελίτσης. Μελέτη περί δενδροκομίας», το έτος 1930, με την οποία υποδείκνυε τους τρόπους εμβολιασμών άγριων (δασικών) δένδρων στην επαρχία του Τσοτυλίου, για να μετατραπούν σε καρποφόρα.

Σήμερα όμως, δεν ισχύουν οι ίδιες λογικές και δεν επικρατούν οι ίδιες συνθήκες του παρελθόντος στη λειτουργία και διαχείριση του φυσικού χώρου. Η μετατροπή της κλειστής αγροτικής οικονομίας με τον μικρό κλήρο γης, που βάσιζε την επιβίωσή της στους φυσικούς πόρους και λειτουργούσε σύμφωνα με την αυτάρκειά της, υποκαταστάθηκε από την κοινωνία της αγοράς, την εκχρηματισμένη κοινωνία, που λειτουργεί με τους κανόνες της εμπορίας και της επιχειρηματικότητας, και βασίζεται σε μεγάλους κλήρους γης –σήμερα, λιγότεροι άνθρωποι, αυτοί που απέμειναν στην ύπαιθρο, κατέχουν πολύ περισσότερη γη σε σχέση με το παρελθόν, ακολουθώντας τον ποσοτικό κανόνα οικονομικής επιβίωσης της αγροτικής τους επιχείρησης, που επιβάλλεται από την αγορά. Η προσαρμογή της κλειστής, μικρής κοινωνίας του παρελθόντος στην ανοικτή, μεγάλη σημερινή, κρίθηκε ως επιβεβλημένη για την επιβίωσή της, καθότι η μη συμμετοχή της στο όλον σύστημα και τους κανόνες του, σήμαινε απομόνωση της επαρχίας και της υπαίθρου, και μη ανάπτυξή της. Έτσι, η κοινωνία της πρακτικής του παρελθόντος μετατράπηκε σε κοινωνία της πράξης, η κοινωνία του παράγω σε κοινωνία του εμπορίου, ενώ η οικονομία της κοινωνίας μετατράπηκε σε οικονομία της αγοράς. Τούτο προέκυψε από τη νέα αντίληψη θεώρησης της γης, που πλέον αντιμετωπίζεται κατά πρώτον ως οικονομικός πόρος και δευτερευόντως ως φυσικός και κοινωνικός.


Ο υπαίθριος Έλλην θεωρούσε παλιά τη γη για τη χρήση της εν τω όλω κι όχι ως ιδιοκτησία. Τούτο γινόταν φανερό από το γεγονός ότι εγκατέλειπε το χωράφι που δεν απέδιδε κι αυτό δάσωνε, χωρίς να το διεκδικήσει μετέπειτα ως ιδιοκτησία του, αναζητώντας άλλη γη, για νέα καλλιέργεια –τούτη την αντίληψη την πρόλαβα, βλέποντας τους γονείς μου να εγκαταλείπουν τα ορεινά χωράφια τους διότι απέκτησαν άλλα στον κάμπο, και πλέον κείνα, που «ρουμάνιασαν» (όπως χαρακτηριστικά έλεγαν), να μην τα διεκδικούν (όταν το Εθνικό Κτηματολόγιο τα κατέγραψε ως δημόσια δασικά, αυτοί δεν προσέφυγαν, θεωρώντας, κατά την αντίληψή τους, σωστή μια τέτοια απόφαση, αφού, όπως ο πατέρας μου μού είπε, «δεν πειράζει, ας τα χάσουμε, εξάλλου από τη φύση τα πήραμε…»!)

Λέγει πάνου σε τούτα ο καθηγητής της Κοινωνικής Λαογραφίας Βασίλης Νιτσιάκος αναφερόμενος στο ζήτημα της ιδιοκτησίας σε μια ορεινή κοινότητα της Κόνιτσας, το Πεκλάρι: «Είναι χαρακτηριστική η έλλειψη ενδιαφέροντος εκ μέρους των χωριανών για τις ιδιοκτησίες τους, εκτός από εκείνες που βρίσκονται εντός ή πέριξ του οικισμού, δηλαδή τα σπίτια και τα κηπάρια. (…) Φαίνεται εκ πρώτης όψεως παράδοξο σε έναν εξωτερικό παρατηρητή το πράγματι μικρό ή μηδαμινό ενδιαφέρον των χωριανών για τα κτήματά τους, ακόμα και όσων συνεχίζουν να διαμένουν στο χωριό, σε μια εποχή άκρατης εμπορευματοποίησης όλων των παραγόντων παραγωγής και βεβαίως της γης. Η διαδικασία της μετάβασης από την ατομική στη δημόσια “ιδιοκτησία” μέσω της επέκτασης του δάσους και της ανακήρυξης διά νόμου των πρώην “ιδιοκτησιών” σε δημόσιες δασικές εκτάσεις, φαίνεται να μην απασχολεί ιδιαίτερα τους “ιδιοκτήτες” χωριανούς, γι’ αυτό και δεν προβαίνουν σε καμία σχετική ενέργεια (π.χ. περίφραξη εκτάσεων, ένδικη διεκδίκηση, νομική κατοχύρωση κ.λπ.) Αυτό ισχύει και για τις ελάχιστες περιπτώσεις των ανθρώπων που φέρονται να διαθέτουν τίτλους ιδιοκτησίας (η συντριπτική πλειονότητα δε διαθέτει)» (Νιτσιάκος Β., «Πεκλάρι. Κοινωνική οικονομία μικρής κλίμακας», εκδόσεις Ισνάφι, Ιωάννινα 2015, σελ. 73).

Το γιατί συμβαίνει αυτό, το εξηγεί ο καθηγητής ως εξής: «…αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι να κατανοήσουμε το γεγονός ότι η τοπική κοινωνία και οικονομία σε μια μακρά διάρκεια λειτουργεί σε ένα σύστημα αυτοκατανάλωσης. Ακόμα και την περίοδο που παρατηρείται διείσδυση της αγοράς και κάποιες μορφές εκχρηματισμού της οικονομίας, το τοπικό σύστημα παραγωγικών σχέσεων δεν αλλάζει προσανατολισμό, συνεχίζει να στηρίζεται στην παραγωγή αξιών χρήσης και η παρουσία του χρήματος δεν οδηγεί στην εμπορευματοποίηση των μέσων και των σχέσεων παραγωγής. (…) Η οποιαδήποτε συμμετοχή, λοιπόν, στην αγορά και η κυκλοφορία του χρήματος δεν σημαίνουν αυτομάτως την εμπορευματοποίηση των μέσων και των σχέσεων παραγωγής. Όταν αυτή η διεργασία παραμένει στη σφαίρα της κυκλοφορίας και δεν επηρεάζει ουσιαστικά τη σφαίρα της παραγωγής, δεν προκύπτουν αλλαγές και μετασχηματισμοί ως προς τον θεμελιώδη προσανατολισμό της τοπικής κοινωνίας και οικονομίας. Οι έξω-οικονομικοί καταναγκασμοί, όπως η φορολογία, δεν επαρκούν για να μετατρέψουν τον προσανατολισμό της παραγωγικής διαδικασίας σε μια εμπορευματική κατεύθυνση και έτσι να εμπορευματοποιηθούν τα μέσα και οι δυνάμεις παραγωγής, δηλαδή να αλλάξει ο τρόπος παραγωγής. Μια τέτοια αλλαγή θα σήμαινε και την εμπορευματοποίηση της γης, δηλαδή τη μετάβαση σε καθαρές μορφές έγγειας ιδιοκτησίας νεωτερικού τύπου, δηλαδή καπιταλιστικές. (…) Έτσι, τόσο το ευρύτερο πλαίσιο και οι τοπικές νοοτροπίες συντηρούν ένα θολό τοπίο σε ότι αφορά τις σχέσεις έγγειας ιδιοκτησίας, ένα τοπίο που χαρακτηρίζεται από την προφορική-εθιμική λειτουργία, τη ρευστότητα ως προς τους όρους και τα όρια, και τη μη ολοκλήρωση του εμπορευματικού χαρακτήρα της παραγωγής, που σημαίνει και των μέσων παραγωγής, μεταξύ αυτών και της γης. (…) Εφόσον κατά κανόνα τίτλοι κυριότητας δεν υφίστανται και το σύστημα λειτουργεί με εθιμικούς κώδικες, είναι φυσικό η ρευστότητα για την οποία μιλάμε να συνίσταται στην ίδια την επέκταση των συνόρων ενός κτήματος ή στη δημιουργία νέων χωραφιών, όταν αυξάνονται οι ανάγκες της εστιακής ομάδας με αυθαίρετο τρόπο, αλλά που δεν οδηγεί σε σύγκρουση με άλλους χωριανούς (π.χ. ξερόγγιασμα δασικών τεμαχίων) ή ακόμα και σε εγκατάλειψη “κτημάτων”, όταν δεν είναι αναγκαία για την επιβίωση της ομάδας. Σε περίπτωση που κάποιο “κτήμα” εγκαταλείπεται για πάρα πολλά χρόνια, με βάση το εθιμικό δίκαιο, μπορεί να το χρησιμοποιήσει οποιοσδήποτε το έχει ανάγκη» (ο.π., σελ. 77- 81).

ekxersoseis

Σήμερα η σχέση του ανθρώπου με τη γη μεταβλήθηκε από κοινωνική σε εμπορευματική και πλέον η γη λογίζεται ως ιδιοκτησία. Αυτή η αλλαγή επέβαλλε την ιδιοποίηση της γης που χρησιμοποιήθηκε από τον πρόγονο για την επιβίωσή του –που λήφθηκε ως «δάνεια» τρόπον τινά από τη φύση, στα πλαίσια μιας άτυπης «σύμβασης» μαζί της–, καθώς η νέα συνθήκη ιδιοκτησίας θέλει κυριότητα στη γη που επιτρεπτά χρησιμοποιείτο παλιά, σύμφωνα με τον εθιμικό κανόνα. Και τούτο διότι το νέο status λειτουργεί με όρους οικονομικούς κι όχι κοινωνικούς –η κοινωνία είναι εξαρτημένη από την οικονομία, ενώ η πολιτική, που αποτελεί τον ρυθμιστικό παράγοντα στη σχέση αυτή, έχει κυριαρχηθεί από την οικονομία, η οποία ελέγχει το παραγωγικό σύστημα! Η γη και η φύση γίνηκαν μακρινές, σκηνικό κι όχι πεδίο, για το νέο άνθρωπο· ενώ για τον παλιό ήταν οικείες, μέρος του «είναι του». Νοώνοντας τη φύση περισσότερο σαν ιδέα, παρά σα βίωση, φοβούμαστε για το μέλλον της, το οποίο, μ’ ευθύνη του ίδιου του ανθρώπου, φαντάζει άδηλο. Η συνειδητοποίηση της απώλειας της φύσης τρομάζει, χωρίς μολοντούτο να εγείρει! Σημειώνει στοχαστικά ο φιλόσοφος Χανς Γιόνας στο έργο του «Φιλοσοφικές έρευνες και μεταφυσικές εικασίες» (εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2001): «Δεν είναι η φύση, όπως άλλοτε, αλλά ακριβώς η εξουσία μας πάνω της αυτή που τώρα μας προκαλεί άγχος, καθώς φοβόμαστε για την ίδια τη φύση και τον εαυτό μας»!

Απότοκο τούτου του γεγονότος είναι ότι σήμερα «ενοχλεί» η διαπίστωση της –ομολογουμένως ισχυρής, κυρίως κατά τον 20ο αιώνα– διάσπασης των φυσικών συστημάτων από αγρούς που δημιουργήθηκαν κατά το παρελθόν σε διάφορους χρόνους, δίνοντας μωσαϊκά εκτάσεων δασικής κι αγροτικής μορφής, δηλαδή άλλου τύπου φυσικά συστήματα· ενώ πιο παλιά δεν υπήρχε τέτοια αίσθηση, αφού οι αλλαγές στο φυσικό σύστημα κινούντο σ’ ένα πλαίσιο αποδοχής των ενεργειών στο μικροσύστημα. Όταν όμως νεωτέρως το μικροσύστημα ειδώθηκε στο μεγασύστημα, με τις αντιλήψεις για τη γη να έχουν αλλάξει, αφενός λόγω της διεκδίκησής της από τον άνθρωπο ως κτήμα του, κάτι που έδωσε μονιμότητα στην αλλαγή, διαμορφώνοντας «αναπότρεπτες καταστάσεις», αφετέρου με την επανάβλεψη των ενεργειών του παρελθόντος, με κριτική και αυστηρή/καταγγελτική ματιά –σύμφωνα και με όσα στην προηγούμενη παράγραφο αναφέραμε–, ο θεωρός άνθρωπος τρόμαξε με το εύρος της μεταλλαγής, διαπιστώνοντας υπερβολή και κατάχρηση στην πράξη του ανθρώπου της ορεινής κοινότητας

Η ευθύνη όμως για την (ισχυρή ομολογουμένως κάποιες φορές) τούτη μεταλλαγή δεν αποδόθηκε τόσο στον μακρινό πρόγονο, που λειτούργησε στα πλαίσια του κοινοτισμού και είχε σχέση επαφής με τη γη –χωρίς ωστόσο ν’ απαλλάσσεται κι αυτός των όποιων ευθυνών του, που σε κάποιες περιπτώσεις είναι μεγάλες, αν αναλογιστούμε τη σκελετοποίηση περιοχών της χώρας, που διαμορφώθηκαν σε χρόνους μακρινούς–, αλλά κυρίως στον νεώτερο πρόγονο, που λειτούργησε εμπορευματικά στη σχέση του με τη γη, προσαρμοζόμενος –βεβαίως– στους κανόνες της ανοικτής κοινωνίας και του εμπορευματικού πνεύματος λειτουργίας της. Η πραγματοπαγής σχέση με τη γη, ιδωμένη αυτή ως εξουσιαζόμενη και αποδίδουσα, κι όχι, κατά την πρακτική της θεώρηση, ως δάνεια και χρησιμεύουσα, ήταν κείνη που επικράτησε και επέφερε τη μόνιμη ανατροπή, αφού η πράξη του ανθρώπου διέπεται πια από την έννοια της διεκδίκησης της γης κι όχι της οικειοποίησης της φύσης, όπως συνέβαινε παλιά.

Του Αντώνιου Β. Καπετάνιου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***