«-Τι χρειαζόμαστε το μάθημα αυτό;
-Για να μετρούμε τη γη.
-Μα την κάθε γη;
-Βεβαιότατα.
-Ε, τότε θαυμάσια, αξίζει να μάθει κανείς γεωμετρία,
αφού όλος ο κόσμος χρειάζεται μοιρασιά».
(«Νεφέλες», Αριστοφάνης)
Η γαιοκτησία στη χώρα μας υπήρξε μια άβυσσος κλονισμού και συμβατικότητας· εν επακολούθημα της διαμορφωθείσης γεωμέτρησης και ιδιόκτησης του ελληνικού χώρου, μα και το αποδέλοιπο λίθινων καιρών. Η ελληνική γη μοιράστηκε πριν καν θεωρηθεί, και το ελληνικό κράτος έστρεξε κι επαύξησε ωσά κεραστής της γης του. Οι προθέσεις γίνηκαν συναινέσεις κι εχάθη γη πολύτιμη, εθνική, η οποία αποδόθη αντίς να κρατηθεί, διότι τούτο απαιτούσαν οι Συνθήκες κι όχι οι συνθήκες της ζωής, και το διαμόρφωσαν οι εν συνεχεία στη χώρα μας καταστάσεις. Γαιοκτήμονες αίφνης ανεφάνησαν, σε μια χώρα με άγνωστο τέτοιο παρελθόν, και δάση αποτέλεσαν αντικείμενο συναλλαγής, ώσπου στο τέλος, πολλά από αυτά, αναθεωρήθηκαν και διαγράφηκαν από τέτοια, αφού προορίστηκαν για έτερους σκοπούς, ασύμβατους με το δασοπονικό. Έχει βάθος η ιστορία της γαιοκτησίας στη χώρα μας, άραχλη θα τη λέγαμε και με πολύ θρασίμι στην πορεία της, που άγνωρη αφέθηκε για να μην εγνωστεί και αναθεωρηθεί από τον ανυποψίαστο λαό, έτσι που σήμερα, συντελεσμένη πια, να τη θεωρούμε στη διαμόρφωσή της. Η ιδιοκτησία στα δάση, αν και ξέχωρη της λοιπής γαιοκτησίας λόγω της ιδιαιτερότητάς της, ακολούθησε εντούτοις −στο βαθμό που προσπαθήθηκε− την πορεία της κι ερίχθη στο ίδιο χαντάκι της κοινής ροής στην ιδιωτικοποίηση, έχοντας ξαστοχαστεί από το δημόσιο σκοπό της ως κοινόχρηστο πράγμα −«όμορφος κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος», όπως έλεγε με βαθύ σαρκασμό ο Διονύσιος Σολωμός («Εις Φραγκίσκα Φράϊζερ»), στο με νόημα και διαχρονικό του στίχο. Ας τα δούμε αυτά, κάμοντας την αποτίμησή τους.
Μεγάλη ή μικρή η γαιοκτησία στην Ελλάδα;
Στην Ελλάδα, κατά κανόνα δεν είχαμε μεγάλη ιδιοκτησία γης, γενικώς υπήρξαν μικροί κλήροι –εξαίρεση αποτέλεσαν οι μεγάλες γαιοκτησίες που διαμορφώθηκαν στην Παλαιά Ελλάδα, με τον τον τρόπο που θα δούμε παρακάτω, καθώς και τα τσιφλίκια της Θεσσαλίας, όπου 250 τσιφλικούχοι διαφέντευαν τη γη, όπως και της Μακεδονίας και της Ηπείρου, που κι αυτά αφομοιώθηκαν σε μικρότερους κλήρους με τις απαλλοτριώσεις που συντελέστηκαν υπέρ κληρούχων, κυρίως με την αγροτική μεταρρύθμιση του Ελευθέριου Βενιζέλου την περίοδο 1910-1920. Τούτο το γεγονός, η ύπαρξη δηλαδή μικρού κλήρου, θεωρήθηκε κατά τους ιστορικούς αναλυτές ως ένας από τους λόγους της οικονομικής υστέρησης της χώρας μας και της μη ανάπτυξής της, εξαιτίας της μη συγκέντρωσης κεφαλαίων από την εκμετάλλευση της γης, ώστε αυτά να επενδυθούν σε άλλους κρίσιμους οικονομικούς τομείς, που αποφέρουν μεγάλα έσοδα, όπως στη βιομηχανία (μάλιστα, τούτο υποστηρίζεται −και διδάσκεται στα ελληνόπουλα!− και στο σχολικό βιβλίο της «Πολιτικής Παιδείας», της Α΄ Λυκείου, του σχολικού έτους 2014-2015, σελ. 26). Προχωρώντας πιο βαθιά, μια τέτοια θέση εδράζεται στη λογική της εκμετάλλευσης του μικροαγρότη από το καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο τον θέλει εγκλωβισμένο στην αυτάρκειά του, ούτως ώστε να εκμεταλλεύεται την εργασία του και την παραγωγή του. Με τον τρόπο αυτό ο μικροαγρότης, ο κάτοχος της μικρής οικογενειακής μονάδας γης, δεν εξελίσσεται και δε συνεισφέρει στην οικονομία διότι βρίσκεται δεσμευμένος στην ανάγκη της επιβίωσής του, ενώ αντίθετα ο καπιταλιστής πλουταίνει −έχοντας πριν, διατηρουμένης αυτής της κατάστασης, εξαφανίσει τον «αντίπαλό του» μεγαλοϊδιοκτήτη γης−, εκμεταλλευόμενος τις συμπιεσμένες τιμές των αγροτικών προϊόντων και πουλώντας την υποδομή της αγροτικής παραγωγής, αποθησαυρίζοντας έτσι, παρά επενδύοντας −και συνεπώς, μη συνεισφέροντας στην εθνική οικονομία.
Η θέση αυτή μάς βρίσκει αντίθετους, κατά πρώτον ως προς την οικονομική θεώρησή της, αφού η ανάπτυξη τομέων της οικονομίας απορρέει από μια κεντρική πολιτική, η οποία οφείλει να καθορίσει τις επιμέρους πολιτικές στα πλαίσια της συνύπαρξης και του συγκερασμού των οικονομικών δραστηριοτήτων, κι όχι της απόρριψης των μεν υπέρ των δε, προστατεύοντας μάλιστα, με τις κατάλληλες πολιτικές, τον μικροϊδιοκτήτη γης από το σύστημα της αγοράς, που εκμεταλλεύεται αυτόν. Κατά δεύτερον, κατά την πολιτική θεώρηση του ζητήματος, μια τέτοια θέση οδηγεί σε συγκέντρωση κεφαλαίων και σε πλουτισμό ολίγων μεγαλοϊδιοκτητών γης, οι οποίοι μετατρέπονται σε οικονομικούς επενδυτές, ενώ αποστερεί από τους καλλιεργητές την ελευθερία στην εργασία και το δικαίωμα να εκτεθούν και ν’ αυτοδιατεθούν, που θα είχαν με την ελεύθερη και μη δουλική χρήση της γης τους, καθότι αυτοί, υπηρετώντας την εργοδοτική εργασία και όχι τη δική τους, μετατρέπονται σε εργάτες στη μεγαλοϊδιοκτησία ή γίνονται βιομηχανικοί εργάτες ή υπάλληλοι. Το ζήτημα είναι ν’ απεγκλωβιστούν από τη λογική της αυτάρκειας, που τους οδηγεί στην εκμετάλλευσή τους από την αγορά, επεκτεινόμενοι σε επιχειρηματικές λογικές σ’ ότι αφορά στην εμπορία και διακίνηση των προϊόντων τους.
Η μεγαλοϊδιοκτησία γης λοιπόν, δεν ενθαρρύνθηκε στην Ελλάδα και δεν προωθήθηκε πολιτικά, κάτι που στην υπόλοιπη Ευρώπη αποτελούσε θεσμική κατάσταση, με τους φεουδάρχες να ορίζουν τη γη −ο φεουδαλισμός ως σύστημα καθιερώθηκε το 490 με γραπτούς νόμους στη Γαλλία, με την επικράτηση των Φράγκων, μετά την κατάλυση του προηγούμενου λαϊκού κοινοκτητικού συστήματος γαιών. Η μεταφορά του φεουδαλικού συστήματος στην Ελλάδα έγινε μετά το 1204, όταν οι ευρωπαίοι σταυροφόροι φεουδάρχες κυρίευσαν την Κωνσταντινούπολη και κατέλυσαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Διατηρήθηκε μέχρι το 1453 που έπεσε η Κωνσταντινούπολη στους Τούρκους, οι οποίοι διέλυσαν τα φέουδα, αλλά τα αντικατέστησαν από τα τιμάρια και δημιούργησαν τα πασαλίκια.
Οι βάσεις για τη μη ενθάρρυνση της μεγάλης γαιοκτησίας στην Ελλάδα τέθηκαν με την εισαγωγή στο νέο ελληνικό κράτος του ρωσο-γερμανικού νομικού πλαισίου στις σχέσεις της γης, αρχικώς επί Καποδίστρια και εν συνεχεία από τους Βαυαρούς, όπου το κράτος γίνεται κύριος της γης που δε διεκδικείται. Ο Καποδίστριας, που πρώτος κυβέρνησε την Ελλάδα, δεν πρόλαβε να διαμορφώσει πολιτική γύρω από το εν λόγω ζήτημα με αντίστοιχη νομοθέτηση (σε αντίθεση με τους Βαυαρούς που νομοθέτησαν), λόγω της δολοφονίας του. Όμως αυτός, στο πρώιμο εκείνο στάδιο, κάλεσε Έλληνες μεγαλοκεφαλαιούχους του εξωτερικού ν’ αγοράσουν τη γη των αποχωρησάντων Οθωμανών, αφού δε μπορούσε να την αγοράσει το κράτος και να την κάμει εθνική, ενώ διαμοίρασε και εθνική γη προνομιακά σε κάποιους οπλαρχηγούς (τιμής ένεκεν!), κατηγορούμενος για τούτο, ότι δηλαδή έδειξε εύνοια στους οπλαρχηγούς έναντι των απλών κι άδολων αγωνιστών! Ο Καποδίστριας, παρά την προσπάθειά του ώστε οι εκτάσεις των αποχωρησάντων Οθωμανών να μην περιέλθουν σε ξένα χέρια −προσπάθησε μάλιστα να λάβει η ελληνική κυβέρνηση δάνειο από το εξωτερικό ύψους 300.000 σκούδων, για την αγορά των τουρκικών κτημάτων στην Αττική, απευθυνόμενος στις Μεγάλες Δυνάμεις, κάτι που δεν επιτεύχθηκε−, εντούτοις ανέχθηκε τις μεταβιβάσεις σημαντικών εκτάσεων στην Αττική σε ξένους κεφαλαιούχους, όπως στον Άγγλο ιστορικό Τζωρτζ Φίνλεϋ ή στη Δούκισσα της Πλακεντίας, όπως και στην Εύβοια στον Έντουαρντ Νόελ Μπέκερ, συγγενή του Λόρδου Βύρωνα.
Ο Κυβερνήτης συνέστησε τριμελή Επιτροπή επί των εκποιήσεων, με έργο να ελέγχουν αυτές και να εισηγούνται την επικύρωση των πωλητηρίων. Ο υπεύθυνος όμως της ελληνικής πλευράς για τις επικυρώσεις γερουσιαστής από το Άργος Δημήτριος Περρούκας παραιτήθηκε της αποστολής του (αν και επίσημα δεν τέθηκε ως παραίτηση, αλλά ως αποχώρηση), θέτοντας αρχικώς ζήτημα πλήρους ανυπαρξίας δικαιωμάτων των Τούρκων στην Αττική, αφού την είχαν εγκαταλείψει ήδη από το 1822 και συνεπώς το 1830, που ορίζονταν από το Πρωτόκολλο της 3ης/15ης Φεβρουαρίου 1830 ως χρόνος κατοχής της γης, δεν υπήρχε ιδιοκτησία, και ακολούθως θέτοντας ζήτημα κυριότητας στα δάση, στις χορτολιβαδικές και ελώδεις εκτάσεις, αφού τέτοιο δικαίωμα δεν απέρρεε από το οθωμανικό δίκαιο −ο ρόλος του Περρούκα ήταν να επικυρώνει τα πωλητήρια που εξέδιδε ο Χατζή Ισμαήλ μπέης (ο εκπρόσωπος από την τουρκική πλευρά), μετά από εισήγηση της Ειδικής Επιτροπής που συνεστήθη από τον Καποδίστρια για το σκοπό αυτό. Εάν εφαρμοζόταν αυτό που υποστήριζε ο Περρούκας, σε σχέση με την πλήρη ανυπαρξία δικαιωμάτων των Οθωμανών στην Αττική, θα σταματούσαν οι αγοραπωλησίες και τότε δε θα περιέρχονταν η Αττική στο ελληνικό κράτος, λόγω της μη συντέλεσης του επιβαλλόμενου όρου από τη Συνθήκη, της ολοκλήρωσης δηλαδή των αγοραπωλησιών. Για το λόγο τούτο ο Καποδίστριας επέπληξε τον Περρούκα κι αυτός αναγκάστηκε να υπακούσει στις υποδείξεις, εξαιρώντας όμως από τα πωλητήρια τα δάση, τα βουνά και τις μεγάλες ακαλλιέργητες εκτάσεις.
Οι πραγματοποιηθείσες μέχρι την 25η Νοεμβρίου 1830 αγοραπωλησίες στην Αττική, έφθαναν τις 365 και γι’ αυτές, κατ’ απαίτηση των Οθωμανών πωλητών, είχε καταβληθεί ήδη ολόκληρο το τίμημα από ισχυρούς κεφαλαιούχους, οι οποίοι πίεζαν για την επικύρωσή τους. Όμως, σε καμιά από τις αγοραπωλησίες που πραγματοποιήθηκαν δεν προσεκομίσθησαν πιστοποιητικά ιδιοκτησίας από Οθωμανούς, αφού κατά δήλωσή τους αυτά καταστράφηκαν στην κατάληψη της Ακρόπολης από τους Έλληνες το 1822 (είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι κατοικούσαν στο βράχο της Ακρόπολης, όπου είχαν εγκαταστήσει τουρκικό χωριό). Επίσης, δεν προσεκόμισαν ποτέ το τουρκικό κτηματολόγιο, το οποίο επικαλούνταν ως αποδεικτικό στοιχείο της ιδιοκτησίας τους. Για την απόδειξη της ιδιοκτησίας τους χρησιμοποιούσαν μόνο Οθωμανούς μάρτυρες. Σύμφωνα με τον έμπιστο του Καποδίστρια Ελβετό τραπεζίτη Εϋνάρδο, οι Τούρκοι δε θα αποχωρούσαν από την Αττική εάν δεν πωλούσαν πρώτα τις ιδιοκτησίες τους, οι οποίες εμφανίζονταν να είναι τεράστιες, καταλαμβάνοντας σχεδόν όλη την Αττική, για την οποία δεν απέμενε −κατ’ αυτόν− δημόσια γη! Τούτο, κατά τον Σούτσο ήταν υπερβολή, αφού όπως αποδείχτηκε σ’ ένα ποσοστό της αττικής γης αναγνωρίσθηκε ιδιοκτησία (Σούτσος Ι., «Πλουτολογία», Αθήναι 1868, σελ. 35).
Με δεδομένο ότι οι αγοραπωλησίες έπρεπε να ολοκληρωθούν με την επικύρωσή τους, για να γίνει η μετάβαση της Αττικής στο ελληνικό κράτος, επιταχύνθηκε μ’ εντολή του ίδιου του Καποδίστρια το έργο της Επιτροπής, κι αφού αποχώρησε στις 18 Φεβρουαρίου 1831 ο Περρούκας, που φαίνεται ν’ αποτελούσε εμπόδιο στη διαδικασία, αυτές ολοκληρώθηκαν με σχεδόν συνοπτικές διαδικασίες, Έτσι περιήλθε η Αττική κατά το μεγαλύτερο μέρος της στην κυριότητα μεγαλοϊδιοκτητών, εμφανιζόμενοι αυτοί να κατέχουν τίτλους για αγροτικές αλλά και δασικές γαίες −παρά την αρχική ένσταση του Περρούκα−, οι οποίοι αποτέλεσαν τους γαιοκτήμονες της Αττικής γης (ανάλογη κατάσταση διαμορφώθηκε και στην Εύβοια). Η αντικατάσταση του Περρούκα από Επιτροπή γερουσιαστών (Αινιάν, Δημητρακόπουλος, Χαραλάμπης) ήταν το κλειδί που όπως φαίνεται «ξεκλείδωσε» τις αγοραπωλησίες, αφού η επικύρωσή τους πλέον απελευθερώθηκε, με τη συμπερίληψη σε αυτές κάθε δηλωμένης γης, καλλιεργήσιμης και μη! Η δικαιολογία ως προς τη συγκεκριμένη μεθόδευση από μέρους του Κυβερνήτη ήταν ότι έπρεπε να περιέλθουν οι περιοχές αυτές στο ελληνικό κράτος το συντομότερο, καθώς χρόνος ως προς τούτο δεν υπήρχε, αφού προϋπόθεση για τη μετάβασή τους στην ελληνική επικράτεια ήταν να ολοκληρωθούν οι αγοραπωλησίες. Με τον τρόπο αυτό, αν και δεν επιθυμούσε ο Καποδίστριας να δημιουργηθεί μεγάλη γαιοκτησία στην Ελλάδα, και προσπάθησε να το αποτρέψει, εντούτοις ενέδωσε στο καθεστώς που διαμορφώθηκε (που, κατ’ ουσίαν, επιβλήθηκε) και δημιουργήθηκε μεγάλη γαιοκτησία, προκειμένου να περιέλθουν οι περιοχές της χώρας που δεν καταλήφθηκαν δικαιώματι πολέμου από τους Έλληνες στο νέο ελληνικό κράτος. Είναι χαρακτηριστικά ως προς τούτο τα λόγια του Καποδίστρια: «Τα γεγονότα εκείνων των ημερών αρκούσαν για ένα αιώνα»!
Ενδεικτικό του κλίματος που επικρατούσε σε σχέση με τις μεταβιβάσεις της ελληνικής γης μέσω των αγοραπωλησιών, η οποία γη μετέπτειπτε (ή υπήρχε ο φόβος να μεταπέσει) σε χέρια ξένα, είναι η θέση που πήραν οι εκπρόσωποι της ελληνικής κυβέρνησης στην Επιτροπή επικύρωσης των αγοραπωλησιών για την Αττική και την Εύβοια Ι. Μίσσιος και Κ. Μάνος, στην έκθεση της 29ης Νοεμβρίου 1832, ότι, «αι ελληνικαί γαίαι θέλουν καταντήσει όλαι εις χείρας αλλοεθνών, χωρίς να δυνηθώσιν οι κάτοικοι ν’ αγοράσωσι το παραμικρώτερον και θέλει μείνωσιν ούτω ξένοι εις πατρώαν γην». Ζητούσαν δε, μεταξύ των άλλων, να δοθούν χρηματικά δάνεια στους αγρότες, για ν’ αγοράσουν οι ίδιοι τη γη τους κι έτσι αυτή να μείνει σ’ ελληνικά χέρια. Παρά τη θέση τους αυτή οι παραπάνω κατηγορήθηκαν ότι ενεργούσαν υπέρ της μεγάλης ιδιοκτησίας των Ελλήνων κεφαλαιούχων κι αφήνονται υπόνοιες ότι τούτο γινόταν με τη συναίνεση ή την προτροπή του Κυβερνήτη, για να μην περιέλθει η ελληνική γη σε ξένους.
Αναφέρει σχετικά για τη στάση του Καποδίστρια στο ζήτημα της εθνικής περιουσίας ο ιστορικός Αναστάσιος Τσάλτας: «…τον Απρίλιο του 1828 διάταξε να γίνει απογραφή όλων των κατοίκων της χώρας κατά επάγγελμα, δηλαδή των κτηματιών, των γεωργών, των ποιμένων, των εργατών, των ναυτών, των εμπόρων και παράγγειλε στους κατά τόπους Επιτρόπους της επικρατείας να ερευνήσουν και να εξακριβώσουν τα χτήματα που ανήκουν στο έθνος, τη φύση, την έκταση, την τιμή και τον τρόπο που διατέθηκαν έως τότε από την προηγούμενη κυβέρνηση (κατά κανόνα σε κοτζαμπάσηδες και σε κεφαλαιούχους του εξωτερικού), όσα είχαν διατεθεί, γιατί κανένα σφετερισμό δε θα ανεχόταν η κυβέρνηση από τον αναζωογοννητικό αυτό κλάδο του δημοσίου πλούτου. Η παραγγελία αυτή, που ήταν το πρώτο βήμα του Καποδίστρια για να βρει τρόπο ν’ αποκαταστήσει τους ακτήμονες, προσέκρουσε σε διάφορα συμφέροντα και δεν επιτευχθηκε η εκτέλεσή της» (Τσάλτας Αν., «Το ελληνικό αγροτικό πρόβλημα από την αρχαιότητα έως σήμερα», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1977, σελ. 55).
Διαπιστώνουμε εκ τούτων ότι, αφενός οι αρχόντοι επί Τουρκοκρατίας, δηλαδή οι πρόκριτοι και οι κοτζαμπάσηδες, που αποτέλεσαν μαζί με τους κεφαλαιούχους του εξωτερικού τους πλουτοκράτες τότε στη χώρα μας, είχαν ήδη «βάλει χέρι» στην εθνική γη, ενώ διακρίνουμε και την αγωνία του Κυβερνήτη για τους ακτήμονες Έλληνες, ψάχνοντας τρόπο να τους αποκαταστήσει χωρίς να θιγεί σημαντικά η δημόσια ακίνητη περιουσία. Δεν ήταν ανάλγητος δηλαδή ως προς το λαό, όπως λέγεται, όμως δεν ήθελε να διασκορπίσει την εθνική γη, που αποτελούσε το (μοναδικό) πλούτο της χώρας. Βλέπουμε έτσι να λαμβάνει στοχευμένα μέτρα υπέρ των ακτημόνων, αρχικά αναγνωρίζοντας την ιδιοκτησία των κολλήγων στις οικίες και στις καλύβες όπου κατοικούσαν, καθώς και στο γήπεδο όπου υφίσταντο αυτές οι κατασκευές, ενώ παραχωρήθηκε και σε κάθε ελληνική οικογένεια γη 4.000 φοινίκων, πληρωτέων προς τόκο 4% σε διάστημα 33 ετών, που δε θεωρήθηκε επαρκής και εξακολούθησαν οι γκρίνιες −χωρίς όμως, στην τελευταία αυτή περίπτωση, ο σχετικός εφαρμοστικός νόμος να προωθηθεί λόγω της δολοφονίας του Καποδίστρια.
Εθνική ή ιδιωτική η γαιοκτησία στην Ελλάδα;
Το γεγονός ότι το 74,1% της δασικής ιδιοκτησίας στην Ελλάδα είναι σήμερα δημόσια («Πρώτη Εθνική Απογραφή Δασών», ΓΓΔ&ΦΠ, Υπουργείο Γεωργίας 1992), ποσοστό από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, όπως και το γεγονός ότι στην Ελλάδα δεν καλλιεργήθηκε η ιδέα του γαιοκτημονισμού και δεν υπήρξαν μεγαλοϊδιοκτήτες γης που να κατέχουν δάση και καλλιεργήσιμη γη χιλιάδων στρεμμάτων, όπως συνέβαινε (και συμβαίνει) στη Δυτική Ευρώπη, το οφείλουμε στην εθνικοποίηση της ελληνικής γης που πραγματοποιήθηκε με τη σύσταση του νέου ελληνικού κράτους εν πρώτοις και με την απαλλοτρίωση των δημιουργηθέντων μεγαλοϊδιοκτησιών στη συνέχεια.
Το κράτος δεν εκπλειστηρίασε, ούτε διένειμε εθνική γη και την κράτησε ως εθνικό κεφάλαιο, τα λεγόμενα «εθνικά κτήματα»· και τούτο αποτέλεσε το βασικό παράπονο των αγωνιστών, οι οποίοι ζητούσαν γη για καλλιέργεια, αλλά προκάλεσε και τη μήνη των κεφαλαιούχων, που απέβλεπαν στην εξαγορά της γης για ίδιον όφελος. Τα εθνικά κτήματα υπολογίζονταν σε 6 εκατ. στρέμματα (Σούτσος Ιωάν., «Πλουτολογία», Αθήναι 1868, σελ. 56), και απαιτήθηκε από τους αγωνιστές αυτά να διανεμηθούν καθώς κατά τη στρατολόγησή τους το Μάιο του 1822 τούς είχαν υποσχεθεί ένα στρέμμα γης για κάθε μήνα υπηρεσίας στον ελληνικό στρατό. Είναι χαρακτηριστικό το επεισόδιο μεταξύ Πλαπούτα και Μακρυγιάννη, που το εξιστορεί ο τελευταίος στα «Απομνημονεύματά του», όταν του πήγαν να υπογράψει παραχωρητήριο γης στην Αττική υπέρ του πρώτου, για την προσφορά του στον Αγώνα, και αρνήθηκε να το υπογράψει λέγοντας με τη γνωστή αθυροστομία του: «Πήγαινε ωρέ στη χέστρα, πασάλιψέ το καλά και γύρισέ το πίσω, και πες του ότι εμείς θέλουμε να διώξουμε τον Τούρκο, και όχι να βάλουμε νέους Τούρκους στο κεφάλι μας». Βέβαια, παρά τα όσα έλεγε ο Μακρυγιάννης, που δείχνουν εναρμόνιση με την πολιτική του Καποδίστρια στο ζήτημα των γαιών, να παραμείνει δηλαδή η ελληνική γη ως εθνική, και παρά το συνεχές παράπονό του ότι αδικούνταν σε σχέση με τι πρόσφερε στην Αγώνα και τι πήρε, ο ίδιος θεωρούνταν από τους ευνοημένους των διανομών, αφού πήρε γη όταν άλλοι αποκλείστηκαν.
Παρενέβησαν τότε, ως προς την απαίτηση των αγωνιστών για διανομή της γης, οι ολιγαρχικοί, οι πρόκριτοι και οι κοτζαμπάσηδες, οι οποίοι απαίτησαν τη διάθεση των εθνικών κτημάτων με δημοσπρασία, καθότι με τον τρόπο αυτόν η γη θα περιέρχονταν σε αυτούς, που είχαν τα χρήματα για να την αγοράσουν. Η ομάδα των «δημοτικών» όμως, του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη αντέδρασε στην εκποίηση της εθνικής γης, γιατί με τον τρόπο αυτό οι απλοί αγωνιστές δε θα έπαιρναν στρέμμα γης, κι έτσι η γη παρέμεινε εθνική δυνάμενη μόνο να μισθωθεί για καλλιέργεια, ούτως ώστε να μπουν στο κρατικό ταμείο χρήματα. Οι μισθώσεις έγιναν από τους προκρίτους και τους κοτζαμπάσηδες, που είχαν την οικονομική δυνατότητα γι’ αυτό, με γαιόμορο 30% και 25% της σοδειάς, και −φυσικά!− περιήλθαν στη συνέχεια στην κυριότητά τους −υπολογίζεται ότι με τον τρόπο αυτό περίπου 10 εκατ. στρ. πέρασαν στα χέρια γαιοκτημόνων, πολύ δηλαδή περισσότερα από τις εθνικές γαίες, που ήταν οι δυνάμενες να καλλιεργηθούν εκτάσεις, κάτι που περίτρανα αποδεικνύει, διατηρούμενου και του σημαντικότερου μέρους των εθνικών γαιών, ότι σε αυτά τα στρέμματα συμπεριελήφθησαν και δασικά εδάφη, τα οποία καταπατήθηκαν και έγιναν μέρος της ακίνητης περιουσίας των κοτζαμπάσηδων-γαιοκτημόνων! Η διατήρηση της γης ως εθνικής «οφέλησε» για το λόγο ότι χρησιμοποιήθηκε ως υποθήκη για τη σύναψη των δύο πρώτων (θαλασσο)δανείων της χώρας. Στην υποθηκευμένη γη των εθνικών κτημάτων περιλαμβανόταν και δάση. Αυτά συνέβησαν πριν την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Καποδίστρια, ο οποίος βρήκε υποθηκευμένη εθνική γη για να διαχειριστεί! Έπρεπε και για το λόγο αυτό λοιπόν να κρατήσει τη γη ως εθνική, διότι ήταν δεσμευμένη βάσει των δανείων!
Οι Βαυαροί, χάρη στον εμβριθή νομομαθή Γκέοργκ Μάουρερ (μέλους της Αντιβασιλείας), όχι απλά σεβάστηκαν το καθεστώς της εθνικοποίησης της γης που τους παραδόθηκε, αλλά το εδραίωσαν με ανάλογη νομοθέτηση. Και τούτο, παρά τα κρατούντα στη χώρα τους, τη Βαυαρία, όπου η μεγάλη γαιοκτησία ανήκε σε ευγενείς. Δικαιολογείτο αυτό από το γεγονός ότι στο νέο ελληνικό κράτος (στην Παλαιά Ελλάδα αρχικά, ακολούθησε το ίδιο καθεστώς και επόμενα, για περιοχές που προσαρτούνταν στο ελληνικό κράτος) η γη περιήλθε ως δημόσια, ως αποτέλεσμα της διαδοχής από τον Τούρκο κατακτητή, και δεν αποτελούσε ιδιοκτησία προσώπων, ώστε δικαιωματικά να τους ανήκει –δεν υπήρχε τέτοιο παρελθόν, για να γίνει σεβαστό, λόγω του επί αιώνες Τούρκου κατακτητή, που διαμόρφωσε γαιοκτητικές σχέσεις στον ελληνικό χώρο με βάση το οθωμανικό δίκαιο. Βέβαια, όταν η γη αυτή ανήκε κάπου, δύναντο βάσει των Συνθηκών και του νομικού πλαισίου που ρύθμιζε τις σχέσεις κράτους και πολιτών στα θέματα γης, να τύχει αγοραπωλησιών και γινόταν σεβαστή η ιδιοκτησία (θα δούμε τη διαδικασία παρακάτω). Δεν άφησαν επίσης οι Βαυαροί (όπως εξάλλου και ο Καποδίστριας) το κράτος να διαμορφώσει κάστα ευγενών στην Ελλάδα, μέσω της δημόσιας γαιοκτησίας –δε πώλησαν δηλαδή δημόσια γη σε κεφαλαιούχους, για ν’ αποκομισθούν κρατικά έσοδα–, αλλά κράτησαν τη γη ως βασικό και (όπως δια των χρόνων αποδείχθηκε) ανεκτίμητο περιουσιακό στοιχείο του κράτους –βέβαια, ούτε διαμοίρασαν γη στους αγωνιστές, και τούτο τους έκαμε να στραφούν εναντίον τους (για όλα αυτά βλέπε στο μνημειώδες έργο του Μάουρερ για την Ελλάδα και τους Έλληνες: «Ο ελληνικός λαός», εκδόσεις αφοί Τολίδη, Αθήνα 1976). Όμως, μολαταύτα, γαιοκτήμονες δημιουργήθηκαν στην Ελλάδα με τις αγοραπωλησίες που συντελέστηκαν και επικυρώθηκαν από το ελληνικό κράτος! Αργότερα, στα 1871, διαμοιράστηκε για πρώτη φορά εθνική μη δασική γη σε καλλιεργητές, ικανοποιώντας το πάγιο αίτημα των άκληρων Ελλήνων ν’ αποκτήσουν γη για βιοπορισμό. Ως δημόσια παρέμειναν και τα δάση της χώρας μέχρι να διαρρυθμιστούν οι σχέσεις ιδιοκτησίας επί αυτών, που επακολούθησε με σχετική νομοθέτηση.
Λέγει πάνου σε τούτα ο καθηγητής-πανεπιστημιακός Κώστας Βεργόπουλος: «Γενικώς, το ελληνικό κράτος, εθνικοποιώντας τη γη στα 1828, εμφανίζεται ως πρωτοποριακό μεταξύ των σύγχρονων καπιταλιστικών κρατών, επί του θέματος της γαιοκτησίας. Ομοίως, η εν συνεχεία διανομή της εθνικοποιημένης γης στα 1871 (επί Αλέξανδρου Κουμουνδούρου) δεν ήταν παρά μια λογική συνέπεια του ίδιου θεμελιώδους κρατικού προσανατολισμού: η διανομή της γης, κατακερματισμένης σε μικρούς οικογενειακούς κλήρους, δεν ήταν αντίθετη με την προηγηθείσα εθνικοποίηση, αλλά μάλλον μια ρεαλιστική εφαρμογή της ίδιας αρχής. Ο κοινός στόχος και στις δυο περιπτώσεις ήταν να περιοριστεί η μεγάλη γαιοκτησία. Η πρόοδος της μικρής οικογενειακής επιχείρησης, ισοδυναμώντας με μια de facto εθνικοποίηση της γης, είχε ακόμη ως συνέπεια την ευρύτερη εθνικοποίηση της αγροτικής οικονομίας, στο σύνολό της, θεωρούμενης ως όλου. (…) Το ελληνικό κράτος, είτε εθνικοποιώντας τη γη στα 1828, είτε διανέμοντάς την στα 1871, ετήρησε πάντα μια καθαρώς δύσπιστη και εχθρική στάση απέναντι της μεγάλης γαιοκτησίας και του αγροτικού καπιταλισμού εν γένει. Εκ παραλλήλου, το κράτος ευνόησε πάντα την κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας, δια μέσου του προνομιούχου χώρου της αγοράς, επί τη βάσει της μικρής οικογενειακής επιχείρησης και ιδιοκτησίας» (Βεργόπουλος Κ., «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975, σελ. 115).
Οι προκύψαντες στη συνέχεια τσιφλικούχοι και μεγαλοϊδιοκτήτες γης (θα δούμε τον τρόπο δημιουργίας τους παρακάτω), έχασαν τα προνόμια στη γη που κατείχαν, όταν το κράτος προχώρησε σε αναγκαστικές απαλλοτριώσεις γι’ αποκαταστάσεις ακτημόνων, κτηνοτρόφων και πολιτών στερουμένων οικίας. Με τον τρόπο αυτό έχασαν μέρος από την οικονομική και την συνακόλουθη πολιτική δύναμή τους, που τους πρόσφερε η μεγάλη ιδιοκτησία που κατείχαν, και αποδυναμώθηκαν −συνεπώς, δεν είχαν μόνο κοινωνικό βάρος οι πολιτικές αυτές, αλλά και οικονομικο-πολιτικό, αφού έτσι «ανακατεύονταν η τράπουλα» των διαχειριστών της εξουσίας στη χώρα και επανακαθορίζονταν οι σχέσεις ως προς αυτήν −μιας εξουσίας που είχε άμεση σχέση με τη γη, αφού η κατοχή της προσέδιδε οικονομική και πολιτική δύναμη στον κύριό της. Πάντως πρέπει να επισημάνουμε ότι οι αποκαταστάσεις δε συντελέστηκαν «αναίμακτα» για τα δάση, αφού μόνο κατά τη γενόμενη αποκατάσταση το 1926 άλλαξαν χρήση περίπου 2 εκατ. στρ. δασών!
Ειδικά για την Αττική όμως, πρέπει να πούμε ότι οι μεγαλοϊδιοκτήτες γης βγήκαν ισχυρά ωφελημένοι από τη διαμορφωθείσα κατάσταση, αφού η μεγάλη γαιοκτησία δε θίχτηκε τόσο από τις απαλλοτριώσεις, λόγω του μη προσανατολισμού της αττικής γης στην αγροτική οικονομία, αλλά και της μεγάλης κάλυψης της Αττικής από δάση (υπολογίζονταν στα πρώτα χρόνια του ελληνικού κράτους σε ποσοστό 60% του συνόλου της Αττικής, σύμφωνα με στοιχεία του καθηγητή Πέτρου Κοντού στο σύγγραμμά του «Δασική Πολιτική ιδία εν Ελλάδι μετά στοιχείων Αγροτικής Πολιτικής», που στη συνέχεια, κατά τον δασολόγο Αναστάσιο Στεφάνου, κατήλθαν σε ποσοστό 31% στις αρχές του 20ου αιώνα!). Τα δάση, αν και δε δύναντο ν’ αποτελέσουν αντικείμενο συναλλαγής, μολαταύτα συμπεριελήφθησαν στις μεγάλες γαιοκτησίες. Επόμενα δε, και με δεδομένο ότι τα δάση εξαιρούνταν των απαλλοτριώσεων, απέμειναν ως ιδιοκτησία των μεγαλοϊδιοκτητών.
Λέγει πάνου σε αυτά ο ιστορικός μελετητής του γαιοκτησιακού ζητήματος της Αττικής Θωμάς Δρίκος: «Κατά ένα περίεργο μάλιστα παιχνίδι της ιστορίας, μετά το 1950, τότε που στην Αττική άρχισαν να συγκεντρώνονται τεράστιες μάζες ελληνικού πληθυσμού, η μεγάλη γαιοκτησία του 1830, που είχε σχηματιστεί στα πλαίσια μιας αγροτικής κοινωνίας με βασικό στόχο τη γαιοπρόσοδο από την αγροτική παραγωγή και την κτηνοτροφία, κατόρθωσε και καρπώθηκε μια εκπληκτικά υψηλή γαιοπρόσοδο σαν οικοπεδική αξία πλέον. Για τούτο δεν είναι άμοιρη ευθυνών η άτολμη και δειλή πολιτική του ελληνικού κράτους στο ζήτημα των απαλλοτριώσεων από το 1917 και μετά, αλλά και η σωρηδόν ένταξη περιοχών στο σχέδιο πόλεως μετά το 1950, χωρίς την πρόβλεψη στοιχειώδους αντιπαροχής από μέρους της μεγάλης γαιοκτησίας σε ελεύθερη γη για κοινόχρηστους χώρους. Αλλά αυτά βέβαια είναι για μια άλλα φορά και για μια άλλη ιστορία. Ακόμη και σήμερα, και μάλιστα σήμερα, τα βουνά και τα δάση της Αττικής, η οικοπεδοποίησή τους και οι συχνές καταστροφικές πυρκαγιές, δεν είναι καθόλου άσχετες με τα ιδιωτικά συμφέροντα και δίκαια που προβάλλονται πάνω σε αυτά με την επίκληση των τότε χοτζετιών των Τούρκων αγάδων…» (Δρίκος Θ., «Οι πωλήσεις οθωμανικών ιδιοκτησιών της Αττικής 1830-1831», εκδόσεις Τροχαλία και Δήμος Γλυφάδας, Αθήνα 1994, σελ. 80-81).
Πώς δημιουργήθηκαν γαιοκτήμονες στην Ελλάδα;
Κατ’ εφαρμογήν των Συνθηκών που ρύθμιζαν τις σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου με τους Οθωμανούς που κατοικούσαν στην ελληνική επικράτεια, πραγματοποιήθηκαν αγοραπωλησίες από τους αποχωρήσαντες Οθωμανούς και τους (Έλληνες κεφαλαιούχους κατά βάσιν) αγοραστές της φερόμενης ως ιδιόκτητης γης τους. Δεν εφαρμόστηκε εν προκειμένω το δίκαιο της κατάκτησης, αλλά της ειδικής συνθήκης (της με ημερομηνία 9 Ιουλίου 1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης), βάσει του οποίου οι Οθωμανοί των μη περιερχομένων δικαιωμάτι πολέμου στο ελληνικό κράτος περιοχών θεωρήθηκαν ως μετανάστες εν καιρώ πολέμου, και το ελληνικό κράτος δεσμευόταν έναντι του τουρκικού ως προς την αναγνώριση των κεκτημένων δικαιωμάτων των Οθωμανών. Κατά τα οριζόμενα στη Συνθήκη, ισχύουν τα συμφωνηθέντα για το μέλλον και όχι για το παρελθόν, δηλαδή η γαιοκτησία αφορά στις δεσποζόμενες ιδιοκτησίες (δεσποζόμενος: ο που ανήκει στην κυριότητα κάποιου) και όχι τις δημευθείσες κατά τη διάρκεια του πολέμου. Έγινε τότε δεκτό, σύμφωνα με τις παραγράφους 5 και 6 του Πρωτοκόλλου της 3ης Φεβρουαρίου 1830, ότι οι Οθωμανοί μπορούσαν εάν το επιθυμούσαν να παραμείνουν στην Ελλάδα διατηρώντας τις ιδιοκτησίες τους ή και να πωλήσουν αυτές παραμένοντας στη χώρα μας, καθώς και να μεταβιβάσουν αυτές και ν’ αναχωρήσουν για την Τουρκία ασκώντας το δικαίωμα της μεταναστεύσεως. Είναι αυτονόητο ότι από αυτούς επιλέχθηκε η αναχώρησή τους πωλώντας τις ιδιοκτησίες τους, λόγω του δυσμενούς περιβάλλοντος που υπήρχε προς το πρόσωπό τους, αφού ήταν αντίπαλοι (εχθροί) των Ελλήνων στην επανάσταση που προηγήθηκε, καθώς και λόγω του συμφέροντος που είχαν να φύγουν μ’ ένα «καλό κομπόδεμα», αφού θα πωλούσαν ανέλεγκτες ιδιοκτησίες.
Ο σεβασμός των δικαιωμάτων των Οθωμανών στα δικαιώματα της φερόμενης γης τους, τόσον στη Παλαιά Ελλάδα όσον και αργότερα στις προσαρτημένες περιοχές, ήταν βρετανική απαίτηση, προκειμένου η Βρετανία να συναινέσει ως εγγυήτρια δύναμη στη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους σε πρώτη φάση, και στην επέκταση των ορίων του κατόπιν. Και σε αυτό το στάδιο παίχτηκε εν πρώτοις το παιχνίδι της συναλλαγής της γης και της αιφνίδιας ιδιωτικοποίησής της, αφού οι εκτάσεις που μεταβιβάζονταν κατά δήλωση των μετοικησάντων Οθωμανών, επί των οποίων συντάσσονταν οι τίτλοι, ήταν αφενός ανέλεγκτες ως προς το πραγματικό εμβαδόν τους, που κατά τις μεταβιβάσεις και με τον καθ’ όρια προσδιορισμό τους εμφαίνονταν με πολλαπλάσια έκταση της πραγματικής, αφετέρου περιλαμβανόταν σε αυτές δασική γη, η οποία, σύμφωνα με τον Οθωμανικό Νόμο ανήκε στον Σουλτάνο και περιέρχονταν στο Ελληνικό Δημόσιο, ως διάδοχο αυτού. Με τον τρόπο αυτό δασικού χαρακτήρα εκτάσεις περιήλθαν, μαζί με αγροτική και χορτολιβαδική γη, στους αγοραστές της, οι οποίοι αίφνης έγιναν κύριοι −πέραν των αγρών− δασών και λιβαδίων, και μεγαλοϊδιοκτήτες γης. Και τούτα έγιναν αποδεκτά παρά το γεγονός ότι στην Αττική, μετά από τους επιδέξιους χειρισμούς του Έλληνα εκπροσώπου γερουσιαστή Δημητρίου Περρούκα, ο οποίος έπεισε τον Τούρκο εκπρόσωπο Χατζή μπέη να δώσει πίνακα των τουρκικών κτημάτων προκειμένου να πειστεί ο Καποδίστριας για την εξαγορά τους από το ελληνικό κράτος, υπήρξε μιαν καταγραφή των κτημάτων των Οθωμανών, που ήταν μικροεκτάσεις των 1-2 στρ.!
Έτσι στην Ελλάδα δημιουργήθηκαν αίφνης γαιοκτήμονες, κάτοχοι χιλιάδων στρεμμάτων γης, προερχόμενη από αγορά της από τους αποχωρήσαντες Οθωμανούς, και το αποφασιστικό βήμα ως προς αυτό δόθηκε με τη μετατροπή του δικαιώματος εξουσίασης (τεσσαρούφ) σε δικαίωμα απόλυτης κυριότητας, εφαρμόζοντας το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο. Ενώ δηλαδή, έως εκείνη τη στιγμή κρατήθηκε μια διαχρονικά συνεπής στάση ως προς την γαιοκτησία στον ελληνικό χώρο, ξεκινώντας από τη βυζαντινή εποχή και φτάνοντας στην Τουρκοκρατία, μην επιτρέποντας την απεριόριστη και καταχριστική επικράτηση του καπιταλισμού στις έγγειες σχέσεις, διαμορφώθηκε όμως κατόπιν, με τον τρόπο που είπαμε παραπάνω, μια κατάσταση πλήρους κι απεριόριστης ιδοκτησίας του εδάφους, προκύπτουσα από την ερμηνεία των κεκτημένων δικαιωμάτων επί της γης. Ακολουθήθηκε ως προς αυτό το καπιταλιστικό πρότυπο της γαιοκτησίας, που προήλθε από την πολιτική απελευθέρωσης της γης, σύμφωνα με τα κελεύσματα του βρετανικού καπιταλισμού και της γαλλικής επανάστασης. Πλην όμως η απελευθέρωση της γης στην Ελλάδα οφέλησε αποκλειστικά τους κεφαλαιούχους, που είχαν τα κεφάλαια κι επιδίωκαν να επενδύσουν στη γη, βλέποντας αυτή ως πηγή οικονομικού οφέλους. Ενδεικτικά ν’ αναφέρουμε ότι η αγορά γης στην Αττική και την Εύβοια θεωρήθηκε τότε εξαιρετικά επικερδής επένδυση, τέτοια που ο φιλέλληνας Ελβετός τραπεζίτης, φίλος του Καποδίστρια, Ιωάννης Γαβριήλ Εϋνάρδος, αναφερόταν σ’ επιστολές του στη δυνατότητα άμεσου τετραπλασιασμού των χρημάτων που θα τοποθετούνταν σε αυτή την αγορά, εκτιμώντας τη συνολική πραγματική αξία των εν λόγω κτημάτων σε 18 εκατ. γαλλικά φράγκα, ενώ ήταν δυνατή η εξαγορά τους με τις τρέχουσες συνθήκες στα 6 εκατ. γαλλικά φράγκα! (πηγή: Θεοτόκης Σπ., «Αλληλογραφία Εϋνάρδου», Αθήναι 1919).
Συνεπώς, κι ενώ το νεοσύστατο ελληνικό κράτος ακολούθησε πολιτική εθνικοποίησης της γης, παράλληλα, και σ’ αντίθετη ρότα ανέχτηκε και επικύρωσε την ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους των οθωμανικών γαιών, στις οποίες περιλαμβανόταν και δάση, αφήνοντας ανοικτό το πεδίο δημιουργίας γαιοκτημόνων σε μια χώρα στην οποία δεν είχε τέτοιο παρελθόν −ακόμη και ο αποκαλούμενος «βυζαντινός φεουδαρχισμός» δεν είχε τα χαρακτηριστικά του ευρωπαϊκού και δεν ήτο κατ’ ουσίαν φεουδαρχισμός, αφού οι βυζαντινοί αξιωματούχοι δεν κατείχαν γη αλλά διαχειρίζονταν κρατική γη, παραμένοντας ανακλητοί ανά πάσα στιγμή, με το δικαίωμά τους να περιορίζεται επί του φόρου, δηλαδή επί του υπερπροϊόντος (άλλο βέβαια αν κάποιοι από αυτούς απέκτησαν τέτοια δύναμη, κατά τα ύστερα χρόνια του Βυζαντίου, κι αμφισβήτησαν την κεντρική εξουσία, αυτοανακηρυσσόμενοι ηγεμόνες).
Αναφέρει σχετικά ο Θωμάς Δρίκος, περιγράφοντας γλαφυρά την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στην Αττική: «Όλες οι τουρκικές ιδιοκτησίες των Αθηνών και κυρίως τα μεγάλα κτήματα της Αττικής πωλήθηκαν πράγματι αντί πινακίου φακής στους Έλληνες και ξένους αγοραστές εκείνης της εποχής, σε χρονικό διάστημα μικρότερο των πέντε μηνών. Η συντομία του χρόνου στον οποίο έγιναν οι πωλήσεις, η απουσία συγκροτημένης διοικήσεως στην Αθήνα για να ελέγξει τις όποιες παρανομίες, η αρπακτικότητα της τουρκικής εξουσίας όπως εκφράστηκε με το ποσοστό του 30% επί των ποσών που καταβλήθηκαν για τα μεγάλα κτήματα που εισέπραττε ο Ισμαήλ μπέης (σημείωση: ο εκπρόσωπος του τουρκικού κράτους στον έλεγχο και την επικύρωση των αγοραπωλησιών), το όργιο πωλήσεως δημοσίων εκτάσεων ως ιδιωτικών, τις οποίες με ασφάλεια πωλούσαν οι Τούρκοι, μια και ποιος θα τους ζητούσε ευθύνες καθώς αναχωρούσαν δια παντός από την Αθήνα και την Ελλάδα, η απληστία των αγοραστών για να γίνουν γρήγορα πλούσιοι με την αγορά φτηνών και μεγάλων κτημάτων, η ερήμωση της Αττικής από κατοίκους που θα αποτελούσαν ένα φράγμα στις παρανομίες που έγιναν τότε, οδήγησαν σε μια κατάσταση όπου η δημόσια γη στην Αττική δεν υπήρχε πουθενά. Τα βουνά πουλημένα και καταπατημένα, τα δάση το ίδιο, η ίδια η πόλη της Αθήνας με ανύπαρκτες δημόσιες εκτάσεις γης. Η Ελληνική Επανάσταση, ως προς το ζήτημα της μορφής της γαιοκτησίας στην Αττική και εφόσον δώσουμε στη λέξη επανάσταση το νόημα της ανατροπής, απέτυχε. Οι Έλληνες μεγαλογαιοκτήμονες διαδέχτηκαν τους Τούρκους. Στην ουσία μάλλον περί διαδοχής επρόκειτο» (Δρίκος Θ., «Οι πωλήσεις οθωμανικών ιδιοκτησιών της Αττικής 1830-1831», εκδόσεις Τροχαλία και Δήμος Γλυφάδας, Αθήνα 1994, σελ. 79).
Σ’ ένα δεύτερο στάδιο, επειδή η δασική γη ήταν «άχρηστη» στους νέους γαιοκτήμονες, μεθοδεύτηκε η μετατροπή της σε αγροτική ή σε οικοπεδική, για να την εκμεταλλευτούν. Τούτο επιτεύχθηκε είτε νομίμως, με διατάξεις νόμων που ψηφίζονταν για το σκοπό αυτό, είτε νομοτύπως, με άδειες εκχερσώσεως που δινόταν «για ένα στρέμμα και με αυτές “κατέβαινε” ολάκερο το βουνό» (λόγια του παλαιού δασολόγου, και βαθύ γνώστη του δασικού προβλήματος, Αναστάσιου Στεφάνου, που ήθελε δι’ αυτών να δείξει τον τρόπο που λειτουργούσε η χωροφυλακή στη φύλαξη των δασών κατά τον 19ο αιώνα, αφού ήταν τότε ο αποκλειστικός φύλακάς τους), είτε παρανόμως, με τη −βάσιμη− ελπίδα της μετέπειτα νομιμοποίησης των εκχερσώσεων και της αλλαγής χρήσης της γης. Δεν αποκλείστηκε δηλαδή η δασική γη (όπως εξάλλου και η εθνική) από το εμπορευματικό κύκλωμα που διαμόρφώθηκε, με προφανή σκοπό την «αξιοποίησή της», που φυσικά δεν περιλαμβανόταν σε αυτήν η διατήρηση της δασικής μορφής της! Ως προς αυτό, τη μετατροπή δηλαδή της δασικής γης σε αγροτική και οικοπεδική, συντέλεσε καταλυτικά το πολιτικό σύστημα, βοηθούμενο από κάθε μορφή εξουσίας (τη νομοθετική, την εκτελεστική, τη δικαστική).
Σ’ ότι δε αφορά στα μεγάλα τσιφλίκια που «βρήκε» το ελληνικό κράτος στη Θεσσαλία, και έπρεπε (βάσει των Συνθηκών) να τα σεβαστεί, αυτά δημιουργήθηκαν μόλις σε διάστημα τριών ετών πριν η Θεσσαλία και η Άρτα περιέλθουν το 1881 στο ελληνικό κράτος, όταν με την υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου το 1878, απαγορεύτηκε στο ελληνικό κράτος να εθνικοποιήσει τα οθωμανικά αυτά κτήματα. Τούτα δημιουργήθηκαν ήδη από το 1858 όταν τροποποιήθηκε ο οθωμανικός νόμος «Περί Γαιών», που συμπλήρωνε το Χάτι Χαμαγιούν του 1856 και το Τανζιμάτ του 1839 (μεταρρυθμιστικά σουλτανικά διατάγματα που μεταξύ των άλλων ρύθμιζαν και ζητήματα γαιοκτησίας), και με τη μετατροπή του τεσσαρούφ (του δικαιώματος διηνεκούς εξουσίασης, με ορισμένη και ανεπίδεκτη μετατροπής χρήση του εδάφους), σε δικαίωμα απόλυτης κυριότητας της γης (μουτεσσαρήφ) –με τις αγοραπωλησίες που συντελέστηκαν, μετατράπηκαν τα οθωμανικά κτήματα σε τσιφλίκια Ελλήνων.
Τα τσιφλίκια διαδέχτηκαν τα τιμάρια που υπήρχαν επί Οθωμανικής κυριαχίας, που ήταν εκτεταμένα αργοκτήματα, που περιελάμβαναν και κεφαλοχώρια. Το τιμαριωτικό σύστημα αποτέλεσε έκφραση του οθωμανικού συστήματος διοίκησης, συνιστώντας την οικονομική-φορολογική βάση της οθωμανικής αυτοκρατορίας όταν άρχισε να παρακμάζει τον 17ο αιώνα. Επί των τιμαρίων ο Σουλτάνος είχε την ψιλή κυριότητα της γης, που την εκχωρούσε στους αξιωματούχους τους για να την καλλιεργούν, χωρίς όμως να έχουν την κυριότητα, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική προσφορά τους σε περίπτωση πολέμου. Η φορολόγηση γινόταν επί των συγκομιζομένων προϊόντων. Τα τιμάρια ήταν συνήθως 1.500-2.500 στρεμμάτων, ενώ η παραχώρηση ήταν ανακλητή και δε μεταβιβάζονταν απευθείας στους άρρενες απογόνους. Η με τον παραπάνω τρόπο συγκροτημένη θεσσαλική γη ήταν κατά τα 3/4 διηρημένη σε μεγάλες ιδιοκτησίες. Από την παραπάνω δυνατότητα των αγοραπωλησιών μεταξύ των τιμαριούχων Οθωμανών και των Ελλήνων νεοτσιφλικάδων δεν εξαιρούνταν τα δάση και οι βοσκές, που αφομοιώθηκαν στην υπόλοιπη μη δασική ιδιοκτησία βάσει της από 29.7.1882 Συνθήκης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η οποία κυρώθηκε με το νόμο ΠΛΖ της 11/13.3.1882, διαφοροποιούμενο έτσι το εδώ γαιοκτητικό καθεστώς για τα δάση σε σχέση με εκείνο που ίσχυσε στην Παλαιά Ελλάδα, και διαμορφώθηκε με το Διάταγμα του 1936 «Περί ιδιωτικών δασών» (που θα δούμε παρακάτω).
Έχοντας οι Οθωμανοί ισχυρούς νεοπαγείς τίτλους επί −κατά κανόνα− ανέλεγκτων εκτάσεων ως προς τα εμβαδά τους, εφοδιασμένους από την Κωνσταντινούπολη, εμφανίζονταν να είναι κύριοι πολύ μεγάλων περιοχών, τις οποίες, μετά την υπογραφή της Συνθήκης του Βερολίνου, άρχισαν να πωλούν προκειμένου να μετοικήσουν στην Τουρκία, λόγω της υπαγωγής της Θεσσαλίας και της Άρτας στην Ελλάδα. Οι ελληνικές κυβερνήσεις κείνης της περιόδου, με προεξάρχουσα εκείνη του Χαριλάου Τρικούπη (κυβέρνησε κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρονικού διαστήματος 1880-1890), παρότρυνε Έλληνες μεγαλοκεφαλαιούχους του εξωτερικού ν‘ αγοράσουν τα οθωμανικά αυτά κτήματα, για να μην περιέλθουν σε ξένους. Δεσμεύτηκαν δε (οι εν λόγω κυβερνήσεις) ότι θα διευκολύνουν τη μετάβαση αυτού του προνομιακού καθεστώτος στην ελληνική πραγματικότητα, και ότι δε θα θιγόταν οι δημιουργηθείσες περιουσίες.
Έτσι βλέπουμε να διαμορφώνεται γαιοκτημονικό καθεστώς τσιφλικούχων στη Θεσσαλία (λιγότερο στην Άρτα −εκεί δημιουργήθηκε το τσιφλίκι Καραπάνου, μετέπειτα Υπουργού Εξωτερικών), με την ενθάρρυνση και τη στήριξη των τοτινών κυβερνήσεων, από Έλληνες μεγαλοκεφαλαιούχους του εξωτερικού, οι οποίοι δεν είχαν καμιά σχέση με τη γη (ήταν έμποροι, διπλωμάτες, τραπεζικοί κ.ά.), αλλά είδαν την αγορά γης στην Ελλάδα ως επένδυση. Ανάλογη κατάσταση επικράτησε στη Μακεδονία και στην Ήπειρο. Κάποιοι από αυτούς τους μεγαλοκεφαλαιούχους ήταν οι Ζωγράφος, Σκυλίτσης, Μπαλτατζής, Στεφάνοβικ, Ζαρίφης, Συγγρός, Ζάππας, Καρτάλης, Τερτιπής κ.ά. Σύμφωνα με τον Στεφανίδη, τα τσιφλίκια στη Θεσσαλία έφταναν σε ποσοστό το 50, 5% της συνολικής επιφάνειάς της, στη Μακεδονία το 41%, και στην Ήπειρο το 33% (Στεφανίδης 1953, σελ. 213). Καταλάβαινουμε συνεπώς το μέγεθος της γαιοκτησίας που διαμορφώθηκε σε αυτές τις περιοχές και της δύναμης (οικονομικής και της συνεπακόλουθης κοινωνικής και πολιτικής) που συγκεντρώθηκε στα χέρια των τσιφλικούχων. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι οι τσιφλικούχοι της Θεσσαλίας αρνήθηκαν ν’ αποτελέσουν τα τσιφλίκια τους το σιτοβολώνα της Ελλάδας, για την επίλυση του σιτικού της προβλήματος, διαθέτοντας τις μεγαλύτερες εκτάσεις τους για βοσκές, ευνοώντας έτσι το τσελιγκάτο, που για το λόγο αυτό τους υποστήριξε, γενόμενοι κατ’ αυτό τον τρόπο πλουσιότεροι, αφού επιτεύχθηκε, λόγω της μικρότερης παραγωγής, εκτόξευση των τιμών των σιτηρών. Επίσης, με τις ψήφους τους ως βουλευτές «έριξαν» από την κυβέρνηση τον Αλέξανδρο Κουμουνδούρο, που αντιπαλεύτηκε με αυτούς, παρά το γεγονός ότι ο Κουμουνδούρος πρωτοστάτησε στην προσάρτηση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, κι ανέβασαν τον Χαρίλαο Τρικούπη, που ακολούθησε πολιτική προστατευτισμού των τσιφλικιών!
Δεν υπήρξαν το λοιπόν μεγαλοϊδιοκτήτες γης στην Ελλάδα, αλλά δημιουργήθηκαν με τις αγοραπωλησίες που συντελέστηκαν μετά την απελευθέρωση ή που προηγήθηκαν της απελευθέρωσης ελληνικών περιοχών, και που απέρρευσαν κατά κύριο λόγο από τις Συνθήκες που υπέγραψε η χώρα μας, αλλά και από το αντίστοιχο νομοθετικό πλαίσιο που δημιουργήθηκε, ως επακόλουθο τούτων −ακόμη και οι κοτζαμπάσηδες, τότε δυναμώνονταν γαιοκτητικά. Στην πορεία οι μεγαλοϊδιοκτήτες αυτοί «αποκαθηλώθηκαν» με τις απαλλοτριώσεις της γης που κατείχαν και που συντελέστηκαν για τις αποκαταστάσεις των ακτημόνων κ.λπ. –βέβαια αυτοί, οι μεγαλοϊδιοκτήτες της γης, βάσει του πλούτου που επισσώρευσαν, έστρεψαν στη συνέχεια αλλού τη δραστηριότητά τους, όπως στη βιομηχανία, τη ναυτιλία και το εμπόριο. Πάντως, εκείνο που συνάγεται είναι ότι το ελληνικό κράτος κράτησε ως δημόσια την εθνικοποιημένη γη και δεν την εκπλειστηρίασε για να εισρεύσουν χρήματα στο δημόσιο ταμείο, κρατώντας ως προς αυτό μια γενικά συνεπή στάση, διανέμοντας κατόπιν την εθνική γη, ασκώντας έτσι κοινωνική πολιτική. Με τη στάση του αυτή διαφαίνεται, χωρίς φυσικά ν’ αποκλείονται οι παρεκκλίσεις, η άρνησή του στο κεφάλαιο να γίνει κάτοχος της γης και ν’ ασκεί πολιτική δι’ αυτής. Ίσως να ήταν κι ένας λόγος αυτός, περιορισμού της πολιτικής εξουσίας του κεφαλαίου, με τον αποκλεισμό του από την κατοχή της γης, και του προσεταιρισμού από την άλλη πλευρά των λαϊκών μαζών, με τη διανομή της γης −διπλό συνεπώς το όφελος!
Οι παραπάνω αγοραπωλησίες σ’ ότι αφορά στα δάση, και γενικά στην κατοχή δασικής γης, έπρεπε να επικυρωθούν από το ελληνικό κράτος. Νομοθετικό πλαίσιο δεν υπήρχε γι’ αυτό. Το δημιούργησαν οι Βαυαροί και ήταν το Διάταγμα 17/11-1/12/1836 «Περί ιδιωτικών δασών» (ΦΕΚ 69/1.12.1836), όπως και το Βασιλικό Διάταγμα 3433/1838, που θα δούμε παρακάτω κι αφορούσε στις αγοραπωλησίες που συντελέστηκαν στις περιοχές που δεν περιήλθαν στο ελληνικό κράτος δικαιώματι πολέμου. Με το εν λόγω νομοθετικό πλαίσιο εξετάστηκαν οι γενόμενες αγοραπωλησίες και αναγνωρίστηκαν τα δάση ως ιδιωτικά.
Με τον τρόπο αυτόν έκλεισε ένας κύκλος δημιουργίας της μεγάλης γαιοκτησίας στην Ελλάδα –σε υπολογίσιμο βέβαια βαθμό, σίγουρα όμως όχι όπως στη δυτική Ευρώπη–, παρά το γεγονός ότι ως χώρα δεν είχαμε τέτοιο παρελθόν· διαμορφώθηκε όμως μέσα από τις καταστάσεις που επικράτησαν με τη σύσταση (ή λίγο πριν αυτής) του νέου ελληνικού κράτους. Στη γαιοκτησία περιελήφθησαν δάση, τα οποία θεωρήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους χρήσιμα για την αξία της γης τους κι όχι των προσφορών τους. Για το λόγο τούτο έγιναν προϊόν συναλλαγής και εκχερσώθηκαν, προκειμένου να αξιοποιηθεί η γη τους. Η συγκεκριμένη κατάσταση απέκτησε διά των ετών τα χαρακτηριστικά του συνήθους γεγονότος, αποτέλεσε πράξη οικεία κι εντέλει αποδεκτή και μη δυνάμενη ν’ αναιρεθεί, και μόνο με το Σύνταγμα του 1975 σταμάτησε, μη υφισταμένης στο εξής της προηγούμενης νομιμοποίησης και αποδοχής, αφού όμως εντωμεταξύ είχαν χαθεί εκατομμύρια στρέμματα πολύτιμων δασών μας.
Βιβλιογραφία
- Αμπού Εντμ., «Η Ελλάδα του Όθωνος», μετάφραση: Α. Σπήλιος, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα αχρονολόγητο.
- Ανδρεάδης Ανδρ., «Ιστορία των εθνικών δανείων», Αθήναι 1904.
- Αρμενόπουλος Κ., «Πρόχειρον Νόμων ή Εξάβιβλος», επιμέλεια: Κωνσταντίνος Γ. Πιτσάκης, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήναι 1971.
- Βακαλόπουλος Κ. Α., «Η περίοδος της αναρχίας (1831-1833)», εκδόσεις Παρατηρητής, Αθήνα 1984.
- Βάσος Γ., «Η εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας», εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή, Αθήνα 1945.
- Βεργόπουλος Κ., «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975.
- Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, «Ιδιοκτησιακό ζήτημα δασικών εδαφών της Ελλάδας», συνέδριο 19-21 Ιουνίου 1991, πρακτικά, Γεωτεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη 1991.
- Γεωργιάδου Μ., «Δασική νομοθεσία», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2004.
- Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, «Το αγροτικό πρόβλημα της Ελλάδας», πρακτικά διημερίδας, 7-8 Μαΐου 1997, επιμέλεια έκδοσης: Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Αθήνα 1998.
- Γιαννακούρος Π. Ε., «Αγροτική νομοθεσία. Μετά διατάξεων προσφυγικής και δασικής νομοθεσίας», Αθήναι 1974.
- Γιαννακούρος Π. Ε., «Δασικός Κώδικας και δασικοί νόμοι», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα 2002.
- Γιαννόπουλος Κ. Ι., Φραγκοδημητρόπουλος Θ., Δ., «Ισχύουσα δασική νομοθεσία και ερμηνεία αυτής», Τόμοι Α΄ & Β΄, Τύποις Απ. Α. Χαλούλου, Αθήναι 1939.
- Γκιόλιας Μ. Α., «Παραδοσιακό δίκαιο και οικονομία του τσελιγκάτου», εκδόσεις Πορεία, Αθήνα 2004.
- Γρίσπος Π., «Δασική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος», έκδοση Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, Αθήναι 1973.
- Δανιηλίδης Δ., «Νεοελληνική κοινωνία και οικονομία», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1934.
- Δαουτόπουλος Γ. Α., Κουτσούκος Μ. Η., «Ιστορία της Γεωργίας», εκδόσεις Ζυγός, Θεσσαλονίκη 2008.
- Δρίκος Θ., «Οι πωλήσεις οθωμανικών ιδιοκτησιών της Αττικής 1830-1831», εκδόσεις Τροχαλία και Δήμος Γλυφάδας, Αθήνα 1994.
- Dugelay A., «Το πρόβλημα της διαθέσεως των γαιών», απόδοση: Α. Γώγος, περιοδικό «Δασικά Χρονικά», Ιούνιος-Ιούλιος 1966.
- Ελληνική Δασολογική Εταιρεία, «Δασική ανάπτυξη. Ιδιοκτησιακό-Χωροταξικό», πρακτικά 6ου Πανελληνίου Δασολογικού Συνεδρίου, Χανιά 6-8 Απριλίου 1994, Θεσσαλονίκη 1995.
- Θεοτόκης Σπ., «Αλληλογραφία Εϋνάρδου», Αθήναι 1919.
- Ιερά Κοινότητα Αγίου Όρους Άθω, «Το καθεστώς του Αγίου Όρους Άθω», έκδοση της Ιεράς Κοινότητας Αγίου Όρους Άθω, Άγιον Όρος 1996.
- Καπετάνιος Αντ., «Τη χώρα που μου πήρανε γυρεύω…», εκδόσεις Ηλιοτρόπιο, σειρά: Memorandum, Αθήνα 2003.
- Κεμίδης Κ., «Δασική ιδιοκτησία», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1995.
- Κοντός Π., «Δασική Ελληνική Ιστορία», Αθήναι 1929.
- Κοντός Π., «Δασική Πολιτική, ιδία εν Ελλάδι, μετά στοιχείων Αγροτικής Πολιτικής», Θεσσαλονίκη 1933.
- Κοραής Αδ., «Άπαντα», εκδόσεις Μπίρης, Αθήνα 1969.
- Κορδάτος Γ., «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα», εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973.
- Κουρουσόπουλος Ευθ., «Δασική ιδιοκτησία και διαχείριση», Αθήνα 1978.
- Κουτσομητόπουλος Π. Γ., «Συλλογή νόμων, Β.Δ. και υπουργικών πράξεων του Υπουργείου Γεωργίας», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Εν Αθήναις 1922.
- Κρεμμυδάς Β., «Νεότερη ιστορία, ελληνική και ευρωπαϊκή», εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1990.
- Κρόκος Αγγ. Γ., «Δασική νομοθεσία», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Εν Αθήναις 1920.
- Λούκος Χρ., «Κυβερνήτης Καποδίστριας, πολιτικό έργο, συναίνεση και αντιδράσεις», σειρά: Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμοι τρεις, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
- Μακρής Ασ., Γώγος Επ., «Δασική νομοθεσία. Κωδικοποίησις, ερμηνεία, νομολογία, σχόλια», έκδοση Γεωργίου Π. Χάντζου, Αθήναι 1958.
- Μακρυγιάννης (στρατηγός), «Απομνημονεύματα», επιμέλεια: Γιάννης Βλαχογιάννης, τόμοι τρεις, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2011.
- Μάουρερ Γκ., «Ο ελληνικός λαός», μετάφραση: Όλγα Ρομπόκη, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις αφοί Τολίδη, Αθήνα 1976.
- Μαριά Ε. Α., «Η νομική προστασία των δασών», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1998.
- Μαριά Ε. Α., «Δασική νομοθεσία», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011.
- Μοσκοβάκης Ν. Γ., «Το δίκαιον επί Τουρκοκρατίας», διατριβή επί υφηγεσία, εκ του τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, Εν Αθήναις 1882 (αναστατική έκδοση εκ του Βιβλιοπωλείου Νότη Καραβία, Αθήνα 1992).
- Νάκος Γ. Π., «Το νομικό καθεστώς των τέως Οθωμανικών γαιών 1821-1912», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1984.
- Νάκος Γ. Π., «Εξελικτικές διακυμάνσεις του οθωμανικού γαιοκτητικού συστήματος 1821-1912», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1986.
- Νικοκάβουρα Α. (επιμ.), «Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του ελληνικού κράτους», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1983.
- Νικολαΐδης Δ., «Οθωμανικοί Κώδικες, ήτοι συλλογή απάντων των νόμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαταγμάτων, κανονισμών, οδηγιών και εγκυκλίων», τύποις Αδελφών Νικολαΐδων, Εν Κωνσταντινούπολει 1889.
- Οικονομάκος Ι., Λ., «Περί κληρονομιάς υπηκόων Ελλήνων Μουσουλμάνων (Μωαμεθανών) το θρήσκευμα, ήτοι περί της εφαρμοστέας εν Ελλάδι νομοθεσίας», εκδοτικός οίκος Δημοσθένους Θεοφιλόπουλου, Αθήναι 1932.
- Πανταζόπουλος Ν., «Αστικός Κώδιξ και εθνικόν δίκαιον», Αθήναι 1945.
- Πανταζόπουλος Ν., «Ιστορική εισαγωγή εις τα πηγάς του Ελληνικού Δικαίου», εκδόσεις Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1968.
- Πανταζόπουλος Ν., «Παραδοσιακοί αγροτικοί θεσμοί σε δοκιμασία. Η περίπτωση της Θεσσαλίας», εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1986.
- Πετρόπουλος Γ., «Η συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους (1833-1834)», τόμοι δύο, Αθήνα 1984.
- Ρος Λ., «Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833)», μετάφραση: Α. Σπήλιος, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, Αθήνα 1976.
- Σάθας Κ. Ν., «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Αθήναι 1880 (αναστατική έκδοση εκ του Βιβλιοπωλείου Νότη Καραβία, Αθήνα 1995).
- Σιάτρας Δ. Θ., «Οι αγοραπωλησίες ακινήτων στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα», πρόλογος: Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1992.
- Σκαρίμπας Γ., «Το 1821 και η αλήθεια», τόμοι δύο, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1995.
- Σκληρός Γ., «Το κοινωνικό μας ζήτημα», Αθήναι 1907.
- Σούτσος Ι., «Πλουτολογία», Αθήναι 1868.
- Στεργιόπουλος Ι., «Δασικαί, αγροτικαί, παραλιακαί εκτάσεις», Εκδοτικόν Γραφείον Σείριος, Αθήναι 1973.
- Στεφάνου Αν. Γ., «Το δάσος που λαχτάριζες», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1974.
- Στράτος Ανδρ. Ν., «Το Βυζάντιον στον Ζ΄ αιώνα», πρόλογος: Δ. Α. Ζακυθηνός, τόμοι τέσσερεις χρονολογημένοι τα έτη 1965, 1966, 1969, 1972, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήναι.
- Τιρς Φρ., «Η Ελλάδα του Καποδίστρια», μετάφραση: Α. Σπήλιος, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα αχρονολόγητο.
- Τρικούπης Σπ., «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», τόμου τέσσερεις, εκδοτικός οίκος Χρήστου Γιοβάνη, Αθήναι 1968.
- Τρωιανός Σπ., «Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1999.
- Τσάλτας Αν., «Το ελληνικό αγροτικό πρόβλημα από την αρχαιότητα έως σήμερα», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1977.
- Τσέκος Ε., Π., «Σκέψεις για τη δασική νομοθεσία μας», Τυπογραφείο Ερμής, Γιάννινα 1935.
- Τσοποτός Δ. Κ., «Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν», ιδιωτική έκδοση, Βόλος 1912.
- Υπουργείο Γεωργίας, «Πρώτη Εθνική Απογραφή Δασών», ΓΓΔ&ΦΠ, Υπουργείο Γεωργίας 1992.
- Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Υπηρεσία Δασών, «Δασική νομοθεσία», εκδόσεις «Καταστήματα Μιχ. Μαντζεβελάκη», Εν Αθήναις 1915.
- Φίνλεϋ Γ., «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», τόμοι δύο, μετάφραση: Αλίκη Γεωργούλη, Θεώρηση: Ελένη Γαρίδη, εκδόσεις αφοί Τολίδη, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, Αθήνα αχρονολόγητο.
- Φωτιάδης Δ., «Όθωνας, η μοναρχία», έκδοση όγδοη, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1978.
- Χαρζίκος Γ., «Τουρκικές γαίες. Εφαρμογή οθωμανικής νομοθεσίας στις Νέες Χώρες. Διάκριση γαιών», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1980.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***