Ενάντια στης φύσης τη λεηλασία, αγώνας για τη γη και την ελευθερία

Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Το ιδιωτικό στη φύση


Πώς η οικονομία ελέγχει το φυσικό αγαθό;

«Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα
κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο
τώρα χωριάτες παζαρεύουν τα τσιμέντα
και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο.
(…)
Κοιμήσου Περσεφόνη
στην αγκαλιά της γης
στου κόσμου το μπαλκόνι
ποτέ μην ξαναβγείς».


(«Ο εφιάλτης της Περσεφόνης», Νίκος Γκάτσος)

Ως κοινωνία αποφασίσαμε να δώσουμε μέρος της φύσης στην ιδιοκτησία τινός, εξαρτώμενοι (και αγόμενοι) από την κατοχή της γης. Βέβαια, θεωρήσαμε ότι διασφαλίσαμε την απόλαυση της φύσης, εκ του γεγονότος ότι π.χ. το δάσος, ο υγρότοπος, το λιβάδι κ.ά. αποτελούν φυσικά αγαθά και δικαιωματικά απολαμβάνονται, αλλά, όπως είδαμε, τούτο κατά βάσιν δεν ισχύει, αφού ανατρέπεται από τα ίδια τα ζητήματα που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή του, έτσι που το απαιτούμενο εμφανίζεται τελικά ως πρόταγμα χωρίς ουσιαστικό αποτέλεσμα. Και τούτο διότι ο πολίτης δεν απολαμβάνει το φυσικό αγαθό με την πληρότητα και τη συμμετοχικότητα που απαιτεί μια τέτοιας σημασίας ενεργή και συνειδητή πράξη, ενώ από την άλλη μεριά ο ιδιοκτήτης, που προσβλέπει στη γη κι αγνοεί το φυσικό αγαθό, επιδιώκει την αξιοποίηση της ιδιοκτησίας του κι όχι τη διατήρησή της κατά τα επιβαλλόμενα μέτρα και τους κανόνες από την προστασία του φυσικού αγαθού. Στην τελευταία περίπτωση βρίσκει αυτός έναν πολύτιμο σύμμαχο, που είναι το κράτος· όχι τόσο στη διοικητική του έκφραση, αλλά στην πολιτική, διά των κυβερνώντων, οι οποίοι εισηγούνται νόμους και προωθούν την εφαρμογή βλαπτικών για το φυσικό περιβάλλον πολιτικών.


Ιδιόκτητη, συρματοφραγμένη φύση!

Βλέπουμε λοιπόν ότι το κράτος, αν και θεματοφύλακας του φυσικού αγαθού, τόσο στη δημόσια όσο και στην ιδιωτική γη, παραβλέπει τη διαφύλαξή του, θέτοντας ως προτεραιότητα την ανάπτυξη της χώρας. Αυτή νοείται με τη δέσμευση της γης για τον αναπτυξιακό σκοπό και δικαιολογείται με την έννοια του δημοσίου συμφέροντος, που αποτελεί και συνταγματική επιταγή, ως κατ’ εξαίρεση μέτρο εις βάρος του φυσικού αγαθού (άρθρο 24 του Συντάγματος), ώστε να ικανοποιηθεί η δημόσια ωφέλεια. Στο πλαίσιο της παραπάνω θεώρησης, το κράτος συναινεί στην απώλεια του ιδιωτικού φυσικού αγαθού (επί του οποίου έχει την εποπτεία), ενώ αποδίδει και μέρος της περιουσίας του με το εν αυτής φυσικό αγαθό, είτε με ιδιωτικοποιήσεις, είτε με παραχωρήσεις δημόσιας γης για επενδύσεις, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οικονομικοί στόχοι -η αγορά δηλαδή. Μέσω της αγοράς εξυπηρετείται η παραγωγή με το μικρότερο δυνατό κόστος, κάτι που δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί χωρίς τον κερδοσκοπικό ανταγωνισμό. Η αποδιδόμενη όμως για την οικονομική δραστηριότητα γη, που «μοιραία» περιέρχεται σε ιδιωτική χρήση ή σε ιδιωτική κτήση για την υλοποίηση αυτής της δραστηριότητας, συντηρεί ένα φυσικό αγαθό που εξυπηρετεί το σύνολο της κοινωνίας, τη δημόσια ωφέλεια δηλαδή, το οποίο δε λαμβάνεται υπόψη από το κράτος κατά τη μεταβίβαση της γης ή η απώλεια θεωρείται ως «αναγκαίο κακό». Η απώλειά του δε, πραγματοποιείται για την εξυπηρέτηση μιας άλλης δημόσιας ωφέλειας, που έχει οικονομικά χαρακτηριστικά. Ο ελεύθερος κερδοσκοπικός ανταγωνισμός το καταλύει αξιακά, αφού έχει προαχθεί το οικονομικό συμφέρον και προβληθεί ως δημόσιο συμφέρον (με το αιτιολογικό ότι εξυπηρετεί τη δημόσια οικονομία…), κι έτσι γίνεται «θύμα -όπως συνηθίσαμε να λέμε- του συστήματος». Το κράτος εν προκειμένω σκέφτεται και λειτουργεί με όρους της αγοράς. Σ’ ένα τέτοιο σύστημα επικρατεί το ατομικό όφελος έναντι του συλλογικού, αφού ο επενδυτής, που για λόγους δημόσιας ωφέλειας και με την άδεια του κράτους ενεργεί, προτάσσει -όπως είναι φυσικό- το κέρδος, που αποτελεί προσωπική του ωφέλεια. Η εικόνα του οικονομικά και κατ’ επέκτασιν πολιτικά ισχυρού ατόμου, που αναπτύσσει οικονομικά τη χώρα, είναι το προβαλλόμενο πρότυπο, και στο άτομο αυτό ανατίθεται η άτυπη αλλά ισχυρή αποστολή (αν όχι αρμοδιότητα…) να δημιουργήσει ανάπτυξη!

Η προσφορά στα δημόσια οικονομικά μέσω της επένδυσης στη γη, που νοείται ως «ανοχή» για την ικανοποίηση του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή της ανάπτυξης της χώρας, πραγματώνεται με την ικανοποίηση οικονομικά του επενδυτή, δηλαδή του αξιοποιητή της γης. Η γη έτσι, η φέρουσα το φυσικό αγαθό, καθίσταται από τη μια μεριά, διά της ασκήσεως του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, το μέσον για την επίτευξη του οικονομικού σκοπού, που όμως οδηγεί στην απώλεια του φυσικού αγαθού, ενώ το κράτος ως ιδιοκτήτης της δημόσιας γης, από την άλλη μεριά, διαθέτει αυτήν για επιχειρηματικούς σκοπούς, που εξυπηρετούν και πάλι το αορίστως θεωρούμενο δημόσιο συμφέρον, που κατ’ ουσίαν είναι το οικονομικώς θεωρούμενο. Το κράτος δηλαδή, ως διαχειριστής του φυσικού αγαθού ή ως κάτοχος της γης όπου αυτό συγκροτείται, αποτελεί έναν ασταθή και μη βάσιμο θεματοφύλακά του, αφού αξιολογεί τις καταστάσεις στα πλαίσια της ικανοποίησης του δημοσίου συμφέροντος και κρίνει έτσι ως αναγκαιότερη (συμφερότερη) την απώλεια του φυσικού αγαθού προκειμένου να ικανοποιηθεί το οικονομικά ζητούμενο, που νοείται ως ανάπτυξη και δικαιολογείται από το δημόσιο συμφέρον.

Στη ζυγαριά έτσι του δημοσίου συμφέροντος -αν υποθέσουμε ότι ζυγιάζονται τα πράγματα, που κατ’ ουσίαν δε συμβαίνει!-, το φυσικό αγαθό υπολείπεται του οικονομικού, αφού το τελευταίο είναι αυτό που καθορίζει την ανάπτυξη της χώρας -εξάλλου, είναι παγκοίνως αποδεκτό ότι στις μέρες μας η οικονομική εξουσία έχει επιβληθεί και κατισχύσει της πολιτικής, κατά τρόπο που αυτή καθορίζει τις εξελίξεις κι επιβάλλει πολιτικές. Θεωρείται υπό αυτό το πρίσμα ως αναγκαία η απώλεια του φυσικού αγαθού -μια απώλεια που όμως δεν αναπληρείται και συνηθώς μεγεθύνεται! Πρέπει να υποσημειώσουμε ότι τα ουσιαστικώς αναγκαιούντα έργα για τη χώρα, τα έργα υποδομής και στήριξης του κοινωνικά ενεργού πληθυσμού, αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία, με διαφορετικά κριτήρια θεώρησής τους, αφού εξυπηρετούν κοινωνικό σκοπό. Αυτά χαρακτηρίζονται ως δημόσια, και, σε αντίθεση με τα ιδιωτικά, περιβάλλονται από κάποια μεγαλύτερη ευαισθησία ως προς την προστασία του φυσικού αγαθού, αφού το ζητούμενο από την πραγματοποίησή τους δεν είναι το οικονομικό όφελος, αλλά το κοινωνικό.


Η ισορροπία του ανθρώπου μεταξύ της ανάπτυξης και της φύσης.

Υπάρχει συνεπώς μια συνεχής υποχώρηση κι εντέλει απομείωση της δημόσιας κτήσης έναντι της ιδιωτικής, μια υποχώρηση όχι εν πρώτοις θεσμική αλλά εξωθεσμική, που όμως στην πορεία επικυρώνεται και θεσμοθετείται, προκύπτουσα από την κυριάρχηση της οικονομικής εξουσίας στην πολιτική, που απορρέει από το παγκοσμιοποιημένο σύστημα οικονομικής διοίκησης του κόσμου (το κοινώς επονομαζόμενο ως «παγκοσμιοποίηση»). Τούτο συμβαίνει με τη διείσδυση του οικονομικού παράγοντα στην πολιτική και τον προκύπτοντα καθορισμό πολιτικών με όρους της αγοράς. Το σύστημα λειτουργεί με λογικές αποκλεισμών από το προφανές κοινωνικό γίγνεσθαι, λογικές που αναιρούν αυτό και υποβιβάζουν αξιακά την κοινωνία. Δεν είναι θεμιτό για παράδειγμα σε σχέση με το περιβάλλον, να ξοδεύονται χρηματικοί πόροι γι’ αυτό, όταν η χώρα έχει έλλειμμα και προέχει η κάλυψή του -αντίστοιχες λογικές επικρατούν και για τα λοιπά δημόσια αγαθά, όπως την παιδεία, την υγεία, τον πολιτισμό κ.ά. (είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή «κόπηκαν» στο ΕΣΠΑ του 2015 τα έργα της ανάπλασης της Πανεπιστημίου στην Αθήνα και του Φαληρικού Δέλτα διότι η χώρα έχει σημαντικότερες προτεραιότητες να καλύψει από το να δαπανά χρήματα για το περιβάλλον της!!!)

Θεμιτό κι επιβαλλόμενο αντίθετα είναι ν’ αποδίδεις μέρος του φυσικού σου περιβάλλοντος στην οικονομία, ούτως ώστε, «αξιοποιώντας» ο επενδυτής τη γη -τούτο είναι εντέλει το μέγα ζητούμενο: η γη!-, να προκύψουν τα επιδιωκόμενα έσοδα στο κράτος -που όμως, όπως προείπαμε, πρώτιστα ικανοποιείται από την κατάσταση αυτή οικονομικά/επιχειρηματικά ο επενδυτής και το δημόσιο αρκείται σε γλίσχρες αποζημιώσεις, έχοντας μάλιστα χάσει εξουσία κι αγαθά. Οι αξίες έτσι υποκαθίστανται από τις αξιοποιήσεις, η δημόσια εξουσία από την ιδιωτική και τα αγαθά από τα οφέλη. Κυριαρχεί ένας εργαλειακός, χειραγωγικός και αξιολογικά ουδέτερος ορθολογισμός, σύμφωνα με τον οποίο «το ον ως αέναα εκδιπλούμενο γίγνεσθαι» κι οφείλει να προσαρμοστεί στους κανόνες ενός μακροσυστήματος, που προσδιορίζεται ως «ανάπτυξη», με την αγορά ν’ αποτελεί το πεδίο εφαρμογής του. Δεν υπολογίζεται εν προκειμένω η απώλεια του φυσικού αγαθού, ούτε η κατ’ ουσίαν απώλεια της δημόσιας κτήσης, η οποία χάνεται μαζί με την κατάρρευση της πολιτικής εξουσίας, αφού το ζητούμενο είναι η ανάπτυξη, η οποία επιτυγχάνεται με κάθε τίμημα. Εν προκειμένω αναγνωρίζεται ο πρακτικός σκοπός κι όχι οι αλλαγές που τον συνθέτουν, στα πλαίσια της συμβατικότητας που κυριαρχεί και καθορίζει την πορεία του συστήματος. Οι αλλαγές όμως, που συνιστούν τον παράγοντα της κρίσης, δεν αξιολογούνται για την αυτοδιατήρηση του συστήματος κατά την εξέλιξή του, να υπάρχει δηλαδή, κατά τον Hegel, «η ενότητα μέσα στη διαφορετικότητα», αλλά για τον πρακτικό σκοπό, που καθίσταται αυτοσκοπός. Κατά τον πρακτικό σκοπό, η αλήθεια ταυτίζεται με μια λογική συνέπεια, δηλαδή με το «χρήσιμο» και το «αποδοτικό». Στο λογικοκρατικό αυτό σύστημα επικρατεί η ψυχρή λογική της ανάλυσης και των αριθμών, προς επίτευξη του τιθέμενου, οικονομικού κατά βάσιν, στόχου. Η κοινωνία είναι πλήρως εξορθολογισμένη, μηχανοποιημένη και «κοστολογημένη», με χαρακτηριστικά της, σύμφωνα με τον αντικομφορμιστή Αμερικανό φιλόσοφο Murray Bukchin, «την απρόσωπη τεχνοκρατία, την ψυχρή επιστημονική κοινότητα και την αναίσθητη γραφειοκρατία». Σ’ ένα τέτοιο σύστημα, κάλλιστα ο λόγος θα μπορούσε να υποκατασταθεί από μαθηματικές σχέσεις, χωρίς επιπτώσεις στο γίγνεσθαι, ενώ το συναίσθημα και η ηθική ελλείπουν, ακριβώς γιατί δεν έχουν λόγο ύπαρξης και τρόπο να εκφραστούν· χώρια που βλάπτουν κι ενοχλούν, καθώς αντιβαίνουν στο ανέκφραστον κράτος της λογικής!

Σ’ ένα άλλο επίπεδο, χάνεται και η δικαιοσύνη επί των εννόμων αγαθών, αφού αυτά δεν απολαμβάνονται από τους πολίτες, ανακύπτοντας έτσι ζήτημα δημοκρατίας και δικαιοσύνης, οδηγώντας ταυτόχρονα την κοινωνία σ’ ένα γενικότερο και κορυφαίο πρόβλημα, που είναι της βιωσιμότητας· δεδομένου ότι έχει απωλεσθεί η αειφορική δυνατότητα του συστήματος. Η βιωσιμότητα έγκειται στη διαφύλαξη των αγαθών που είναι κορυφαία για την ανθρώπινη ζωή. Τέτοια είναι το φυσικό περιβάλλον, η υγεία, η παιδεία, ο πολιτισμός κ.λπ. Υποβαθμίζοντας αυτά ή χάνοντάς τα, υποβαθμίζεται ή απώλεται το ίδιο το αγαθό της ζωής, αφού στην περίπτωση αυτή θάχει χάσει τις βάσεις άρθρωσης και προαγωγής του. Πρόκειται κατ’ ουσίαν για απώλεια των ανθρωπιστικών, πολιτιστικών και περιβαλλοντικών αξιών του ανθρώπου, γι’ αποστέρηση του (συνταγματικά κατοχυρωμένου) δικαιώματος στη ζωή του ανθρώπου, για απώλεια της ίδιας της ψυχής της κοινωνίας, προκειμένου αυτή ως οικονομική μονάδα να σταθεί και να υπάρξει. Όλα τα στοιχεία που συγκροτούν τις αξίες της ζωής συνιστούν αγαθά με στενή κι αλληλένδετη σχέση εξάρτησής τους, έτσι που η υποβάθμιση ή απώλεια κάποιου να οδηγεί σε γενικευμένη κρίση ή απώλεια. Υποβαθμίζοντας για παράδειγμα το φυσικό περιβάλλον, υποβαθμίζεις την υγεία του ανθρώπου, και τούτα έχουν σχέση με την παιδεία του και τον πολιτισμό του -μόνο μια χαμηλής στάθμης παιδεία κι ένας κακός πολιτισμός μπορούν να συγχρονιστούν με τέτοια πρότυπα!


Ο τσιμεντόλιθος, σήμα κατατεθέν της πρόχειρης κι αυθαίρετης δόμησης!

Η σημασία της βιωσιμότητας συναρτάται με τη ζωή του ανθρώπου κατά μια ενδότερη θεώρηση, που έγκειται στην πρόσληψη των αξιών και των ποιοτήτων της, γι’ αυτό και είναι κρίσιμη η διασφάλισή της. Η απώλειά της οδηγεί σε μη βιώσιμη ανάπτυξη, σε μια πλάσμα ανάπτυξη, τ’ αρνητικά αποτελέσματα της οποίας γίνονται μεσομακροπρόθεσμα αισθητά στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον συγκρότησης του οικονομικού συστήματος. Η βιωσιμότητα επιτυγχάνεται διά της εκπλήρωσης των αρχών της αειφορίας στο επίπεδο που τ’ αγαθά της ζωής ορίζονται, και θεμελιώνεται στις αξίες συγκρότησης της κοινωνίας. Η απώλεια του φυσικού αγαθού, όπως και της υγείας, της παιδείας, του πολιτισμού κ.λπ., συνιστά κίνδυνο για την ανθρωπότητα, θέτοντας ζήτημα βιωσιμότητας της ανθρώπινης κοινωνίας. Αυτή κινδυνεύει από τον οικονομικό άνθρωπο, καθώς έχει κυριαρχήσει κι ορίζει καταστρεπτικά την πορεία του κόσμου. Ο άνθρωπος αυτός είναι ανέστιος, με την έννοια ότι δε θεωρεί τη γη μέρος του είναι του, ώστε να την αξιολογεί ως πατρίδα, αλλά τη θεωρεί ως μέρος των υπολογισμών του, αξιολογώντας την ως κτήμα του και ως πεδίο της επιχειρηματικότητάς του. Είναι διά τούτο άπατρις, μη νοιωστός και συνειδητός της γης, απέχοντας περαιτέρω από την ολότητα, την κοινωνικότητα και τη συμμετοχικότητα, που ο κοινός σκοπός της υποστήριξης των «πάτριων εδαφών» επιτάσσει. Γίνεται έτσι καθεστωτικός πολέμιος κάθε τέτοιας πράξης, που αξιολογείται ως αντίθετη στα συμφέροντά του. Δρα, κατά τον τρόπο που λειτουργεί, ενάντια στη γη, εχθρικά στην «πατρίδα του». Ως ανοίκειος της φύσης δεν ημπορεί διαχειριστής της να γίνει, παρά εκμεταλλευτής της. Η κατοχή της ή η ιδιωτικοποίησή της αποτελεί σχέση ασύμβατη του φύσει προορισμού της, καθώς ο επενδυτής της γης είναι ανοίκειός της, είναι φύσει και πνεύμα μακριά της.

Οι περιβαλλοντικές καταστροφές, μαζί με τους θανάτους για λόγους κακής υγείας, η ελλειπής ή μονομερής παιδεία, η εστιασμένη αυστηρά στο τεχνοκρατικό πρότυπο, που υπόδουλη έχει την επιστήμη, η έλλειψη πολιτισμού κ.λπ., αποτελούν δολοφονικές πράξεις του οικονομικού ανθρώπου, ο οποίος έχει στρέψει την κοινωνία να νοεί και να πράττει (υπο)λογιστικά, φτάνοντάς την έτσι στα όριά της, καθιστώντας την ανθρωπίνως μη βιώσιμη. Τούτο συμβαίνει διότι, έχοντας χαθεί η πολιτική, ή αφιόμενη αυτή υπό τον έλεγχο της οικονομίας, οδηγείται η κοινωνία σε κατάσταση αυξημένης εντροπίας, που επιφέρει αποσύνθεση κι αναρχία. Αυτές οι καταστάσεις προκύπτουν συμβατικώς και θεωρούνται νομοτελειακές, ακριβώς διότι η οικονομία κυριαρχεί με την επιβολή (που φαίνεται ως αποδοχή) συγκεκριμένων αναπτυξιακών συστημάτων, με τα οποία αποσκοπείται ο οικονομικός έλεγχος της κοινωνίας. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον, έχει χαθεί ο έλεγχος του κράτους, και πλέον κατευθύνονται οι εξελίξεις από την αγορά. Εν προκειμένω, το συμφέρον που το κράτος εξυπηρετεί είναι το άθροισμα συμφερόντων που επιβάλλονται από την αγορά, το οποίο μπορεί ν’ αντιτίθεται στο κοινό συμφέρον και να εξυπηρετείται σε βάρος του. Το δημόσιο συμφέρον, στην περίπτωση αυτή, καταλύεται από το ιδιωτικό, το οποίο προτάσσεται από το οικονομικό σύστημα διοίκησης και διαχείρισης των πραγμάτων. Καλλίτερα θα λέγαμε ότι δημόσιο δεν υφίσταται αφού το ιδιωτικό εκπροσωπεί κάθε μορφή πράξης, σχέσης και συναλλαγής. Έτσι φτάνουμε να μιλούμε για κρίση της εξατομίκευσης, που χαρακτηρίζει τον νεωτερικό άνθρωπο, μια κρίση που προέρχεται από το γεγονός ότι ο άνθρωπος ανάγει το ίδιον όφελος, την ικανοποίηση του «εγώ», του ατομικού οφέλους, ως ύψιστο σκοπό, καθιστώντας το αγαθό, ως αξιακό άπαν προς επίτευξη. Η οικονομία λειτουργεί ως ένα κλειστό σύστημα που εκμεταλλεύεται τους φυσικούς πόρους και τα δημόσια αγαθά σύμφωνα με τη διαθεσιμότητά τους μέχρι εξαντλήσεώς τους, για την ικανοποίηση του «εγώ», αφού υπολογίζει αυτά για το σκοπό του κέρδους, θεωρώντας τα -βλακωδώς- ανεξάντλητα ή δυνάμενα να υποκατασταθούν από άλλες πηγές στα πλαίσια μιας αέναης συναλλακτικής ροής μεταξύ επιχειρήσεων και νοικοκυριών -η καινοτομία εν προκειμένω προβάλλεται ως η σίγουρη και διαρκής λύση του προβλήματος της εξάντλησης των πόρων!

Αντίθετα ο κοινωνικός άνθρωπος θέτει τον παράγοντα άνθρωπο πάνω από συστήματα και υπολογισμούς. Λειτουργεί, όπως ο Αμερικανός φιλόσοφος Murray Bukchin λέγει, «ως ηθικό ον, για τη φύση της φύσης και τη θέση του στο φυσικό κόσμο». Η επιδίωξη είναι, μέσα από το ουσιαστικό και σωρευτικό συνεχές, που είναι η εξέλιξη του ανθρώπου, να καταλήξει σ’ ένα επαρκές όλον. Ο κοινωνικός άνθρωπος δεν αναιρείται και δεν αυτοδιαγράφεται ως προσωπικότητα, υπάρχει εν τω γίγνεσθαι ως πρόσωπο, κι όχι ως άτομο, λειτουργών αξιακά και συγκροτημένα εν τω συνόλω, κι όχι μονότροπα, μονοδιάστατα, ως μονήρης. Ο τέτοιος άνθρωπος θεωρείται ως το συνεχές κι αδιάκοπο ζων, κι όχι ως σταθερό ον. Διακατέχεται όχι μόνο από τη λογική, όπως ο έτερός του άνθρωπος, ο οικονομικός, αλλά και από την αρετή, ώστε συνειδητά να πράττει -μπορεί η αρετή φορές να έχει προσωπικά χαρακτηριστικά και να φαντάζει πράξη υποκειμενική, όμως προκύπτει από την παίδευση του ανθρώπου στις αξίες της ζωής, έτσι που συγκροτημένος και συνειδητός αυτός να λειτουργεί στο γίγνεσθαι. Επιπλέον δε, κάτι πολύ σημαντικό για την ποιότητα του ανθρώπου αυτού, είναι ενάρετος, κατέχεται δηλαδή από ηθική στην πρακτική του, που είναι προϊόν καλλιέργειας πνευματικής και φιλοσοφικής, στα πλαίσια της ασκητικής του βίου. Αναδιαμορφώνεται αναλυόμενος και αυτοπροσδιοριζόμενος εν τω φυσικό γίγνεσθαι, δηλαδή κατά τις δυνατότητες του συστήματος, κι όχι τελολογικά, με τη δυνατότητα που δίνεται και απορρέει από την ευκαιριακή, τυχοδιωκτική και εγωιστική αντίληψη του κόσμου. Η τεχνοκρατία εκμεταλλευεται την επιστήμη και δημιουργεί καινοτομία για να εκμεταλλευτεί τη δυνατότητα (την ευκαιρία). Αυτή βαπτίζεται ως ανάπτυξη· όμως είναι ανάπτυξη που διαβρώνει το σύστημα, αφού το εξαντλεί με την υπερκατανάλωση και την κατασπατάληση των φυσικών πόρων, δεν είναι εξέλιξη!


Ο άνθρωπος ως δημιουργός ζωής.

Το κράτος κατά τον κοινωνικό άνθρωπο δεν είναι η απρόσωπη κεντρική εξουσία, αλλά η Πολιτεία, οπού ο άνθρωπος στην κεντρική πολιτική εξουσία εκπροσωπεί την κοινωνία και ενεργεί υπέρ αυτής, για το σύνολο, μέσα από πολιτικές εξισορρόπησης των αντίρροπων τάσεων που διαμορφώνονται ανάμεσα στις ανάγκες των ανθρώπων και της αγοράς, η οποία εξυπηρετείται διά του ανθρώπου, καθώς αποτελεί εργαλείο κι όχι στόχο της ανάπτυξης -στόχος αυτής είναι ο άνθρωπος. Η Πολιτεία λειτουργεί με βάση τις ανθρώπινες αξίες, σεβόμενη και εξυπηρετώντας κατά πρώτον τον άνθρωπο· τον άνθρωπο στα πλαίσια της κοινωνίας κι όχι του ατόμου, το οποίο ως τέτοιο μετατρέπεται σ’ εγωιστικό και αδηφάγο οικονομικό ον. Η Πολιτεία αυτή είναι, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ο βίος της Πόλεως (πόλης-κράτους τότε), που οφείλει να προσδιορίσει το σκοπό της, ώστε να οδηγήσει στο ζητούμενο, που είναι η ευτυχία των πολιτών. Ο άνθρωπος από τη φύση του οικονομεί, όμως οικονομεί κατά την πρακτική του -ή την ανάγκη του, αν θέλετε- κι όχι κατά σύστημα· άλλως η ενέργειά του πραγματοποιείται καταχρηστικώς για την κοινωνία. Οι κοινωνικές υποχρεώσεις κατισχύουν, και οι ατομικές προσαρμόζονται σε αυτόν τον κανόνα, με τ’ ατομικά δικαιώματα να εξυπηρετούν τα κοινωνικά. Ο άνθρωπος λοιπόν είναι το κέντρο της ύπαρξης, όχι ως μονάδα, αλλά ως κοινωνία, και δεν είναι η οικονομία του το άπαν, που, όπως προείπαμε, είναι εργαλείο της πρακτικής του. Η οικονομία δε λειτουργεί καταδυναστευτικά γι’ αυτόν -κάτι που, αλί, συμβαίνει σήμερα!-, αλλά λειτουργικά. Σ’ ένα τέτοιο σύστημα, το κράτος δεν αντιπαρατίθεται με τον πολίτη, δεν αντιτίθεται στις κοινωνικές ανάγκες του, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η αγορά, αλλά ως Πολιτεία ενεργεί σε σχέση με τις ανάγκες του, καθότι τον εκπροσωπεί στη διαχείριση των κοινών, έχοντας ν’ αντιμετωπίσει τα ίδια ζητήματα με αυτά που απασχολούν τον πολίτη. Εν προκειμένω, το συμφέρον είναι ένα, το κοινό, το οποίο εξυπηρετείται. Το δημόσιο συμφέρον, στην περίπτωση αυτή, κατισχύει του ιδιωτικού, λόγω της εφαρμογής του κοινωνικού μοντέλου διοίκησης και διαχείρισης, και όχι του οικονομικού. Στη λογική της βιώσιμης ανάπτυξης, που αντιπροσωπεύεται με το παρόν σύστημα, η αγορά -το ιδιωτικό κατά βάσιν συμφέρον- δεν απορρίπτεται, αλλά δεν έχει αυτονομία· και συνεπώς εξουσία.

Σήμερα χάνουμε το περιβάλλον (βλέπε: ρύπανση, αποδάσωση, κλιματική αλλαγή, κ.ά.), χάνουμε τον άνθρωπο (με αυτοκτονίες λόγω οικονομικής κρίσης και ασθένειες που προέρχονται από το κακό φυσικό περιβάλλον ή από την απώλειά του), για να παράγουμε οικονομία, για να έχουμε έσοδα και πλεονάσματα, για ν’ ανθεί η αγορά -έχουμε χάσει δηλαδή το κέντρο αναφοράς μας, την κεντρομόλα μας πορεία κι έχουμε, λόγω της εντροπίας, άναρχη, ασύνταχτη κι άτακτη πορεία. Τούτο, όπως δείξαμε παραπάνω, συμβαίνει διότι το φυσικό περιβάλλον λογίζεται στο οικονομικό περιβάλλον, διότι το περιβαλλοντικό αγαθό λογίζεται ως οικονομικό, διότι έχει κυριαρχήσει ο οικονομικός άνθρωπος του κοινωνικού, διότι ο φυσικός πόρος ελέγχεται και εκμεταλλεύεται από την οικονομία. Λειτουργούντες στο τέλμα των αστόχαστων «καλών αισθημάτων», που προκύπτουν στα πλαίσια του πραγματισμού μας, εξαφανίσαμε την ανάγκη μας ν’ αντιμετωπίζουμε ορθά τα δεινά της εποχής μας, και να συγκρουόμαστε ασυμβίβαστοι με αυτά! Εγκλωβιστήκαμε σε συστήματα και «νομοτελειακές καταστάσεις», και χάσαμε την ουσία της ύπαρξης, το πραγματικό περιεχόμενο της ζωής. Ο λόγος γίνεται σοφιστεία, η πράξη λειτουργία, και οι αξίες ισχύουν νόμω και ουχί φύσει, αφού κανείς πλέον δεν πιστεύει σε αυτές. Η δημιουργία νομοτελειών ακολουθεί τον κανόνα της οντολογικής αυτοδυναμίας του ανθρώπου, αποσυνδέοντάς τον όμως από το πνευματικό του αυτεξούσιο, κάτι που διασπά τη φυσική αναγκαιότητα και δικαιολογεί την κυριαρχία του πάνω στη φύση. Η ενέργεια του ανθρώπου κατευθύνεται από την προσωπική του συνείδηση, που δεν αποτελεί συνείδηση του «όντος» που οδηγεί στο καθολικό, αλλά στο ατομικό συμφέρον. Έτσι δικαιολογείται η σε ατομικιστική κερδοσκοπική βάση θεώρηση της οικονομίας, με την κυριαρχία του ανθρώπου στις παραγωγικές δυνάμεις και η εκμετάλλευσή τους.

Έτσι προωθείται μονόπλευρα και μονοσήμαντα μιαν κυριολεκτική αξία, η οικονομική, αγνοώντας ή χάνοντας τις υπόλοιπες, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ότι, παρά τον προσανατολισμό μας στην αξία αυτή, το πλέγμα των αξιών που μας ορίζουν συνυπάρχει, κι ότι αυτές τις παραγνωρίζουμε. Οδηγούμαστε μετά τούτων στη δεινή, πλην όμως μη συνειδητή κατάσταση, να χάνουμε αξίες, που αποτελούν αγαθά της ζωής, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ένας επιβάλλων σκοπός, μιαν υλική αξία. Με τον τρόπο αυτό απομειωνόμαστε ως αξίες ζωής και μικραίνουμε την ύπαρξη με ανύπαρκτες ποιότητες, χάνοντας εντέλει τη δυνατότητα του ζην λόγω της απώλειας του περιβάλλοντος όπου ζούμε. Η ηθική του οικείν, που παρέχει μιαν ευτοπική προοπτική κι επιτυγχάνεται μέσα από τη βιωματική συμμετοχή στο περιβάλλον, δεν υφίσταται, ακριβώς γιατί ο άνθρωπος δεν αισθάνεται το περιβάλλον του ως οίκο, ως το όλον όπου ενυπάρχει εξελισσόμενος. Έτσι θεωρούμενος είναι μη συνειδητός της πράξης του, άστεργος στη βίωσή του κι ανέστιος στον τόπο του.

Το μέγα ζήτημα, αυτό της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, υποβιβάζεται στο επίπεδο της απερίφραστης προσαρμογής στην υπάρχουσα κατάσταση των πραγμάτων, έτσι που μέσα από μια πορεία μοιραίων συμβιβασμών να καταλήγουμε στον καθαρό, τραγικό οπορτουνισμό. Ο ορθολογισμός των καιρών μας καθίσταται εντέλει χειραγωγικός, εργαλειακός και αξιολογικά ουδέτερος. Η απομείωση της αξίας των φυσικών αγαθών και ο καιροσκοπικός τρόπος αντιμετώπισής τους, διαμορφώνει το κυριαρχούν πνεύμα σε σχέση με αυτά. Και τούτο συμβαίνει διότι οι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη συμβατική ορθολογικότητα ως επιδεξιότητα, ως μια τεχνική, ως εργαλείο για να επιτύχουν τους σκοπούς τους, άσχετα από τον ηθικό χαρακτήρα των στόχων ή των σκοπών που υπηρετεί. Η ανοχή επικρατεί ως στάση ζωής, χωρίς ενοχή. Και εντέλει τούτα όλα τα γεννά μια κατάσταση κοινωνικού εφησυχασμού, που είναι κατάσταση παθητική παρά ενεργητική, σχετιζόμενη με την ανίσχυρη, αλλοτριωμένη ζωή μας.


Το παζλ των ενεργειών του ανθρώπου σε σχέση με τη φύση - το παζλ της καταστροφής!

Η συγκεκριμένη κατάσταση υπακούει στην αντίληψη της σταθερότητας στα πλαίσια μιας συμβατικής εξέλιξης, η οποία επιτυγχάνεται μηχανιστικά (με την καινοτομία κάθε φορά, που την εκμεταλλεύεται η τεχνοκρατία), χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η άμεση και καθοριστική σχέση του αίτιου με το αιτιατό. Έτσι δεν αναγνωρίζονται οι συνέπειες του φαινόμενου, καθώς παρεμβάλλεται ο μηχανισμός ανάδρασης που δίδει εντέλει μια ψευδεπίγραφη εικόνα της πραγματικότητας. Το ζητούμενο δεν είναι ο στόχος, όπως θεοποιητικά προβάλλεται σήμερα, αλλά το αποτέλεσμα μαζί με τη διαδικασία που το επιτυγχάνει, καθότι αυτή δημιουργεί την κρίση του συστήματος. Η κρίση του συστήματος είναι αποτέλεσμα της αγνόησης των συνεπειών του φαινομένου, και τούτο διότι με επεμβατική και όχι με προληπτική ενέργεια (για τη διατήρηση στο διηνεκές των φυσικών πόρων) ο άνθρωπος επιτυγχάνει τη θεωρούμενη κατ’ αυτόν σταθερότητα που εξελίσσει το σύστημα. Η προληπτική ενέργεια του ανθρώπου βασίζεται σε μια διαλεκτική πάνω στο αίτιο, ώστε να καθοριστεί το αιτατό, κάτι που μεταφράζεται στην κατά τον Hegel «ενεργό πραγματικότητα», δηλαδή στη δυνατότητα του ανθρώπου να ενεργήσει κατά τρόπο που θα προφυλάξει το φυσικό σύστημα και θα διατηρήσει τη συνέχειά του, ώστε το αιτιατό δε θα καταστεί βλαπτικό γι’ αυτόν -είτε με συνέπειες άμεσες, είτε με έμεσες. Τα τρία στοιχεία εν προκειμένω που καθορίζουν την εξέλιξη είναι η τάξη στο σύστημα, η διαφοροποίηση εν τη τάξει (σε κατάσταση σταθερότητας του συστήματος) και η κατεύθυνση προς το όλον, ώστε το το μερικόν να εναρμονισθεί με το ολικόν, η πράξη του ανθρώπου να μη βλάψει τη λειτουργία του φυσικού συστήματος.

Τα παραπάνω «τακτοποιούνται» επίσημα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης -κι αντιστοίχως δικαιολογούνται οι εφαρμοζόμενες πολιτικές-, οπού τ’ αγαθά υποβάλλονται από την οικονομία στην κατευθυνόμενη πορεία της αξιοποίησης και της ανάπτυξης, κι έχουν υποκατασταθεί οι αξίες από την αξιοποίηση και η ανάπτυξη από την εκμετάλλευση. Το πρόβλημα όμως είναι βαθύτατα κοινωνικό και πολιτικό -συνεπώς απαιτείται μιαν άλλη στάση ζωής του ανθρώπου, στα πλαίσια της κοινωνίας και του περιβάλλοντος όπου διαβιεί. Χάνονται αγαθά κι αξίες, και τούτο συνιστά μέγιστη και δύσκολα αναπληρώσιμη απώλεια. Οι πόροι -κοινωνικοί, περιβαλλοντικοί, πολιτιστικοί- διατίθενται, ελέγχονται και καταναλώνονται για το οικονομικό προϊόν. Οι στόχοι τίθενται στα πλαίσια της αγοράς και υπόκεινται σε διεθνοποιημένους κανόνες για τη λειτουργία του συστήματος. Η οικονομία έτσι ελέγχει το φυσικό αγαθό διά του δημοσίου συμφέροντος, που τίθεται ως υπέρτατος σκοπός που εξομοιώνεται ως προς την αντιμετώπισή του με τον οικονομικό σκοπό. Ο άνθρωπος αποτελεί εργαλείο στο σύστημα, είναι μονήρης και μονομερής ως αποκλειστικά οικονομικό ον, ανύπαρκτος ως ανθρώπινη αξία, απομονωμένος από το σύνολο, από την κοινωνία (κατά τη φύσει έννοια της, ως σύνολο ανθρώπων που ανέπτυξαν συνειδητές σχέσεις βασιζόμενες σε κοινές πολιτιστικές παραστάσεις), έχοντας αποξενωθεί από την αλληλεγγύη των κοινών. Παράγει χωρίς να δημιουργεί, καταναλώνει χωρίς ν’ αφομοιώνει, αποστασιοποιημένος από το παρελθόν του και εγκλωβισμένος στο παρόν του, χωρίς μέλλον -αφού ο ίδιος φροντίζει να το καταδικάζει, υποθηκεύοντάς το στο καταστροφικό παρόν.

Για την κατάσταση αυτή του ανθρώπου, του παγκοσμιοποιημένου κατά τα οικονομικά πρότυπα, που επιβάλλουν αντίστοιχα κοινωνικά, μίλησε ήδη από τον 19ο αιώνα ο Γερμανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε, λέγοντας τα εξής -τότε ο άνθρωπος, ο Ευρωπαίος στον οποίο εστίαζε ο Νίτσε, λειτουργούσε στα πρότυπα της βιομηχανικής επανάστασης, που τον εισήγαγε σε μια πρώιμη μορφή παγκοσμιοποίησης: «Γνωρίζουμε ότι είναι νωρίς για τους ανθρώπους, αν πούμε φανερά κι ανοιχτά ότι το ανθρώπινο είδος ανήκει στα ζώα. Όμως το να λέμε «κοπάδι» ή «ένστικτο του κοπαδιού», θεωρείται κάτι παραπάνω: έγκλημα. (…) Όμως θα το φωνάξουμε πως η σημερινή ευρωπαϊκή ηθική ανήκει στο κοπάδι. (…) Έχοντας το κλίμα της αγέλης ο Ευρωπαίος, κατέληξε να εκφραστεί ακόμη και στην πολιτική ή κοινωνική ζωή, μέσω του δημοκρατικού κινήματος! (…) Η Ευρώπη μοιάζει να οδηγείται σ‘ ένα νέο βουδισμό μέσα από αυτό το μαλθακό σκοταδισμό, την ηθική του οίκτου που φέρεται να είναι η μοναδική, παρήγορη, λυτρωτική, μελλοντική ελπίδα που μπορεί να φτάσουν οι άνθρωποι, ξεπερνώντας τα παλιά αμαρτήματα και πιστοί κι αλληλέγγυοι στο κοπάδι, με άλλα λόγια στους ίδιους τους εαυτούς τους και τα συμφέροντά τους. (…) Και τώρα σε τι θα ελπίσουμε εμείς που πιστεύουμε σε άλλα πράγματα και θεωρούμε αυτή τη δημοκρατία σαν παρακμιακό σχήμα της πολιτικής διάρθρωσης, σαν κατάπτωση, ισοπέδωση και φτώχεια του ανθρώπου; Μέσα στους νέους φιλοσόφους, αν μπορούσαμε, θα διαλέγαμε τα πιο δυνατά πνεύματα για ν’ αντιταχθούμε και ν’ αντιστρέψουμε τις «αθάνατες αξίες», ενθαρρύνοντας τους πρωτοπόρους ανθρώπους του μέλλοντος που καταφέρνουν να παραμερίσουν τη βούληση χιλιάδων χρόνων ανοίγοντας νέους δρόμους, διδάσκοντας πως το μέλλον του ανθρώπου δεν είναι παρά τη θέλησή του, και πως αυτή θα συνεχίσει τις μελλοντικές δομές, βηματίζοντας την ηλίθια και συμπτωματική κυριαρχία της λεγόμενης «ιστορίας». Βέβαια, για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται νέο είδος από φιλοσόφους και ηγέτες, που θα δείξουν πόσο ασήμαντα ήταν τα υποκριτικά, φοβερά και καλοσυνάτα πνεύματα ως τώρα, ένα είδος του οποίου η εικόνα ανεμίζει κιόλας στα βλέμματά μας και θα ήθελα να μπορούσα να τους ρωτήσω αν θέλουν να τους μιλήσω ανοιχτά. Θέλω να τους πω: «Ελεύθερα πνεύματα!, γνωρίζετε καλά πως οι πραγματικές μας έγνοιες είναι οι συνθήκες, οι δρόμοι, οι μελέτες που θα χρειαστούν για τη διαμόρφωσή σας και για την ανύψωση της ανθρώπινης ψυχής σε μια αντιστροφή των αξιών και στη δύναμη γι’ αυτή την ευθύνη που χρειάζεται ατσάλινη καρδιά. Κι από την άλλη πάλι οι έγνοιες μας τρέχουν στους φοβερούς κινδύνους της πιθανότητας λυγίσματος ή παρακμής αυτών των αρχηγών -έτσι σκοτεινιάζουν τον ουρανό μας τούτες οι αβάσταχτες σκέψεις»» (Νίτσε Φρ., «Πέραν του καλού και του κακού», μετάφραση: Ελένη Καλκάνη, εκδόσεις «Ε», Αθήνα 2014, σελ. 79, 80, 82).

Σύμφωνα με τον Πέτρο Λυμπεράκη: «Οι δηλώσεις περί σεβασμού στο περιβάλλον (εν είδει μαϊντανού που ταιριάζει με όλα) είτε είναι συνειδητά ψευδείς είτε φυλάσσονται στο ντουλάπι την επόμενη των εκλογών για να ανασυρθούν ξανά στις επόμενες εκλογές. Δεξιοί και «αριστεροί» δεν μπορούν να αντισταθούν στις αναπτυξιακές σειρήνες. Εθελοτυφλούν στα αναπτυξιακά κουφάρια που είναι αραδιασμένα στα βράχια δίπλα. Στο μεταξύ η βία και οι βιασμοί επί του περιβάλλοντος είναι καθημερινότητα. Σχεδόν δεν το αντιλαμβανόμαστε. Σαν ενοχλητικό βουητό στο φόντο, στο οποίο προσαρμόζονται τα αυτιά μας. Η κοινωνία έχει τόσο εθιστεί στη βία αυτή, ώστε εμφανίζεται ως η φυσική τάξη των πραγμάτων. Κάθε φωνή υπεράσπισης του περιβάλλοντος αποπέμπεται εύκολα ως γραφική, ανόητη, αντικοινωνική και το τσιμέντο ρέει ή, κατά τη μεταφορά του τίτλου, το περιβάλλον βρίσκεται πάλι δαρμένο. Ε, λοιπόν, φτάνει πια. Είναι ώρα να σπάσει αυτός ο κύκλος της βίας. Βίας που στερεί από τους πολλούς για να ωφεληθούν λίγοι. Ώρα να καταλάβουμε ότι η αληθινή ανάπτυξη είναι η φροντίδα γι’ αυτά που δεν φτιάχνονται με χρήματα. Η φροντίδα για πόρους, όπως το περιβάλλον, που είναι μοναδικοί και μας κάνουν να ξεχωρίζουμε. Για τους die hard αναπτυξιολάγνους ας το εκχυδαΐσουμε μετρώντας με λεφτά. Η φροντίδα αυτή είναι μόνη επένδυση που επιστρέφει εγγυημένα πίσω το αρχικό κεφάλαιο προσθέτοντας αυξημένους τόκους όσο περνά ο καιρός» (Λυμπεράκης Π., «Περιβάλλον και ανάπτυξη: μια σχέση ενδοοικογενειακής βίας», εφημερίδα Η Αυγή, φύλλο 7ης-2-2015).

Παλαιότερα δε συνέβαινε αυτό, ο οικονομικός άνθρωπος δεν κατίσχυε του κοινωνικού και δεν ήλεγχε τους πόρους, η πολιτική καθόριζε το ανθρώπινο status, κι όχι η οικονομία. Κι όπου ακόμη η αγορά είχε υπερισχύσει και αποδεδειγμένα αποτύγχανε να υποστηρίξει το σύστημα της ανθρώπινης διαχείρισης, ερχόταν το κοινωνικό κράτος για ν’ ανατάξει τα πράγματα και να κατευθύνει την πρόοδο του ανθρώπου (βλέπε την περίπτωση του οικονομικού κράχ του 1929 στις ΗΠΑ, και την ανάταξη που επήλθε όταν το κράτος παρενέβη παρέχοντας στην κοινωνία πόρους κι εργασία -είχε πει τότε ο πρόεδρος Ρούσβελτ: «Η ελευθερία της δημοκρατίας δεν είναι δεδομένη. Αν οι άνθρωποι ανεχτούν τα ιδιωτικά συμφέροντα να γίνουν πιο ισχυρά από τη δημοκρατική κυβέρνηση, τότε μιλάμε για φασισμό, για ιδιοκτησία της κυβέρνησης από ιδιώτη ή από ομάδα ιδιωτών»). Δεν παρενέβαινε δηλαδή η παγκοσμιοποιημένη και πλήρως αλλοτριωμένη αγορά, όπως συμβαίνει σήμερα, για να επικρίνει τον διαχειριστή για άτολμη οικονομική πρακτική και να καταδικάσει λαούς σε ανέχεια, αποστερώντας τους τα οικονομικά και κοινωνικά αγαθά, δικαιολογώντας έτσι την εφαρμοζόμενη καταστροφική οικονομική πολιτική. Βλέπουμε κατά το παρελθόν ότι, ακόμη και σε καιρούς οικονομικής κρίσης, το περιβάλλον, η υγεία, η παιδεία, ο πολιτισμός κ.λπ. ανθούσαν, διότι ο άνθρωπος «πάλευε» την οικονομία με τη δημιουργία. Ήταν βιώσιμος και προόδευε. Δέστε το τούτο, σ’ ότι αφορά στην Ελλάδα, στην περίπτωση του Υπουργού Γεωργίας Ιωάννη Θεοτόκη κατά το Μεσοπόλεμο, που σε περίοδο βαθιάς οικονομικής κρίσης για την χώρα δεκαπλασίασε τις πιστώσεις για τα δάση, καθότι θεωρούσε ότι επενδύοντας στο φυσικό σου περιβάλλον, αναβιβάζεις την αξία της χώρας σου, που είναι η μόνη αξία που της δίνει δύναμη και προοπτική στην κάθοδο της κρίσης. Η άνοδος μιας χώρας απορρέει από την αξία των τόπων της· τούτο ήταν συνειδητό κι εφαρμόσιμο από τους αλλοτινούς ηγήτορες σε προηγούμενους καιρούς -σήμερα όμως;…


«Αρχιτεκτονούσε» παλαιότερα ο άνθρωπος στο χώρο του,
κι είχε, γι’ αυτό, σεβαστική μεγαλοπρέπεια η δημιουργία!...

του Αντώνιου Β. Καπετάνιου


Αποτελεί το 2o μέρος του δοκιμίου «Το ιδιωτικό στη φύση – Κτήση ή κτίση της φύσης;», που δημοσιεύτηκε σε πέντε συνέχειες από Μαρτ. 2015 έως Ιούλ. 2015 στη στήλη Γαίας Ανάγνωσμα του e-περιοδικού για την αρχιτεκτονική www.greekarchitects.gr


Βιβλιογραφία

• Βαξεβάνογλου Αλ., «Για το ζήτημα της καινοτομίας: Η ιστορική προσέγγιση», στο συλλογικό τόμο «Κριτικές προσεγγίσεις της ανάπτυξης και της προστασίας του περιβάλλοντος της υπαίθρου», εισαγωγή-επιμέλεια: Λεωνίδας Λουλούδης-Νίκος Μπεόπουλος, εκδόσεις Στοχαστής & Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1999.
• Βάσος Γ., «Η εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας», εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή, Αθήνα 1945.
• Berten A., Da Silveira P., Pourtois H., «Liberaux et communautariens», PUF, Paris 1997.
• Berkes F., «Co-operation from the perspective of human ecology», in «Common property resources», Belhaven Press, London 1989.
• Boockhin M., «The philosophy of social ecology», Canadian review book annual, 1994.
• Γούδας Αν., «Υπόμνημα περί δασών και δασοπονίας», περιοδικό «Η Μέλισσα των Αθηνών», φυλλάδιον ΙΑ΄ και ΙΒ΄, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1864.
• Carter F., «The education of little tree», Eleanor Friede Books, New York 1976.
• Δανιηλίδης Δ., «Νεοελληνική κοινωνία και οικονομία», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1934.
• Δελής Γ., «Κοινοτικό δίκαιο Περιβάλλοντος. Οι διαστάσεις της προστασίας του περιβάλλοντος στην κοινοτική έννομη τάξη», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1998.
• Δρακόπουλος Π., τρία κείμενα: «»Πράσινη» οικονομία: Δεν αφορά τα δένδρα», «Το στοίχημα του μέλλοντος: φυσικός καπιταλισμός», «Το στοίχημα της πράσινης ανάπτυξης», στο αφιέρωμα «Οικολογία & Οικονομία» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», με τίτλο «Πράσινη Παγκοσμιοποίηση», τεύχος 88, 25-11-2000.
• Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών [COM(2013)659final/20-9-2013], «Μια νέα δασική στρατηγική της ΕΕ: για τα δάση και τον δασικό τομέα», Βρυξέλες 20-9-2013.
• Grima A. P. L & Berkes F., «Natural resources: Access. Rights to use and management», in in «Common property resources», Belhaven Press, London 1989.
• Ζιάκας Θ., «Η κρίση της νεωτερικής εξατομίκευσης και η ελληνική εμπειρία», ετήσιο λεύκωμα πολιτισμού «Ελλάδα & Πολιτισμός» με θέμα «Η ελληνίδα Ευρώπη», έκδοση Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους, Άγιον Όρος 1997.
• Heidegger M., «Περί της ουσίωσης και της έννοιας της φύσης», μετάφραση: Δημήτρης Υφαντής, εκδόσεις Ροές, Αθήνα 2014.
• Jackson T., «Prosperity without growth: Economics for a Finite Planet», Earthscan, UK 2009.
• Jorion P., «Όταν η οικονομική σκέψη δεν αρκεί», εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2012.
• Κανελλόπουλος Αθ., «Οικολογία και Οικονομική του περιβάλλοντος», εκδόσεις Καραμπελόπουλος, Αθήνα 1985.
• Καπετάνιος Αντ., «Τη χώρα που μου πήρανε γυρεύω…», εκδόσεις Ηλιοτρόπιο, σειρά: Memorandum, Αθήνα 2003.
• Καπετάνιος Αντ., «Τοπιογράφοι, ελάτε γρήγορα σ’ αυτή τη χώρα…», εκδόσεις Φιλιππότη, Αθήνα 2009.
• Καραμανώφ Μ., «Βιώσιμο Κράτος & Δημόσια Κτήση. Τα όρια των ιδιωτικοποιήσεων», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2010.
• Καστοριάδης Κ., «Σύγχρονος καπιταλισμός και επανάσταση», μετάφραση: Κώστας Κουρεμένος & Άγις Στίνας, εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 1987.
• Καστοριάδης Κ., Cohn-Bendit D., «Από την οικολογία στην αυτονομία», μετάφραση: Άλκης Σταύρου, εκδόσεις Κέδρος-Ράππα, Αθήνα 1992.
• Καστοριάδης Κ., «Η αρχαία ελληνική δημοκρατία και η σημασία της για μας σήμερα», εκδόσεις Ύψιλον, Αθήνα 2005.
• Καστοριάδης Κ., «Ακυβέρνητη κοινωνία», μετάφραση: Ζήσης Σαρίκας, εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2010.
• Κεμίδης Κ., «Δασική ιδιοκτησία», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1995.
• Kitto H.D.E., «The Greeks», New York 1951.
• Κολέμπας Γ., «Τοπικοποίηση: Από το παγκόσμιο… στο τοπικό», εκδόσεις Αντιγόνη, Θεσσαλονίκη 2009.
• Κουρουσόπουλος Ευθ., «Δασική ιδιοκτησία και διαχείριση», Αθήνα 1978.
• Κωστάκης Δ., «3 και 1 κείμενα», Οι εκδόσεις των Συναδέλφων, Αθήνα 2012.
• Μαρκούζε Χ., «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1971.
• McGowan B., «Economic life in Ottoman Europe», Cambridge University Press & State University Press, Kent Ohio USA 1981.
• McGrew W. W., «Land and revolution in modern Greece (1800-1881)», The Kent State University Press, Kent Ohio USA 1985.
• Mosse C., «Το τέλος της αθηναϊκής δημοκρατίας», εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1978.
• Όστρομ Ελ., «Η διαχείριση των κοινών πόρων», μετάφραση: Γιώργος Άρχοντας, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002.
• Παπαδημητρίου Ε., «Για μια νέα φιλοσοφία της φύσης. Η πρόκληση της οικολογίας και οι απαντήσεις της φιλοσοφίας», εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 1999.
• Παπανικολάου Λ., «Ο νόμος κίνησης της αστικής επανάστασης», εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1996.
• Petit Ph., «Η «κατάρα του χρήματος» εξασθενίζει τη δημοκρατία», εφημερίδα «Η Καθημερινή», συνέντευξη στον Γιάννη Παπανικόλαου, φύλλο 28ης-12-2014.
• Ρουσσώ Ζαν Ζακ, «Οι εξομολογήσεις», μετάφραση: Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, επίλογος: Κοσμάς Ψυχοπαίδης, βιβλίο δωδέκατο, τόμος δεύτερος, εκδόσεις Ιδεόγραμμα, Αθήνα 1997.
• Σαμαράς Θ. Χ., «Ευρώπη, παγκοσμιοποίηση και Ελλάδα», εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», φύλλο 8ης-7-2000.
• Σκλαβούνος Γ. Σ., «Από την πόλη και το τοπικό στο περιφερειακό και το παγκόσμιο», εκδόσεις Γόρδιος, Αθήνα 2006.
• Σκληρός Γ., «Το κοινωνικό μας ζήτημα», Αθήναι 1907.
• Skolimowski H., «Eco-philosophy, Designing New Tactics for Living», London 1981.
• Σκούρτης Σ. Μ., Σοφούλης Μ. Κ., «Η περιβαλλοντική πολιτική στην Ελλάδα», εκδόσεις Τυπωθήτω, Αθήνα 1995.
• Στεργιόπουλος Ι., «Δασικαί, αγροτικαί, παραλιακαί εκτάσεις», Εκδοτικόν Γραφείον Σείριος, Αθήναι 1973.
• Τάχος Α. Ι., «Δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος», εκδόσεις Σάκκουλας, 5η έκδοση, Αθήνα 1998.
• Thoreau H. D., «Walden», Princeton Unoversity Press, Princeton 1973.
• Τρομπούκης Απ., «Η φιλοσοφία της φύσης στην περιβαλλοντική εκπαίδευση», πανεπιστημιακές σημειώσεις, Ιωάννινα 2000.
• Τσουκαλάς Κ., «Ιδιωτικοποίηση της φύσης. Μια ρηξικέλευθη πρόταση για την ορθολογικότερη εκμετάλλευση και αξιοποίησή της», εφημερίδα «Το Βήμα», φύλλο 27ης-9-1998.
• Χέγκελ Γ., «Φιλοσοφία της φύσης (εισαγωγή στη χεγκελιανή διαλεκτική)», εκδόσεις Αναγνωστίδης, Αθήνα αχρονολόγητο.

1 σχόλιο :

  1. Ανώνυμος24/8/15, 10:11 π.μ.

    Υπάρχει μια αντίληψη, ότι παλαιότερα ο (δυτικός) άνθρωπος σεβόταν το περιβάλλον και είναι η σημερινή κερδοσκοπική αντιμετώπισή του ένα καινοφανές ζήτημα. Δεν ισχύει αυτό. Πάντα, ο δυτικός άνθρωπος προσπαθούσε να καταστρατηγήσει το φυσικό περιβάλλον, αλλά επειδή δεν διέθετε τα μέσα για να το κάνει σε μεγάλη κλίμακα, έπαιρνε πολύ χρόνο και δεν ήταν οι επιπτώσεις του τόσο άμεσα ευδιάκριτες. Σε άλλες χώρες της Ευρώπης που είχαν άλλο διαχειριστικό καθεστώς (φεουδαρχικό σύστημα), είναι ιδιαίτερα εμφανής η κακοποίηση: πχ οι καλλιέργειες ελαιόδεντρων επικαλύπτουν και τις κορυφογραμμές των βουνών νότια Ισπανία, δεν υπάρχει ούτε ένα άλλου είδους δέντρο που να σημαίνει, έστω, το όριο της ιδιοκτησίας, κινείσαι σε μια απέραντη έκταση μονοκαλλιέργειας. Η περίπτωση της Ελλάδας, έχει μια άλλη ιδιαιτερότητα, την απαξίωση από μέρους των πολιτών αυτού που χαρακτηρίζουμε ως "κοινόχρηστου". Από δημόσιο αγαθό, κάτι που απολαμβάνουμε και προστατεύουμε ως κοινό κτήμα, μετατρέπεται σε ένα αντικείμενο το οποίο κανείς δεν φροντίζει αλλά όλοι μπορούν να χρησιμοποιούν και να καταστρέφουν. Εκεί βρίσκεται η συνειδητή απουσία του κράτους, το οποίο απαξιώνει όλα τα "κτήματά" του, ώστε να εμφανιστεί ως διαμεσολαβητής πώλησης για τη σωτηρία τη δική τους, και τη δική μας. Δεν γίνεται μόνο στο φυσικό περιβάλλον. Ό,τι με αγώνες και αίμα κατακτήθηκε τα τελευταία 150 χρόνια, αναιρείται συστηματικά, για να αποτελέσουν οι χώρες με ό,τι εμπεριέχουν, τα νέα φέουδα των πολυεθνικών.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***