Ενάντια στης φύσης τη λεηλασία, αγώνας για τη γη και την ελευθερία

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2025

Απόψεις για τη διαχείριση των θερμόφιλων μεσογειακών μας δασών (συνέχεια)

Απόψεις για τη διαχείριση των θερμόφιλων μεσογειακών μας δασών (συνέχεια)

Δρ Γεώργιος Καρέτσος
Δασολόγος, τ. ερευνητής ΙΜΔΟ

Είναι γνωστό στον δασικό κόσμο ότι τα δάση χαλεπίου και τραχείας πεύκης βρίσκονται για πολλά χρόνια εκτός διαχείρισης. Εάν, εν τω μεταξύ, αναφερθούμε σε μορφές δασών που συγκροτούνται από αείφυλλα πλατύφυλλα, μεταβατικές ζώνες αειφύλλων και φυλλοβόλων θαμνώδους κυρίως μορφής και φρυγανικά οικοσυστήματα, αυτά δεν έχουν υποστεί ποτέ κάποιες πρακτικές δασικής διαχείρισης. Όπως γνωρίζουμε οι απόφοιτοι της δασολογικής σχολής του ΑΠΘ τουλάχιστον, ποτέ δεν διδαχτήκαμε διαχείριση τέτοιας μορφής δασών. Οι περισσότερες πρακτικές που ασκούσε η Δασική Υπηρεσία σε αντίστοιχες περιοχές περιοριζόταν στον έλεγχο και την προστασία από τις φωτιές και τη βόσκηση, στην σύνταξη πινάκων υλοτομίας για παραγωγή κυρίως ξυλανθράκων, αντιδιαβρωτικά έργα στις κοίτες των χειμάρρων παλαιότερα (και πρόσφατα μετά από τις μεγάλες πυρκαγιές) και ρύθμιση εμπραγμάτων δικαιωμάτων μεταξύ δημοσίου, νομικών προσώπων και πολιτών. Η λειτουργία αυτών των οικοσυστημάτων παραμένει εν πολλοίς άγνωστη από το δασολογικό κόσμο και η όποια εμπειρία των παλαιοτέρων δασολόγων έχει χαθεί, δεδομένου ότι τα αντίστοιχα Δασαρχεία εδώ και κάποιες δεκαετίες δεν ασκούν εργασίες υπαίθρου πλην των αναδασώσεων και της γενικότερης εποπτείας διοικητικής και νομικής κυρίως φύσης ως προς το ιδιοκτησιακό καθεστώς.

Τα δάση της χαλεπίου και της τραχείας και μικτά δάση κυπαρισσιού και τραχείας (Σάμος και Ρόδος) διαχειριζόταν έως τα μέσα της δεκαετίας του 1970 για την παραγωγή ξύλου για τις ανάγκες της ναυπηγικής κυρίως και λιγότερο της οικοδομικής, λόγω της κακής ποιότητας της ξυλείας για οικοδομική χρήση, με μόνη ίσως εξαίρεση της βόρειας Εύβοιας, όπου η χαλέπιος βρίσκεται ή βρισκόταν πριν την πυρκαγιά, στο άριστο της ανάπτυξής της. Η διαχείρισή τους στηριζόταν σε διαχειριστικές μελέτες παλιότερων φυσικά προδιαγραφών. Οι διαχειριστικές αυτές μελέτες δεν ήταν κακές, γιατί η φιλοσοφία της Ελληνικής Δασοπονίας διαπνέονταν και συνεχίζει να διαπνέεται από τις αρχές της αειφορίας, με επιλογικές υλοτομίες και χωρίς τη διάσπαση του δασογενούς περιβάλλοντος. Υστερούσαν βέβαια στην αντίληψη για τις άλλες μορφές βλάστησης και δεν αναφερόταν στις εκτιμήσεις της βιοποικιλότητας, αντιλήψεις που ενσωματώθηκαν πολύ αργότερα στο θεσμικό μας πλαίσιο. Έως τότε και σχετικά πρόσφατα, η συνοδός χλωρίδα του δάσους, αναφερόταν επιγραμματικά στις διαχειριστικές μελέτες και πολλές φορές με ερασιτεχνισμό. Επιγραμματικά αναφερόταν και άλλες μορφές ζωής, όπως τα ζώα και τα πουλιά αλλά μόνον ως στοιχεία της δασοβιοκοινότητας, χωρίς αναφορές στις σχέσεις ζώων και ενδιαιτήματος. Πολύ περισσότερο δεν κατέληγαν σε διαχειριστικά μέτρα που να ευνοούσαν μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ τους. Αρκούσε δηλαδή η εξασφάλιση του δασογενούς χαρακτήρα γενικώς. Ωστόσο, με αυτές τις πρακτικές διαχείρισης διατηρήθηκε η φυσικότητα των δασικών μας συμπλεγμάτων.

Οι νέες τεχνικές προδιαγραφές για τις Διαχειριστικές Μελέτες είναι μεν βελτιωμένες και περιλαμβάνουν περισσότερα δεδομένα περιβάλλοντος, ενσωματώνουν νεότερους νόμους, κανονισμούς και οδηγίες της ΕΕ, παραμένουν κατάλληλες για παραγωγικά και οικονομικού ενδιαφέροντος δάση αλλά συνεχίζουν να αδυνατούν να εκφράσουν τις απαιτήσεις διαχείρισης των λεγόμενων Δασικών Εκτάσεων και των Μεσογειακών Δασών γενικότερα, δηλαδή τις μορφές βλάστησης του Θερμομεσογειακού ή Ευμεσογειακού κατά άλλους, ορόφου βλάστησης. Αυτό συμβαίνει διότι οι προδιαγραφές εκπονήθηκαν από μία δράκα συναδέλφων της Γενικής Διεύθυνσης Δασών, χωρίς καμία διαβούλευση με Πανεπιστήμια ή Ερευνητικά Ιδρύματα, που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την αντίληψη διαχείρισης αυτών των ιδιαίτερων οικοσυστημάτων, που οι λειτουργίες τους παραμένουν εν πολλοίς άγνωστες. Πολύ περισσότερο βέβαια υστερούν όταν δεν υπάρχει καμιά εμπειρία και δεν πρόκειται για διαχείριση υψηλού παραγωγικού δάσους, που αποβλέπει σε κάποιο οικονομικό αποτέλεσμα.

Ας ανατρέξουμε όμως με σχετική συντομία στη λειτουργία αυτών των θερμομεσογειακών οικοσυστημάτων για μια γενική γνωριμία. Βασικό χαρακτηριστικό αυτών των δασικών σχηματισμών είναι η πλέον έντονη έκφραση της ανθρωπογενούς επίδρασης. Εδώ και δέκα χιλιετίες περίπου, ο χώρος αυτός έχει υποστεί την ανθρώπινη παρουσία δειλά στην αρχή και βαθμιαία με εντονότερο τρόπο προς το σήμερα. Εδώ έχουν αναπτυχθεί ακμαίοι πολιτισμοί και ήταν ένας χώρος θεάτρου πολέμων, μετακινήσεων πληθυσμών και συνεχών ανακατατάξεων. Οι ενδότερες περιοχές της χώρας υπέστησαν κι αυτές τις συνέπειες αλλά σε μικρότερο σχετικά βαθμό κατά περίπτωση, εφόσον το υψόμετρο και η τραχύτητα τον καθιστούσε δυσπρόσιτο και καταφύγιο αναχωρητών, που επιζητούσαν μεγαλύτερη ασφάλεια και ελευθερία, σε μικρές κατά βάση κοινότητες. Ο χώρος όμως των χαμηλών και ημιορεινών περιοχών που γειτνίαζε με τη θάλασσα, ήταν εκείνος, όπου η φυσική και κατά κάποιον τρόπο ισορροπημένη αρχέγονη βλάστηση, γνώρισε την μεγαλύτερη αλλοίωση και ανατροπές ευρείας κλίμακας. Τα συμπαγή δάση εκχερσώθηκαν και οι περιοχές, όπου τα εδάφη ήταν βαθύτερα και γονιμότερα, καλλιεργήθηκαν. Ακόμη και άγονες περιοχές όπου η βλάστηση υποχώρησε, ο άνθρωπος τις καλλιέργησε με σοφούς τρόπους, κατασκευάζοντας βαθμίδες, περιορίζοντας τη διάβρωση των εδαφών και εκμεταλλευόμενος τις ελάχιστες συνήθως βροχοπτώσεις και τον έλεγχο του νερού. Όλα αυτά παραμένουν έως σήμερα δείγματα του ανθρώπινου μόχθου και των δεσμών με τη γενέθλια γη. Τα μέσα για την τιθάσευση των δασών ήταν η φωτιά, το τσεκούρι και η συνεχής βόσκηση.

Η φύση όμως, όχι ως νοήμον υποκείμενο, αλλά ως έκφραση της έμβιας ιστορίας της, επιμένει αγόγγυστα στην επαναφορά της αρχικής κατάστασης που οικολογικά χαρακτηρίζεται ως τελικό στάδιο «κλίμαξ». Ως βασική αρχή, η οικολογική εξέλιξη μπορεί να αποδοθεί με την έκφραση ότι «η φύση δεν ανέχεται κενά». Σε περιόδους ηρεμίας επανέρχεται χωρίς να φείδεται χρόνου με υποτυπώδεις μορφές βλάστησης χωρίς δηλαδή ιδιαίτερες απαιτήσεις, που εξελίσσονται στη συνέχεια σε πιο σύνθετες, με στόχο την επίτευξη της οικολογικής κλίμακας. Αυτός ο αέναος και ταπεινός αγώνας που μπορεί να κρατήσει δεκαετίες ή ακόμα εκατονταετίες, δεν είναι εύκολο να συλληφθεί από τον μέσο άνθρωπο και μάλιστα, όταν το προσδόκιμο του βίου του είναι μικρότερο του χρόνου των αλλαγών ή των κύκλων και ιδιαίτερα όταν ο ίδιος έχει πάψει να έχει άμεση και καθημερινή επαφή με το φυσικό περιβάλλον. Από την άποψη αυτή και εφόσον η ανθρώπινη παρουσία έχει εδραιωθεί στην περιοχή και μπορεί να δεσμεύει πλέον τεράστιες δυνάμεις που προκαλούν μονιμότερες και βαθιές αλλαγές στο περιβάλλον, είναι μάλλον μάταιο να πιστεύουμε ότι ο κύκλος αυτός από την καταστροφή στην αποκατάσταση μπορεί να κλείσει. Μπορεί επιστημονικά να γνωρίζουμε και βελτιώνουμε συνεχώς την αντίληψη της φυσικής λειτουργίας, αλλά η γνώση αυτή δεν είναι πάντα κυρίαρχη στην κοινωνική και πολιτική σκέψη. Παραμένει ως συνήθως, στα ακαδημαϊκά πλαίσια και σπανίως γίνεται απαίτηση των ανθρώπινων κοινωνιών ή καθιερώνεται ως καθολική αντίληψη μετά από τραγικά γεγονότα καταστροφής και απώλειας ανθρώπων, υποδομών και περιουσιών. Η πολύπλοκη δασική μας νομοθεσία εκφράζει ακριβώς την αγωνία του επιστημονικού κόσμου για την προστασία αυτών των μορφών ζωής και την αντιπαλότητα των οικονομικών συμφερόντων να εκμεταλλευτούν τη διαθέσιμη γη που τις στηρίζει. Δεν είναι τυχαίο ότι από την αρχή της «αειφορίας», που κατά κάποιον τρόπο ευαγγελίζεται τις μηδενικές επιδράσεις στο περιβάλλον, έχουμε υποπέσει σήμερα στην αρχή της λεγόμενης «βιώσιμης ανάπτυξης», που θέτει μεν περιορισμούς αλλά επιτρέπει κατά το δοκούν μικρότερες ή μεγαλύτερες τέτοιες. Η σημερινή κατάσταση για παράδειγμα με την ανάπτυξη Αιολικών, Φωτοβολταϊκών, Φραγμάτων, Αντλιοταμιεύσεων, Μπαταριών αποθήκευσης ενέργειας και τεράστιων τουριστικών υποδομών, είναι μια τραγική και ξέφρενη επέμβαση χωρίς ουσιαστικά όρια. Η νομοθεσία χαλαρώνει και η αυθαιρεσία επιστρέφει με τη συγκάλυψη της νομιμοφάνειας ή της ψευδεπίγραφης πράσινης ανάπτυξης.

Για να επανέλθουμε στο ζητούμενο σχετικό με τη διαχείριση της μορφής των δασικών εκφράσεων της θερμομεσογειακής ζώνης, πρέπει να αντιληφθούμε ότι αυτά τα οικοσυστήματα είναι διάφορα οπισθοδρομικά στάδια εξέλιξης, που ενέχουν την τάση της επιστροφής τους στην οικολογική κλίμακα. Κάθε μας ενέργεια και επέμβαση θα πρέπει να εδράζεται σε σοβαρές μελέτες του οικολογικού σταδίου, στη μορφή και τη σύνθεση των μονάδων βλάστησης, στις αβιωτικές και συμβιωτικές τους σχέσεις, τα δε διαχειριστικά μέσα να συντείνουν στην επίσπευση ή μάλλον στην υποστήριξη της φυσικής πορείας προς το επόμενο ανώτερο στάδιο της φυσικής κλίμακας. Από την άποψη αυτή, πρέπει να είμαστε εξαιρετικά συντηρητικοί και κάθε μας ενέργεια να συνοδεύεται με περίσκεψη. Βέβαια οι Δασολόγοι τουλάχιστον γνωρίζουν, ότι κάθε ενέργεια προς τα δασικά οικοσυστήματα θα εμφανίσει τα θετικά ή αρνητικά της αποτελέσματα σε ένα βάθος χρόνου τριακονταετίας. Το δάσος δεν είναι ετήσια γεωργική καλλιέργεια που τα αποτελέσματα των χειρισμών θα εμφανιστούν στη σοδειά και διορθωτικές πρακτικές δεν είναι εύκολες ή καθίστανται ανέφικτες όχι μόνον λόγω του τεράστιου αποτρεπτικού κόστους αλλά κυρίως στο ότι, οι δυσκολίες εδράζονται στην κατανόηση της πολυσυνθετότητας των σχέσεων των φυτών μεταξύ τους, καθώς και με άλλους συμβιωτικούς οργανισμούς και το ανόργανο περιβάλλον. Τα πράγματα γίνονται πολυπλοκότερα όταν στις δασικές περιοχές υφίστανται και άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες με τη μορφή δουλείας, όπως η βόσκηση, η ρητίνευση, η ξυλανθράκευση, η υδρονομία, η μελισσοκομία, η αναψυχή κ.λπ.

Οι ισορροπίες αυτών των υποβαθμισμένων δασικών μορφών της «παρακλίμακας» είναι ιδιαίτερα εύθραυστες. Βασικό τους γνώρισμα είναι ότι συνίστανται από είδη φυτών εξειδικευμένων να αναπτύσσονται κάτω από συνθήκες ανεπάρκειας ύδατος. Το νερό είναι διαθέσιμο μόνον τη βροχερή περίοδο από το φθινόπωρο έως την άνοιξη, τμήμα του οποίου δεσμεύεται στα σύμπλοκα του εδάφους, για να είναι διαθέσιμο αργότερα. Τα εδάφη όμως εδώ είναι κατά βάση αβαθή, έντονα διαβρωμένα, σκελετικά και αποκεφαλισμένα. Δεν είναι ικανά να δεσμεύσουν μεγάλες ποσότητες νερού και καθίστανται ανενεργά τη θερινή περίοδο, αναγκάζοντας τα φυτά να περιορίσουν την ανάπτυξη και τις λειτουργίες τους. Οι συνθήκες εδαφογένεσης είναι επίσης εξαιρετικά αργές, δεδομένου ότι στις περισσότερες περιοχές κυριαρχούν συνήθως οι ασβεστόλιθοι, οι οποίοι διαβρώνονται κυρίως χημικά και η μηχανική τους ακόμη διάβρωση δεν δίνει πλούσιο εδαφικό υλικό και ο χρόνος σχηματισμού είναι τεράστιος.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό αυτών των θερμόφιλων οικοσυστημάτων είναι η συσσώρευση νεκρής οργανικής βιομάζας σε μεγάλες ποσότητες, η οποία παραμένει στην επιφάνεια του εδάφους και αποσυντίθεται σε αργούς ρυθμούς, διότι οι οργανισμοί αποσύνθεσης στις ξηρές περιόδους παύουν να δραστηριοποιούνται. Η νεκρή βιομάζα βελτιώνει την γονιμότητα των εδαφών, τη μηχανική και χημική τους σύσταση και δεσμεύει μεγαλύτερες ποσότητες νερού. Το γεγονός αυτό καθιστά τα οικοσυστήματα ευάλωτα στις πυρκαγιές στα αρχικά τους στάδια. Αν όμως ξεπεράσουν το αρχικό τους στάδιο και η θαμνώδης και η δενδρώδης μορφή του διάδοχου δάσους καλύψει το έδαφος με συγκόμωση 0,8 περίπου, ο ρυθμός αποσύνθεσης αυξάνεται για να ισορροπήσει σε συνθετότερες μορφές δάσους που θα προκύψει. Τέτοια παραδείγματα μεσογειακού δάσους έχουμε σε σπάνια και μικρής πλέον έκτασης «αδιατάρακτες» νησίδες, όπου ο κύκλος των θρεπτικών στοιχείων ακολουθεί μία κανονικότητα.

Στόχος των διαχειριστικών πρακτικών πρέπει να είναι η προστασία τους από τη φωτιά και η υποβοήθηση του σχηματισμού δασογενούς περιβάλλοντος σε θαμνώδη και δενδρώδη μορφή συν τω χρόνω. Παράλληλη και ίσως ισχυρότερη προσπάθεια είναι ο περιορισμός των διαβρώσεων που μπορεί να εξελιχθεί σε μια μόνιμη δασική πρακτική, με την κατασκευή αναβαθμίδων και μικρών φραγμάτων στα πάσης φύσεως ρέματα. Η διατήρηση του εδάφους είναι περισσότερο πρωταρχικό ζητούμενο και θα παίξει τριπλό ρόλο. Θα μπορεί να υποστηρίξει απαιτητικότερα είδη και πλουσιότερη βλάστηση, θα περιορίσει τα μέγιστα τις πλημμύρες στα κατάντη και θα τροφοδοτεί αποτελεσματικότερα τον υπόγειο υδροφόρο.

Το μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη εμπειρίας στη διαχείριση τέτοιας μορφής δασών. Η Δασική Υπηρεσία αδυνατεί να εκτελεί έργα με αυτεπιστασία και να έχει καθημερινή εποπτεία και δράση στην περιοχή της ευθύνης της. Το προσωπικό των ιδιωτών συναδέλφων είναι ανειδίκευτο και το κόστος τεράστιο. Οι πολύτιμες οκοσυστημικές υπηρεσίες αυτών των δασικών σχηματισμών δεν πείθουν τους πολιτικούς μας.

Ένα βέβαια ερώτημα που προκύπτει αβίαστα, είναι το πώς εξασφαλίστηκε τόσο άφθονο χρήμα για τα δάση στο μεγαλόπνοο αλλά εξαιρετικά αμφίβολης αποτελεσματικότητας πρόγραμμα “AntiNero”, που δίχασε τον δασικό κόσμο; Από ότι φαίνεται ο Νέρωνας θα συνεχίσει να απολαμβάνει την καταστροφή και το χρήμα θα πάει στο βρόντο και το χειρότερο θα είναι ότι, οι άνθρωποι που υπηρετούν το δάσος θα δυσφημιστούν βάναυσα, η επιστημονική τους φερεγγυότητα θα αμφισβητηθεί και δεν θα είναι πλέον χρήσιμοι.

Πηγή: dasarxeio.com (27/2/2025)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***