23-24 Αυγούστου 2009
Μια φωτιά που ξεκίνησε από το Γραμματικό διέτρεξε ανενόχλητη όλο το Πεντελικό βουνό κατακαίοντας χιλιάδες στρέμματα δάσους. Από τα χαράματα της Κυριακής 23 Αυγούστου μέχρι τη Δευτέρα 24 Αυγούστου η φωτιά πέρασε από το Δασαμάρι καίγοντας ό,τι είχε αναγεννηθεί φυσικά, μετά τις φωτιές του '95 και του '98. Νεαρά δεντράκια και θάμνοι αλλά και τα ζώα του δάσους που φώλιαζαν στις δασικές εκτάσεις (πέρδικες, λαγοί, αλεπούδες, χελώνες) έγιναν στάχτες!Το Δασαμάρι τότε...
και το Δασαμάρι σήμερα:
Τι έγινε έκτοτε; Απ' τη μια μεριά, η κεντρική και η τοπική διοίκηση -του καλλικρατικού δήμου Ραφήνας πλέον- που όχι μόνο δεν προχώρησαν σε αναδασώσεις των καμένων δασικών εκτάσεων αλλά συμπράττουν με αυτούς που σχεδιάζουν αποχαρακτηρισμούς για την «αποτίναξη του δασικού χαρακτήρα» και τη «μεταβολή δασικής μορφής εκτάσεων»...
Κι απ' την άλλη μεριά, κάτοικοι της περιοχής που με τα δικά τους λιγοστά μέσα φυτεύουν, ποτίζουν, ξαναφυτεύουν και ξαναποτίζουν... επιμένοντας να κρατήσουν ζωντανό το βαριά πληγωμένο οικοσύστημα στο Δασαμάρι.
Ανατρέχοντας στο ιστολόγιο μπορεί να βρει κάποιος πολλά απ' όσα συνέβησαν έκτοτε. Και τα καλά και τα κακά. Δεν χρειάζεται να πούμε κάτι περισσότερο σήμερα.
Με όλες μας τις δυνάμεις, με κάθε μέσο, με πείσμα, με αληθινή ευαισθησία για το φυσικό μας περιβάλλον, θα συνεχίσουμε να βοηθάμε την αναγέννηση του «δάσους που λαχτάριζες...»
Το δάσος που λαχτάριζες...
Μερικά ποιήματα -βαθιές δημιουργίες, στέργια ευαίσθητων ανθρώπων-, σύμπας ταράζουν το είναι και συγκλονίζουν με τη δύναμη του πλιου λόγου, του τεντωτού, του πιστομητού... Μιλούν πέρα από το φαίνον, για τα συμβαίνοντα στην ψυχή, που θίγει η ανθρώπινη ενταφή. Έχουν λογισμό και θεώρηση κριτική για το ανύποπτο δράμα του κόσμου: να παραδέρνει αλλότριος και κακοπαθής στη φτόρα λιγοσύνη, που οι πράξες τ' ανθρώπου δημιούργησαν. Φτιάχνουν γι' αυτό, κλίμα Αισχύλιο κι αποδίδουν τραγικά, ως αποκάλυψη του ένδον, τη βλάβη της φυλής.
Ποίημα τέτοιο, εμβληματικό για το σκοπό του, είναι το «Δάσος» του Μιλτιάδη Μαλακάση, το οποίο παρατίθεται κατωτέρω και ακολουθεί κριτική του ανάλυση από τον ακαδημαϊκό Σπύρο Μελά («Ελληνική Δημιουργία», Ιαν. 1952). Είναι ποίημα του πρότερου καιρού (γράφτηκε το 1895), τότε που λυρικά κι απλονόητα εκφραζόταν ο δημιουργός, τότε που περσότερο ήταν τραγουδιστής κι ολιγώτερο ποιητής. Ο ίδιος ο Μαλακάσης το δεχόταν αυτό, δικαιολογούμενος: «Έχω τον τρόμο των Ιδεών». Κι ήθελε, επειδή ακριβώς είχε τον τρόμο των Ιδεών, την ποίηση τραγούδι [και ο Μελάς παρακάτου, αναφέρεται σε τραγούδι(α) του Μαλακάση, κι όχι σε ποίημα(τα)]. Την ήθελε πόνημα που να διαθέτει αίσθημα, το οποίο όμως, προκύπτει από τον, εις το βάθος, φιλοσοφικό του στοχασμό. Η ποίησή του ήταν συμβολική -ήταν εξάλλου από τους πρωτοπόρους του συμβολισμού στην Ελλάδα-, ιδιαίτερα συμβολική θα υποστηρίζαμε, αφού υποβάλλει την πραγματικότητα στον αναγνώστη ως αντανάκλαση της εσωτερικής υποκειμενικής πραγματικότητάς του και τού μεταβιβάζει το φιλοσοφικό του στοχασμό, χρησιμοποιώντας ως μέσο γι' αυτό το μουσικό στίχο.
Το στοχασμό του Μαλακάση στο «Δάσος» διέκρινε ο Σπύρος Μελάς πίσω από την απλή, λαγαρή σκέψη του ποιητή. το στοχασμό που τον φτιάχνει η ματιά και το νεύρο της ψυχής. Αυτόν μάς αποκαλύπτει στην ανάλυσή του. Ο νεοέλληνας, ο απομακρυνθείς από τα πλέρια κι υψηλά, αξίζει να διαισθανθεί την αξία των μικρών στιγμών, να ιδεί το μεγαλείο των απλών πραγμάτων που αποδίδονται στις ποιήσεις τούτων των τραγουδιστών, και να ενσκήψει πάνω στο λόγο τους, για να νοιώσει έγνοια για σειστά του βίου.
Το ποίημα
Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ.
*
Μια αυγινή, το κούρσεψαν
ανίδρωτοι λοτόμοι,
κι εκεί είναι τώρα δρόμοι
διαβάτη αποσπερνέ.
*
Το τρίσβαθο αναστέναγμα
που άγγιζε την καρδιά σου
κι έσπαε τα γόνατά σου
δε θα τ' ακούσεις πια,
*
το πήρανε στα διάπλατα
περίτρομα φτερά τους
και το 'καμαν λαλιά τους
τα νύχτια τα πουλιά.
*
Και κάτι που βραχνόκραζε
με μια φωνή ανθρώπου,
στο ημέρωμα του τόπου
βουβάθηκε κι αυτό.
*
Το σιγαλό τραγούδισμα
που σ' έσερνε διαβάτη
σε μαγικό παλάτι
δίχως ελπίδα αυγής,
*
το πήρανε -για κοίταξε-
στερνή ανατριχίλα
τα πεθαμένα φύλλα
που απόμειναν στη γης.
*
Κι η άρπα με τον ήχο της
που σε γλυκομεθούσε
μα κρύφια σου χτυπούσε
θανάτου μουσική,
*
χάθηκε με την άγγιχτη
που την κρατούσε κόρη,
στα πέλαγα, στα όρη,
να μην ξανακουστεί.
*
Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ,
*
γεννήκαν νεκροκρέβατα
τ' άγρια δεντρά του τώρα
και θα τα βρεις στη χώρα
διαβάτη αποσπερνέ.
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ.
*
Μια αυγινή, το κούρσεψαν
ανίδρωτοι λοτόμοι,
κι εκεί είναι τώρα δρόμοι
διαβάτη αποσπερνέ.
*
Το τρίσβαθο αναστέναγμα
που άγγιζε την καρδιά σου
κι έσπαε τα γόνατά σου
δε θα τ' ακούσεις πια,
*
το πήρανε στα διάπλατα
περίτρομα φτερά τους
και το 'καμαν λαλιά τους
τα νύχτια τα πουλιά.
*
Και κάτι που βραχνόκραζε
με μια φωνή ανθρώπου,
στο ημέρωμα του τόπου
βουβάθηκε κι αυτό.
*
Το σιγαλό τραγούδισμα
που σ' έσερνε διαβάτη
σε μαγικό παλάτι
δίχως ελπίδα αυγής,
*
το πήρανε -για κοίταξε-
στερνή ανατριχίλα
τα πεθαμένα φύλλα
που απόμειναν στη γης.
*
Κι η άρπα με τον ήχο της
που σε γλυκομεθούσε
μα κρύφια σου χτυπούσε
θανάτου μουσική,
*
χάθηκε με την άγγιχτη
που την κρατούσε κόρη,
στα πέλαγα, στα όρη,
να μην ξανακουστεί.
*
Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ,
*
γεννήκαν νεκροκρέβατα
τ' άγρια δεντρά του τώρα
και θα τα βρεις στη χώρα
διαβάτη αποσπερνέ.
Μια αυγινή το κούρσεψαν ανίδρωτοι λοτόμοι, | ...κι εκεί είναι τώρα δρόμοι διαβάτη αποσπερνέ. |
Η κριτική του Σπύρου Μελά
Καταγόμαστε από τους ίδιους τόπους με το Μαλακάση κι' ανήκουμε στην ίδια, πάνω-κάτω γενιά, μ' όλο, που όταν έβλεπα το φως του κόσμου στον Έπαχτο, αυτός είχε γράψει κιόλας τα πρώτα τραγούδια του. Η γνωριμία μας -η πνευματική, όχι η προσωπική, που ήρθε πολύ αργότερα- στάθηκε από τις πιο ευτυχισμένες. Βρισκόμουν απάνω στα πρώτα σκιρτήματα του νου και της καρδιάς, όταν έπεσε στα χέρια μου το «Δάσος» του. Αυτό το τραγούδι μού είχε φανεί σαν κάτι καινούργιο, σαν κάτι άλλο από τα γνώριμα ως τότε, όχι μονάχα για το αψεγάδιαστο συνταίριασμα της εξωτερικής με την εσωτερική μουσική του στίχου, αλλά για κάτι βαθύτερο πούκρυβε, σα σύμβολο, στο σύνολό του.
Τι είναι αυτό το «Δάσος»;... Σ' ένα πρώτο (κ' επιπόλαιο) κοίταγμα φαίνεται σαν θρήνος και νοσταλγία μιας φυσικής ομορφιάς, που κουρσεύτηκε από τους ανθρώπους. Όλες οι απόκοσμες φωνές από τα τρίσβαθα αναστενάγματα, η έρπα που γλυκομεθούσε, η νεράϊδα, που την κρατούσε στα δάκτυλά της, όλες οι ορασιές, όλο το φυσικό έργο των αιώνων, το κατοικημένο από θρύλους, αφανίστηκε... Κ' εκεί είναι τώρα δρόμοι (κάτι φαλακρό, πεζό και ίσιο), διαβάτη αποσπερνέ... Μα δε στάθηκα σ' αυτή την πρώτη εντύπωση ενός τραγουδιού που (ο λόγος το φέρνει) θα μπορούσε μια φιλοδασική εταιρία να το βάλει στα διδαχτικά βιβλία για να κινεί την αγάπη στο πράσινο.
Είδα σ' αυτό το σύμβολο, τη νοσταλγία και το θρήνο για όλες τις κουρσεμένες ομορφιές, όχι μονάχα στο φυσικό, μα και στον ψυχικό και τον ηθικό μας κόσμο -τον κόσμο της παράδοσης- που κι αυτός σαν το δάσος έχει βλαστήσει με νόμους προαιώνιους σ' επαφή με τη φύση και είναι γεμάτος μηνύματα και μυστικές φωνές και μακρυνά ανακρούσματα και ορασιές: Αυτόν τον κόσμο των περασμένων, που κούρσεψαν οι καινούργιες αξιώσεις, οι πραχτικές ανάγκες του υλικού πολιτισμού -οι οδοστρωτήρες, που ανοίγουν δρόμους...
Και στο ερώτημά μου το ενδόμυχο, αν έκανε στην πρόθεση του ποιητή ένα τέτοιο άπλωμα του συμβόλου, μου αποκρίθηκαν ρητά κάποιες λέξεις και κάποιοι στίχοι του τραγουδιού. Οι «ανίδρωτοι λoτόμοι» πρώτα... Γιατί «ανίδρωτοι»;... Στο στίχο χώραγε μια άλλη λέξη πιο εκφραστική. «Ανήλεοι»... Ανίδρωτοι όμως θέλει ο ποιητής -που είναι πολύ πιο βαθύς- γιατί δε δούλεψαν με τα χέρια τους για να κουρσέψουν το ιδεατό αυτό δάσος, αλλά με το νου. Οι αρνητές της ομορφιάς των περασμένων δεν κόπιασαν καθόλου να τις κουρσέψουν και να τις πατήσουν. Αλλά έρχεται το τετράστιχο του τέλους για την τύχη των αιωνόβιων δέντρων, που ρίχνει φως στο νόημα.
«Γενήκαν νεκροκρέβατα
τ' άγρια δεντρά του τώρα
και θα τα βρεις στη χώρα,
διαβάτη αποσπερνέ».
τ' άγρια δεντρά του τώρα
και θα τα βρεις στη χώρα,
διαβάτη αποσπερνέ».
Γιατί νεκροκρέβατα και όχι σκεπές σπιτιών, σκεπές ζωής, σεντούκια προικιών, κρεβάτια ερώτων και γεννήσεων; Γενήκαν νεκροκρέβατα -θέλει ο ποιητής- για τον ενταφιασμό κάθε φυσικής ομορφιάς, μέσα στη χώρα, που είναι ο θρίαμβος του τεχνητού, ο θάνατος της παλιάς, πρωτόρμητης ζωής.
Αργότερα, όταν ολοκλήρωσα την εντύπωσή μου από το έργο του Μαλακάση και όταν μ' άμετρη χαρά είδα να βάζει το «Δάσος» ανάμεσα στα τέσσερα τραγούδια, που ξεχώριζε απ' όλο το έργο του, στερεώθηκα στην αντίληψη, ότι αυτό το τραγούδι στάθηκε ο μακρυνός πρόλογος του «Τάκη Πλούμα» και του «Μπαταριά». Αυτή η νοσταλγία για τις κουρσεμένες φυσικές ομορφιές των περασμένων, που εκφράζει με τρόπο γενικό και αόριστο στο «Δάσος», την προσδιορίζει στα ολοκληρωμένα και πιο συγκεκριμένα σύμβολα της ώριμης δημιουργίας του, τον «Μπαταριά» και τον «Τάκη Πλούμα». Είναι και τα δυο σύμβολα της νοσταλγίας για την ηρωϊκή Ελλάδα, σύμβολα της έννοιας, που την εκπροσωπεί στην ειρηνική ζωή του Μεσολογγίου της εποχής του: της λεβεντιάς.
Και η ερμηνεία μου δεν είναι καθόλου αυθαίρετη. Ο ίδιος ο Μαλακάσης, όπως είδαμε, βάζει το «Δάσος» στα τραγούδια, που δεν είναι της υποκειμενικής του ζωής απαυγάσματα, παρά έκφραση συνολικών παλμών.
Γεννήκαν νεκροκρέβατα τ' άγρια δεντρά του τώρα, | ...και θα τα βρεις στη χώρα διαβάτη αποσπερνέ. |
του Αντώνιου Καπετάνιου
πηγή: GreekArchitects
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***