Έκπληξη προκάλεσε το γεγονός ότι σε μια «εργατούπολη» όπως είναι ο Πειραιάς και μια «αριστερή πόλη» όπως είναι ο Βόλος το εκλογικό αποτέλεσμα για τις δημοτικές αρχές ανάδειξε στο αξίωμα του δήμου δυο προέδρους ποδοσφαιρικών ομάδων με επίγειες και υπόγειες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η αντανακλαστική αντίδραση σαφώς και θεωρεί τα αποτελέσματα αυτά ως ένα φαινόμενο «υποχώρησης» της πολιτικής, συναφές του ίδιου φαινομένου που αποτυπώθηκε από τα υψηλά ποσοστά του κόμματος του «Ποταμιού». Η εμφάνιση επιχειρηματιών στην πολιτική όπως είναι ο Μαρινάκης, μαριονέτων τους όπως είναι η περίπτωση Μώραλη ή προσώπων υψηλής αναγνωρισιμότητας όπως ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Ηλίας Ψινάκης δεν είναι τελικά κάτι τόσο καινούριο όσο φαίνεται. Το αντίθετο. η αντικατάσταση των μέχρι πρότινος «επαγγελματιών της πολιτικής» από επιχειρηματίες και πάσης φύσεως διασημότητες είναι το φαινόμενο της μεταδημοκρατίας που βιώνουμε τα τελευταία 20 χρόνια η οποία, κατά κάποιο παράδοξο τρόπο, μάλλον αποκρυσταλλώνει με τον πλέον ωμό και απογυμνωμένο τρόπο τις πραγματικές διαστάσεις της σημερινής πολιτικής παρά την αναιρεί. Αυτό που αποσύρεται πραγματικά από το προσκήνιο δεν είναι τόσο το πλαίσιο της κυρίαρχης πολιτικής, όσο η κομματική διαμεσολάβησή της που υποτίθεται ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα επιδίωκε την ανακωχή της σύγκρουσης και τη συναίνεση μεταξύ «κεφαλαίου – εργασίας», «οικονομίας – φύσης», «ανταγωνισμού – συνεργατικότητας», «ατομικής ιδιοκτησίας – συλλογικής ιδιοχρησίας», «κερδοσκοπικής πρωτοβουλίας – δημόσιας πρόνοιας» και ούτω καθεξής.
Η μόνη διαφορά μεταξύ του να διοικεί τον Δήμο ένας πολιτικός τον οποίο ο λαός εκλέγει νομίζοντας ότι τον εκπροσωπεί ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της οικονομικής τάξης (βλ. την περίπτωση Πάχτα στον Δήμο Αριστοτέλη) και του να διοικεί τον Δήμο η ίδια η οικονομική ελίτ απευθείας, απροκάλυπτα και με απολύτως νόμιμο τρόπο βρίσκεται στη σημειολογική αυταπάτη περί δήθεν αδέσμευτων πολιτικών από οικονομικά συμφέροντα. Εξάλλου, το πλέον σύνηθες φαινόμενο της αστικής διακυβέρνησης για όλο τον 19ο αι. και για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αι. ήταν την πολιτική εκπροσώπηση της αστικής τάξης να την αναλαμβάνουν αυτοί οι ίδιοι που κατείχαν τον πλούτο. Οι φτωχοί νεοπλήβειοι, οι ακτήμονες και οι προλετάριοι, αν και χειραφετημένοι πολίτες, δεν είχαν καν το δικαίωμα του «άρχειν» και του «εκλέγειν». Υπ’ αυτή την έννοια, το σχόλιο του γερο-Μαρξ ότι «το Κράτος είναι το όργανο της άρχουσας τάξης» δεν συνιστούσε κάποιου είδους φιλοσοφικό αφορισμό αλλά μάλλον αποτύπωνε με τον πλέον ρεαλιστικό τρόπο τον ρόλο της πολιτικής εξουσίας κατά τον 19ο αι. Επομένως, το επιχείρημα των εγγλέζων λόρδων ότι «ο οικονομικά δυνατός είναι ο απόλυτα ικανός να διαχειρίζεται την εξουσία» μοιάζει να επιστρέφει στη σύγχρονη μεταδημοκρατική εποχή μέσα από την υπόθεση ότι «η εξουσία είναι ζήτημα τεχνοκρατικής διαχείρισης και όχι ζήτημα πολιτικής διαβούλευσης» και ότι, ως εκ τούτου, η πολιτική είναι μια πολύ σπουδαία οικονομική υπόθεση και έχει αρκετό ψωμί για να αφεθεί στα χέρια των πολιτικών –ακόμη περισσότερο, στα χέρια των ίδιων των πολιτών! Άρα, καταλληλότεροι για να την αναλάβουν είναι οι «τεχνικοί της οικονομίας» ή οι «άνθρωποι της αγοράς» οι οποίοι σίγουρα κατέχουν και την απαραίτητη γνώση και εμπειρία στις διαπραγματεύσεις και στην οικονομική αποδοτικότητα. Άλλωστε η παρουσία της Τρόικας στην Ελλάδα αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο δεν έχει;
Έτσι λοιπόν η παρουσία των Μπέου-Μαρινάκη στα δημοτικά πράγματα είναι περισσότερο αποτέλεσμα της εθνικής πολιτικής κατάστασης στην κεντρική σκηνή παρά ένα ξεχωριστό φαινόμενο που ξεπήδησε στην αυτοδιοίκηση και ούτε θα πρέπει να μας ξαφνιάζει, ούτε αποτελεί κάποιο νέο χαρακτηριστικό. Τρανό παράδειγμα είναι ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης όπου κι αυτός εδώ και χρόνια παρουσιάζεται ως «ακομμάτιστος» και φυσικά ως «επιτυχημένος επιχειρηματίας» (και όχι ως «πολιτικός»). Απλά με τον Μπουτάρη οι απανταχού εναλλακτικοί «ριζοσπάστες» δείχνουν να μην έχουν και τρομερό πρόβλημα μιας και η δική του επιχειρηματικότητα έχει να κάνει περισσότερο με την κατασκευή ενός τουριστικού μεγα-θέρετρου, μιας μεταμοντέρνας κοσμοπόλεως με φεστιβάλ, gay parades, εθνοτουρισμό και non-stop party. Οι απανταχού ενστάσεις επομένως για τους Μπέο, Μώραλη, Μαρινάκη έχουν να κάνουν περισσότερο με τα κοινωνικά τους φρονήματα, παρά με το γεγονός ότι βλέπουν την πόλη ως φιλέτο επιχειρηματικότητας. Αυτό το τελευταίο μάλιστα θεωρείται μάλλον για πολλούς ως de facto και ότι κάπως έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται η σύγχρονη πόλη αν θέλει να επιβιώσει από την κατάρρευση του θεραπευτικού Κράτους που προσέφερε μια πολεοδομική συνοχή. Έτσι περνάμε απ' το αρχιτεκτονικό μοντέλο του le Corbusier για την πόλη, όπου σκοπός του ήταν οι φτωχοί και τα κατώτερα και αποκλεισμένα στρώματα να έχουν ένα μίνιμουμ αξιοπρεπούς διαβίωσης (π.χ. στέγαση) και συνοχής (π.χ. γειτονιά), στο μοντέλο του Rem Koolhaas όπου η πόλη γίνεται κατεξοχήν μια μεγάλη επιχείρηση και οι κάτοικοι οφείλουν να γίνονται όλο και πιο διαδραστικοί με την αλλοτρίωσή τους και να διασκεδάζουν κιόλας μ’ αυτήν.
Τα ίδια περίπου θα μπορούσαμε να πούμε και για τον έτερο «ακομμάτιστο» και «ανένταχτο» Καμίνη ο οποίος, ως όψιμος καταστασιακός (το σύνθημα του για τις δημοτικές εκλογές ήταν «το δικαίωμα στην πόλη»!), πλασάρεται ως ο καταλληλότερος για να κάνει την Αθήνα μια πρωτεύουσα σέξι, εναλλακτικής κατανάλωσης και υπέρ-νεωτερικής αισθητικής. Δεν είναι τυχαίο που ξήλωσε όλα τα παγκάκια προκειμένου να μην κοιμούνται οι άστεγοι γιατί προφανώς κάτι τέτοιο χαλάει την «εικόνα της Αθήνας». Η διαφορά με τον Καμίνη είναι ότι σίγουρα δεν μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία του ανεξάρτητου και αυτοδημιούργητου επιχειρηματία αλλά του κρατικοδίαιτου υπαλλήλου.
Είτε μιλάμε επομένως για τους Μώραλη-Μαρινάκη, Μπέο είτε για τον Μπουτάρη και τον Ψινάκη, μια νέα αντίληψη γεννιέται για τις πόλεις: ότι τα προβλήματα της καθημερινότητάς μας δεν είναι ικανοί να τα λύσουν οι πολιτικοί.
Η πόλη, στην εποχή που το έθνος-κράτος φθίνει και γίνεται παγκόσμιο (δηλαδή νομιμοποιεί την εξουσία του απ' τις διεθνείς δομές διακυβέρνησης και όχι απ' το έθνος-λαό), φαίνεται να γίνεται απ' τη μία η παραγωγική βάση του γερασμένου καπιταλισμού ή/και η αποθήκη και ο κόμβος της ροής των κεφαλαίων και απ' την άλλη ένας τόπος πρωτο-πολιτικής ζύμωσης, επανακάλυψης της πολιτικής δράσης και των αρετών του πολίτη καθώς και αποαποικιοποίησης του συλλογικού φαντασιακού απ' τις περιπέτειες της ανάθεσης της εξουσίας στις επαγγελματικές τάξεις. Το θέμα είναι εμείς, ως κάτοικοι και δημότες των πόλεων, ποια στάση θα κρατήσουμε και ποια λογική θα προκρίνουμε τώρα που το Κράτος δείχνει οριστικά να υποχωρεί ως πάροχος δημόσιας πρόνοιας και κοινωνικής ένταξης. Τώρα λοιπόν που η πολιτική σύγκρουση κορυφώνεται και αρχίζει να πραγματώνεται με τα πλέον αρχέγονα μέσα, με «ψωμί και παντεσπάνι», θα αντικαταστήσουμε την διαμεσολαβημένη πολιτική με την απευθείας εξουσία των κεφαλαιοκρατών και των μαφιόζων που μυρίστηκαν ανθρώπινο κρέας προς στυγνή εκμετάλλευση ή με την εξουσία του ίδιου του δήμου, με τα sections, τα δημοβούλια και τις Κομμούνες που θα προκύψουν μέσα από τις λαϊκές εξεγέρσεις;
Έχοντας αυτά κατά νου, θεωρούμε ότι στην πόλη θα παιχτεί, κατά την άποψη μας, η κοινωνική σύγκρουση του 21ου αιώνα, όπως ήδη δειλά-δειλά αρχίζει να φαίνεται τόσο στη χάρτα των δήμων της Ελλάδας όσο και στην εκλογική ή πολιτική στάση των δημοτών. Δεν είναι τυχαίο όπου στην εκλογή δημάρχων και περιφερειαρχών προτιμήθηκαν σε σημαντικό (αν και μειοψηφικό) βαθμό όσοι αυτό-πλασαρίστηκαν ως ανεξάρτητοι ή αντάρτες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, παρόλο που ο μηντιακός λόγος το θάβει ως είδηση, αυτές οι δημοτικές εκλογές είχαν να επιδείξουν την πραγματική ανατροπή. Δεν είναι μόνο η παρουσία των Μπέο και Μαρινάκη που το απεχθές ποιόν τους καθορίζει κατά κάποιο τρόπο την γενική εικόνα των εντυπώσεών μας˙ είναι και οι πολύ σημαντικές ανατροπές σε διάφορους δήμους όπως στον Δήμο Αριστοτέλη με τον Γιάννη Μίχο όπου, πέρα από τις ενστάσεις μας για το πολιτικό του πρόγραμμα και πως ο ίδιος αντιμετωπίζει το δημοτικό αξίωμα, είναι αναπόφευκτα ένας υποψήφιος βγαλμένος από τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες του ίδιου του τοπικού πληθυσμού. Πολύ σημαντική ανατροπή πέτυχε ο Σύριος Ναμπίλ Μοράντ που εξελέγη δήμαρχος Ανδραβίδας-Κυλλήνης (περιοχή Μανωλάδας), ο υποστηριζόμενος από το ΚΚΕ επερχόμενος δήμαρχος Πατρέων Πελετίδης Κωνσταντίνος, ο ανεξάρτητος υποψήφιος για δήμαρχος με τη «Δημοτική Ενωτική Κίνηση Σπάρτης» και νικητής των δημοτικών εκλογών Βαλιώτης Ευάγγελος (με ξεκάθαρα αριστερό παρελθόν εφόσον το 2010 συμμετείχε στις δημοτικές εκλογές με τη «Λαϊκή Συσπείρωση» του ΚΚΕ) καθώς και οι επερχόμενοι δήμαρχοι Κασσαβός Ιωάννης και Λευτέρης Ιωαννίδης των συνεργασιών Οικολόγων/Σύριζα σε Αχαρνές («ΑχαρΝΑΙ – Ενεργοί Πολίτες») και Κοζάνη («Κοζάνη τόπος να ζεις»). Κυρίως όμως για εμάς το πιο ελπιδοφόρο γεγονός που σηματοδοτεί αυτή την στροφή στα δημοτικά και την ελπίδα για ένα πραγματικά δημοκρατικό δημοτικό κίνημα είναι η πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα εμφάνιση δεκάδων αμεσοδημοκρατικών συνδυασμών στη χώρα με συμμετοχή πλέον στα δημοτικά συμβούλια. Στη Δημοτοπία, με βάση τα κριτήρια μας, ήδη παρακολουθούμε και καταγράφουμε την πορεία 15 συνδυασμών με ρητές αναφορές στην άμεση δημοκρατία.
Με την είσοδο του 21ου αιώνα μια νέα πολιτική σύγκρουση ανατέλλει: αυτή της δημοκρατίας ενάντια στην ολιγαρχία, της κοινής ευπρέπειας ενάντια στον καπιταλισμό ή αλλιώς αυτή της προοπτικής της ζωής κόντρα στην καταστροφή. Θέατρο αυτής της σύγκρουσης –που θα σηματοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό και την εξέλιξη της και αρχίζει να γίνεται όλο και πιο φανερό ότι– θα είναι οι ίδιες οι πόλεις και ο δημότης καλείται να αναλάβει αυτός ο ίδιος να καθορίσει με τον Α' ή Β' τρόπο πώς θα απαλλαγεί απ' την πολιτική του Κράτους.
Η μόνη διαφορά μεταξύ του να διοικεί τον Δήμο ένας πολιτικός τον οποίο ο λαός εκλέγει νομίζοντας ότι τον εκπροσωπεί ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της οικονομικής τάξης (βλ. την περίπτωση Πάχτα στον Δήμο Αριστοτέλη) και του να διοικεί τον Δήμο η ίδια η οικονομική ελίτ απευθείας, απροκάλυπτα και με απολύτως νόμιμο τρόπο βρίσκεται στη σημειολογική αυταπάτη περί δήθεν αδέσμευτων πολιτικών από οικονομικά συμφέροντα. Εξάλλου, το πλέον σύνηθες φαινόμενο της αστικής διακυβέρνησης για όλο τον 19ο αι. και για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αι. ήταν την πολιτική εκπροσώπηση της αστικής τάξης να την αναλαμβάνουν αυτοί οι ίδιοι που κατείχαν τον πλούτο. Οι φτωχοί νεοπλήβειοι, οι ακτήμονες και οι προλετάριοι, αν και χειραφετημένοι πολίτες, δεν είχαν καν το δικαίωμα του «άρχειν» και του «εκλέγειν». Υπ’ αυτή την έννοια, το σχόλιο του γερο-Μαρξ ότι «το Κράτος είναι το όργανο της άρχουσας τάξης» δεν συνιστούσε κάποιου είδους φιλοσοφικό αφορισμό αλλά μάλλον αποτύπωνε με τον πλέον ρεαλιστικό τρόπο τον ρόλο της πολιτικής εξουσίας κατά τον 19ο αι. Επομένως, το επιχείρημα των εγγλέζων λόρδων ότι «ο οικονομικά δυνατός είναι ο απόλυτα ικανός να διαχειρίζεται την εξουσία» μοιάζει να επιστρέφει στη σύγχρονη μεταδημοκρατική εποχή μέσα από την υπόθεση ότι «η εξουσία είναι ζήτημα τεχνοκρατικής διαχείρισης και όχι ζήτημα πολιτικής διαβούλευσης» και ότι, ως εκ τούτου, η πολιτική είναι μια πολύ σπουδαία οικονομική υπόθεση και έχει αρκετό ψωμί για να αφεθεί στα χέρια των πολιτικών –ακόμη περισσότερο, στα χέρια των ίδιων των πολιτών! Άρα, καταλληλότεροι για να την αναλάβουν είναι οι «τεχνικοί της οικονομίας» ή οι «άνθρωποι της αγοράς» οι οποίοι σίγουρα κατέχουν και την απαραίτητη γνώση και εμπειρία στις διαπραγματεύσεις και στην οικονομική αποδοτικότητα. Άλλωστε η παρουσία της Τρόικας στην Ελλάδα αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο δεν έχει;
Έτσι λοιπόν η παρουσία των Μπέου-Μαρινάκη στα δημοτικά πράγματα είναι περισσότερο αποτέλεσμα της εθνικής πολιτικής κατάστασης στην κεντρική σκηνή παρά ένα ξεχωριστό φαινόμενο που ξεπήδησε στην αυτοδιοίκηση και ούτε θα πρέπει να μας ξαφνιάζει, ούτε αποτελεί κάποιο νέο χαρακτηριστικό. Τρανό παράδειγμα είναι ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης όπου κι αυτός εδώ και χρόνια παρουσιάζεται ως «ακομμάτιστος» και φυσικά ως «επιτυχημένος επιχειρηματίας» (και όχι ως «πολιτικός»). Απλά με τον Μπουτάρη οι απανταχού εναλλακτικοί «ριζοσπάστες» δείχνουν να μην έχουν και τρομερό πρόβλημα μιας και η δική του επιχειρηματικότητα έχει να κάνει περισσότερο με την κατασκευή ενός τουριστικού μεγα-θέρετρου, μιας μεταμοντέρνας κοσμοπόλεως με φεστιβάλ, gay parades, εθνοτουρισμό και non-stop party. Οι απανταχού ενστάσεις επομένως για τους Μπέο, Μώραλη, Μαρινάκη έχουν να κάνουν περισσότερο με τα κοινωνικά τους φρονήματα, παρά με το γεγονός ότι βλέπουν την πόλη ως φιλέτο επιχειρηματικότητας. Αυτό το τελευταίο μάλιστα θεωρείται μάλλον για πολλούς ως de facto και ότι κάπως έτσι πρέπει να αντιμετωπίζεται η σύγχρονη πόλη αν θέλει να επιβιώσει από την κατάρρευση του θεραπευτικού Κράτους που προσέφερε μια πολεοδομική συνοχή. Έτσι περνάμε απ' το αρχιτεκτονικό μοντέλο του le Corbusier για την πόλη, όπου σκοπός του ήταν οι φτωχοί και τα κατώτερα και αποκλεισμένα στρώματα να έχουν ένα μίνιμουμ αξιοπρεπούς διαβίωσης (π.χ. στέγαση) και συνοχής (π.χ. γειτονιά), στο μοντέλο του Rem Koolhaas όπου η πόλη γίνεται κατεξοχήν μια μεγάλη επιχείρηση και οι κάτοικοι οφείλουν να γίνονται όλο και πιο διαδραστικοί με την αλλοτρίωσή τους και να διασκεδάζουν κιόλας μ’ αυτήν.
Τα ίδια περίπου θα μπορούσαμε να πούμε και για τον έτερο «ακομμάτιστο» και «ανένταχτο» Καμίνη ο οποίος, ως όψιμος καταστασιακός (το σύνθημα του για τις δημοτικές εκλογές ήταν «το δικαίωμα στην πόλη»!), πλασάρεται ως ο καταλληλότερος για να κάνει την Αθήνα μια πρωτεύουσα σέξι, εναλλακτικής κατανάλωσης και υπέρ-νεωτερικής αισθητικής. Δεν είναι τυχαίο που ξήλωσε όλα τα παγκάκια προκειμένου να μην κοιμούνται οι άστεγοι γιατί προφανώς κάτι τέτοιο χαλάει την «εικόνα της Αθήνας». Η διαφορά με τον Καμίνη είναι ότι σίγουρα δεν μπορεί να ενταχθεί στην κατηγορία του ανεξάρτητου και αυτοδημιούργητου επιχειρηματία αλλά του κρατικοδίαιτου υπαλλήλου.
Είτε μιλάμε επομένως για τους Μώραλη-Μαρινάκη, Μπέο είτε για τον Μπουτάρη και τον Ψινάκη, μια νέα αντίληψη γεννιέται για τις πόλεις: ότι τα προβλήματα της καθημερινότητάς μας δεν είναι ικανοί να τα λύσουν οι πολιτικοί.
Και απ' αυτή την αντίληψη αναδύονται δύο αντικρουόμενες τάσεις: αυτή που έχει αναφορά την αυτόνομη και δημιουργική δράση της ίδιας της κοινωνίας και ισχυρίζεται ότι τα προβλήματα θα τα λύσουμε εμείς οι ίδιοι οι δημότες μόνοι μας, και η άλλη τάση, η απολιτίκ και μεταδημοκρατική, που λέει ότι τα προβλήματα θα τα λύσουν οι «άνθρωποι της αγοράς», οι μεγαλο-επιχειρηματίες, οι εφοπλιστές και οι εκβιαστές.
Απ’ τη μία δηλαδή οι συνελεύσεις γειτονιάς, τα κινήματα των πλατειών, τα τοπικά δημοψηφίσματα, τα δίκτυα αλληλεγγύης και κοινωνικής οικονομίας, οι αυτόνομοι συνδικαλιστικοί αγώνες σε διάφορους εργασιακούς κλάδους, η «αντάρτικη» τέχνη στους δρόμους, οι κοινωνικοί χώροι και η αξιοποίηση των εγκαταλειμμένων κτιρίων προς όφελος της κοινωνίας και απ’ την άλλη, οι πάσης φύσεως επιχειρηματικοί άρχοντες που, στον βωμό του κέρδους, δεν θα διστάσουν να μετατρέψουν τον δημόσιο χώρο σε μια έρημο, να καταστρέψουν ολόκληρες κοινότητες ωσάν σύγχρονοι κονκισταδόρες που αναζητούν χρυσάφι ή, στην καλύτερη, να προωθήσουν μια «τουριστική αντίληψη περί της πολιτικής» με άρτο και θεάματα, φουτμπώλ, GrandPrix, γυμνές ποδηλατοδρομίες και τους κατοίκους της πόλης ως μια μάζα από γκαρσόνια να υπηρετεί τους εκατομμυριούχους νομάδες που θα βγαίνουν απ’ τα κρουαζιερόπλοια για να βολτάρουν στους ναούς της κατανάλωσης και της βιομηχανικής διασκέδασης.
Απ’ τη μία δηλαδή οι συνελεύσεις γειτονιάς, τα κινήματα των πλατειών, τα τοπικά δημοψηφίσματα, τα δίκτυα αλληλεγγύης και κοινωνικής οικονομίας, οι αυτόνομοι συνδικαλιστικοί αγώνες σε διάφορους εργασιακούς κλάδους, η «αντάρτικη» τέχνη στους δρόμους, οι κοινωνικοί χώροι και η αξιοποίηση των εγκαταλειμμένων κτιρίων προς όφελος της κοινωνίας και απ’ την άλλη, οι πάσης φύσεως επιχειρηματικοί άρχοντες που, στον βωμό του κέρδους, δεν θα διστάσουν να μετατρέψουν τον δημόσιο χώρο σε μια έρημο, να καταστρέψουν ολόκληρες κοινότητες ωσάν σύγχρονοι κονκισταδόρες που αναζητούν χρυσάφι ή, στην καλύτερη, να προωθήσουν μια «τουριστική αντίληψη περί της πολιτικής» με άρτο και θεάματα, φουτμπώλ, GrandPrix, γυμνές ποδηλατοδρομίες και τους κατοίκους της πόλης ως μια μάζα από γκαρσόνια να υπηρετεί τους εκατομμυριούχους νομάδες που θα βγαίνουν απ’ τα κρουαζιερόπλοια για να βολτάρουν στους ναούς της κατανάλωσης και της βιομηχανικής διασκέδασης.
Η πόλη, στην εποχή που το έθνος-κράτος φθίνει και γίνεται παγκόσμιο (δηλαδή νομιμοποιεί την εξουσία του απ' τις διεθνείς δομές διακυβέρνησης και όχι απ' το έθνος-λαό), φαίνεται να γίνεται απ' τη μία η παραγωγική βάση του γερασμένου καπιταλισμού ή/και η αποθήκη και ο κόμβος της ροής των κεφαλαίων και απ' την άλλη ένας τόπος πρωτο-πολιτικής ζύμωσης, επανακάλυψης της πολιτικής δράσης και των αρετών του πολίτη καθώς και αποαποικιοποίησης του συλλογικού φαντασιακού απ' τις περιπέτειες της ανάθεσης της εξουσίας στις επαγγελματικές τάξεις. Το θέμα είναι εμείς, ως κάτοικοι και δημότες των πόλεων, ποια στάση θα κρατήσουμε και ποια λογική θα προκρίνουμε τώρα που το Κράτος δείχνει οριστικά να υποχωρεί ως πάροχος δημόσιας πρόνοιας και κοινωνικής ένταξης. Τώρα λοιπόν που η πολιτική σύγκρουση κορυφώνεται και αρχίζει να πραγματώνεται με τα πλέον αρχέγονα μέσα, με «ψωμί και παντεσπάνι», θα αντικαταστήσουμε την διαμεσολαβημένη πολιτική με την απευθείας εξουσία των κεφαλαιοκρατών και των μαφιόζων που μυρίστηκαν ανθρώπινο κρέας προς στυγνή εκμετάλλευση ή με την εξουσία του ίδιου του δήμου, με τα sections, τα δημοβούλια και τις Κομμούνες που θα προκύψουν μέσα από τις λαϊκές εξεγέρσεις;
Έχοντας αυτά κατά νου, θεωρούμε ότι στην πόλη θα παιχτεί, κατά την άποψη μας, η κοινωνική σύγκρουση του 21ου αιώνα, όπως ήδη δειλά-δειλά αρχίζει να φαίνεται τόσο στη χάρτα των δήμων της Ελλάδας όσο και στην εκλογική ή πολιτική στάση των δημοτών. Δεν είναι τυχαίο όπου στην εκλογή δημάρχων και περιφερειαρχών προτιμήθηκαν σε σημαντικό (αν και μειοψηφικό) βαθμό όσοι αυτό-πλασαρίστηκαν ως ανεξάρτητοι ή αντάρτες. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι, παρόλο που ο μηντιακός λόγος το θάβει ως είδηση, αυτές οι δημοτικές εκλογές είχαν να επιδείξουν την πραγματική ανατροπή. Δεν είναι μόνο η παρουσία των Μπέο και Μαρινάκη που το απεχθές ποιόν τους καθορίζει κατά κάποιο τρόπο την γενική εικόνα των εντυπώσεών μας˙ είναι και οι πολύ σημαντικές ανατροπές σε διάφορους δήμους όπως στον Δήμο Αριστοτέλη με τον Γιάννη Μίχο όπου, πέρα από τις ενστάσεις μας για το πολιτικό του πρόγραμμα και πως ο ίδιος αντιμετωπίζει το δημοτικό αξίωμα, είναι αναπόφευκτα ένας υποψήφιος βγαλμένος από τις αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες του ίδιου του τοπικού πληθυσμού. Πολύ σημαντική ανατροπή πέτυχε ο Σύριος Ναμπίλ Μοράντ που εξελέγη δήμαρχος Ανδραβίδας-Κυλλήνης (περιοχή Μανωλάδας), ο υποστηριζόμενος από το ΚΚΕ επερχόμενος δήμαρχος Πατρέων Πελετίδης Κωνσταντίνος, ο ανεξάρτητος υποψήφιος για δήμαρχος με τη «Δημοτική Ενωτική Κίνηση Σπάρτης» και νικητής των δημοτικών εκλογών Βαλιώτης Ευάγγελος (με ξεκάθαρα αριστερό παρελθόν εφόσον το 2010 συμμετείχε στις δημοτικές εκλογές με τη «Λαϊκή Συσπείρωση» του ΚΚΕ) καθώς και οι επερχόμενοι δήμαρχοι Κασσαβός Ιωάννης και Λευτέρης Ιωαννίδης των συνεργασιών Οικολόγων/Σύριζα σε Αχαρνές («ΑχαρΝΑΙ – Ενεργοί Πολίτες») και Κοζάνη («Κοζάνη τόπος να ζεις»). Κυρίως όμως για εμάς το πιο ελπιδοφόρο γεγονός που σηματοδοτεί αυτή την στροφή στα δημοτικά και την ελπίδα για ένα πραγματικά δημοκρατικό δημοτικό κίνημα είναι η πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα εμφάνιση δεκάδων αμεσοδημοκρατικών συνδυασμών στη χώρα με συμμετοχή πλέον στα δημοτικά συμβούλια. Στη Δημοτοπία, με βάση τα κριτήρια μας, ήδη παρακολουθούμε και καταγράφουμε την πορεία 15 συνδυασμών με ρητές αναφορές στην άμεση δημοκρατία.
Με την είσοδο του 21ου αιώνα μια νέα πολιτική σύγκρουση ανατέλλει: αυτή της δημοκρατίας ενάντια στην ολιγαρχία, της κοινής ευπρέπειας ενάντια στον καπιταλισμό ή αλλιώς αυτή της προοπτικής της ζωής κόντρα στην καταστροφή. Θέατρο αυτής της σύγκρουσης –που θα σηματοδοτήσει σε μεγάλο βαθμό και την εξέλιξη της και αρχίζει να γίνεται όλο και πιο φανερό ότι– θα είναι οι ίδιες οι πόλεις και ο δημότης καλείται να αναλάβει αυτός ο ίδιος να καθορίσει με τον Α' ή Β' τρόπο πώς θα απαλλαγεί απ' την πολιτική του Κράτους.
Το στοίχημα είναι προς ποια κατεύθυνση…
Πηγή: Δημοτοπία
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***