To άρθρο της διπλανής στήλης δημοσιεύτηκε στο φύλλο μας της 6ης Ιούνη. Θα μπορούσε κάποιος να το χαρακτηρίσει προφητικό, μετά τη μεγάλη δασική πυρκαγιά που κατέκαψε όλα τα δάση της βορειοανατολικής Αττικής. Ομως, δεν είναι προφητικό. Απλά επικαιροποίησε με τα τελευταία στοιχεία μερικές πλευρές μιας διαχρονικής δασικής πολιτικής, που παραμένει ίδια κι απαράλλαχτη, ανεξάρτητα από το κόμμα που κυβερνά. Παραμένει ίδια κι απαράλλαχτη, γιατί –όπως σημειώνεται στον επίλογο του άρθρου– αυτή η πολιτική ασκείται όχι από έλλειψη πόρων ή από ανικανότητα, αλλά γιατί θέλουν να δημιουργήσουν τους όρους για μαζικό αποχαρακτηρισμό δασών που θα παραδοθούν βορά στην περιβόητη ανάπτυξη.
Περιττεύει να μιλήσουμε για τις καταστροφικές συνέπειες αυτής της πυρκαγιάς για το λεκανοπέδιο και τους κατοίκους του. Ακόμα και τα αστικά ΜΜΕ παρουσίασαν με αντικειμενικό τρόπο την εφιαλτική προοπτική. Αρκεί να σημειώσουμε πως κάποια δάση κάηκαν για δεύτερη φορά και πλέον δε μπορούμε να ελπίζουμε στη φυσική αναδάσωση. Θα πρέπει να γίνει τεχνητή αναδάσωση και με δεδομένη την ακολουθούμενη πολιτική και τη μη χορήγηση των απαιτούμενων πόρων, είναι βέβαιο πως οι καταπατήσεις και η τσιμεντοποίηση θα βρουν ακόμη πιο πρόσφορο έδαφος.
Το τετραήμερο που καιγόταν η βορειοανατολική Αττική ήταν και πάλι ένα τετραήμερο φρίκης, αλλά και μιντιακής χειραγώγησης του ελληνικού λαού. «Ανικανότητα», «έλλειψη συντονισμού», «απουσία κέντρου», «ανευθυνότητα» ήταν οι λέξεις που κυριαρχούσαν, μαζί με το γνωστό ιδεολόγημα «όλοι έχουμε τις ευθύνες μας». Μέσα στο κλίμα που δημιούργησαν τα ΜΜΕ άρχισε στη συνέχεια η «αναζήτηση ευθυνών». Ως ένοχοι για την πυρκαγιά υποδεικνύονται δυο αγρότες (όπως ως ένοχη για την καταστροφή της Ηλείας υποδείχτηκε μια γιαγιά που έβραζε κόλλυβα!), ενώ για τη διαχείριση της πυρόσβεσης έχει αρχίσει το μαλλιοτράβηγμα των ανώτερων αξιωματικών της Πυροσβεστικής, που λύνουν τους λογαριασμούς τους και ετοιμάζονται για αποστρατείες και προαγωγές. Οχι πως δεν έχουν ευθύνη οι αξιωματικοί της Πυροσβεστικής, που μια μικρή φωτιά τους έφυγε και έγινε ό,τι έγινε, όμως οι ευθύνες είναι πολύ βαθύτερες. Είναι ευθύνες ενός συστήματος που εδώ και χρόνια διέλυσε και τους δυο πυλώνες προστασίας του δάσους από τις πυρκαγιές. Τον σημαντικότερο, που λέγεται πρόληψη και έχει ως αποστολή να μειώσει τον κίνδυνο δασικής πυρκαγιάς, και τον άλλο, που λέγεται καταστολή και καλείται να διαχειριστεί μια πυρκαγιά σε τρόπο ώστε να προκαλέσει τη μικρότερη δυνατή ζημιά.
Ομως, το σύστημα έχει μάθει να λειτουργεί με αποδιοπομπαίους τράγους. Κάποιοι στρατηγοί, λοιπόν, θα χάσουν τ' αστέρια τους, για να 'ρθουν άλλοι στη θέση τους και να συνεχιστεί η ίδια καταστροφική πολιτική έναντι του δάσους.
Αλλαγή δόγματος
Το 1993, τα τρία τότε κοινοβουλευτικά κόμματα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΚΚΕ) κατέληξαν σε ένα κοινό πόρισμα για την προστασία των δασών. Ενα πόρισμα που βρισκόταν μακριά από τις ανάγκες μιας ουσιαστικής δασοπροστασίας, όμως αντανακλούσε σ' ένα βαθμό τις προτάσεις των δασολόγων. Περιλάμβανε κάποιες σωστές κατευθύνσεις, που αν τις ακολουθούσαν οι κυβερνήσεις τα πράγματα σήμερα θα ήταν καλύτερα.
Φυσικά, δεν έγινε τίποτα. Προπαγανδιστική αξία είχε το κοινοβουλευτικό πόρισμα και τίποτα πέραν αυτής. Κεντρική πρόταση του πορίσματος ήταν η δημιουργία ενιαίου φορέα δασοπροστασίας, που θα συνένωνε την πρόληψη, την επαγρύπνηση, την προστασία και τη δασοπυρόσβεση. Αντ' αυτού, το 1998, τη χρονιά που κάηκε η Πεντέλη, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ άλλαξε το δόγμα της δασοπροστασίας (στη μορφή έστω που είχε εκείνη τη στιγμή, με την ευθύνη των δασικών υπηρεσιών) και δημιούργησε καινούργιο δόγμα που περιλαμβάνει μόνο την καταστολή, την οποία ανέθεσε στην Πυροσβεστική. Ο λόγος; Η εξοικονόμηση δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού. Τα αποτελέσματα αυτού του νέου δόγματος τα βίωσαν με τον πιο δραματικό τρόπο οι κάτοικοι της Πελοποννήσου και της Εύβοιας το 2007 και τα είδαμε και στη βορειοανατολική Αττική φέτος.
Αυτό που αποτυπώθηκε στις κραυγές «κανένας συντονισμός», «διάλυση του κράτους», «μας άφησαν αβοήθητους» είναι η πραγματικότητα που υπάρχει εδώ και χρόνια, αλλά δεν φαινόταν ή κρυβόταν πίσω από κουτοπονηριές του τύπου «ο καθένας θέλει ένα πυροσβεστικό στην αυλή του». Απλά, και το 2007 και φέτος αυτή η πραγματικότητα καταδείχτηκε με τον πιο δραματικό τρόπο. Το 2007 γιατί είχαμε καμένα χωριά και δεκάδες νεκρούς και φέτος επειδή κάηκε ό,τι δάσος είχε απομείνει άκαυτο στη ΒΑ Αττική. Οσο καίγονταν μόνο δάση σε άλλα μέρη της χώρας, δε μιλούσε κανένας και σύντομα το ξεχνούσαμε. Ηταν η ρουτίνα των καθημερινών δελτίων θερινών πυρκαγιών.
Δεν χρειάζεται, βέβαια, να μιλήσουμε για τα τεράστια κενά της Πυροσβεστικής, για τη μείωση στις προσλήψεις εποχικών δασοπυροσβεστών, για τα πεπαλαιωμένα οχήματα και λοιπά πυροσβεστικά μέσα. Ολα αυτά έχουν καταγραφεί από τη φωτιά της Πάρνηθας ακόμη.
Διάλυση
Οι ειδικοί στη δασοπυρόσβεση σε όλο τον κόσμο έχουν καταλήξει εδώ και δεκαετίες σε ένα δόγμα: τη φωτιά δεν την περιμένεις, πας πάνω της. Φέτος, είδαμε και πάλι σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση το αντίθετο. Το είχαμε δει και στην Πάρνηθα, όπου άφησαν μια μικροφωτιά στα Δερβενοχώρια να θεριέψει, να «ταξιδέψει» χιλιόμετρα, να καβαλήσει την κορυφή του βουνού και να κατακάψει τον εθνικό δρυμό (τότε πια ήταν αργά για τις δυνάμεις πυρόσβεσης), το είχαμε δει και στην Πελοπόννησο και στην Εύβοια το 2007. Γράφαμε τότε: «Γελούσε πικρά φίλος δασολόγος βλέποντας στην τηλεόραση δυο πυροσβεστικά οχήματα να έχουν παραταχθεί γύρω από ένα βενζινάδικο, κάπου στην Ηλεία, περιμένοντας μη τυχόν φτάσει η φωτιά εκεί. Ευτυχώς, γύρισε ο αέρας και δεν έφτασε, γιατί αλλιώς δεν θα είχε μείνει τίποτα». Τα ίδια είδαμε και φέτος. Να περιμένουν τη φωτιά να φτάσει στα σπίτια, αντί να προσπαθήσουν να την κόψουν αλλού, να μην κάψει τόσο μεγάλες εκτάσεις.
Δεν πρέπει να περιμένεις μια δασική πυρκαγιά σε κάποιο σημείο. Πρέπει να πας να τη συναντήσεις όσο πιο νωρίς γίνεται κι αν δεν την έχεις φτάσει νωρίς πρέπει να κάνεις σχέδιο εγκλωβισμού της, με αντιπυρικές ζώνες και «αντιπύρ». Οσο κι αν φαίνεται παράξενο, τα εναέρια μέσα πυρόσβεσης συμπληρωματικό μόνο ρόλο θα παίξουν, όχι τον κύριο. Και βέβαια, θα τον παίξουν όταν υπάρχει σχέδιο κι όχι όταν όλα αφήνονται στην τύχη τους και οι επιχειρήσεις γίνονται πια μόνο για το θεαθήναι.
Στο δόγμα «ασ' το δάσος να καεί», που επικρατούσε στην ελληνική δασοπυρόσβεση, προστέθηκε από το 2007 το δόγμα «άσ' το χωριό να καεί». Από ένα σημείο και μετά ξαμόλυσαν τους μπάτσους να αδειάζουν τα χωριά, εγκαταλείποντάς τα στην τύχη τους. Το ίδιο έγινε και φέτος στη ΒΑ Αττική. Ομως, τα χωριά, οι κατοικημένες περιοχές δεν πρέπει να εκκενώνονται έτσι, χωρίς μάχη. Υπάρχει διεθνής και ελληνική εμπειρία σ’ αυτό. Αδειάζεις την κατοικημένη περιοχή που κινδυνεύει από τους ανήμπορους να βοηθήσουν στη δασοπυρόσβεση. Οσοι είναι ικανοί για εργασία μένουν πίσω και οργανώνονται από τους επαγγελματίες (ή μόνοι τους, όταν στοιχειωδώς έχουν εκπαιδευτεί γι’ αυτό). Μένουν για να ανοίξουν αντιπυρικές ζώνες και να «πάνε να συναντήσουν» τη φωτιά, ώστε η κατοικημένη περιοχή να γλιτώσει. Και βέβαια, έχεις εξασφαλίσει σχέδιο έγκαιρης αποχώρησης αν η φωτιά δεν νικηθεί.
Ακουγες και φέτος τα ραδιοτηλεοπτικά παπαγαλάκια να φωνάζουν «γιατί δεν βγαίνει ο στρατός;» ή «ο στρατός είναι έτοιμος, αλλά δεν τον χρησιμοποιούν» και δεν άκουσες και πάλι κανέναν να ζητά τη συμμετοχή του πιο εμπειροπόλεμου και ετοιμοπόλεμου σώματος που υπάρχει για την αντιμετώπιση δασικών πυρκαγιών: των υλοτόμων-δασεργατών. Εχουμε και άλλη φορά γράψει, βάσει πληροφοριών που μας έχουν δώσει έμπειροι δασολόγοι, ότι πρόκειται για «σκυλιά». Μπορούν να δουλεύουν συνέχεια με τα αλυσοπρίονα για ένα δωδεκάωρο, να ξεκουράζονται δυο-τρεις ώρες και να ξαναπέφτουν στη δουλειά. Κάτω από τις οδηγίες έμπειρων δασικών υπαλλήλων (και όχι των άσχετων αξιωματικών της Πυροσβεστικής) και με τη βοήθεια των κατοίκων, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν αντιπυρικές ζώνες γύρω από τις κατοικημένες περιοχές που βρίσκονταν στην κατεύθυνση των πύρινων μετώπων και να σώσουν ανθρώπους, ζώα και σπίτια. Θα έβαζαν φωτιά προς την κατεύθυνση του ανέμου, ελέγχοντάς την (με την παρουσία πυροσβεστικών οχημάτων, γεωργικών μηχανημάτων και ανθρώπων), ώστε όταν φτάσει το μεγάλο πύρινο μέτωπο να μην έχει τίποτα να κάψει και η ορμή του να ανακοπεί. Ακόμη και το «αντιπύρ», δεν χρησιμοποιείται στην Ελλάδα (ή χρησιμοποιείται «με φόβο ψυχής» από δασολόγους), γιατί η Πυροσβεστική δεν έχει ιδέα από δασικές πυρκαγιές. Το μόνο που κάνει, λοιπόν, είναι να περιμένει τη φωτιά κοντά σε σπίτια, όπου σε συνθήκες σαν αυτές της ΒΑ Αττικής δε μπορείς να κάνεις τίποτα.
Οι υλοτόμοι-δασεργάτες, λοιπόν, και αυτή τη φορά δεν χρησιμοποιήθηκαν, εκτός από μερικούς που χρησιμοποιήθηκαν την τελευταία μέρα. Τότε, όμως, πρώτον ήταν αργά και δεύτερο δεν υπήρχαν ειδικοί που να σχεδιάσουν τον τρόπο που θα δράσουν. Ετσι, παίχτηκε το πιραντελικό «απόψε αυτοσχεδιάζουμε», με αυτοσχεδιαστές πυροσβέστες και δημοτικούς άρχοντες.
Και πάλι, αντί να δούμε συντονισμένες δράσεις από ανθρώπους ενημερωμένους τι να κάνουν σε περίπτωση φωτιάς (ακόμα κι αν δεν υπάρχει δίπλα τους πυροσβέστης ή δασολόγος), είδαμε αλλόφρονες κατοίκους να καταβρέχουν τα δέντρα και τις αυλές με τα λάστιχα του ποτίσματος και με κουβάδες να προσπαθούν να σβήσουν φλεγόμενα δέντρα. Ανθρώπους που έδιναν με ηρωισμό τη μάχη να προστατεύσουν το βιος τους, αλλά τη μάχη την είχαν χάσει εκ των προτέρων, γιατί δεν ήξεραν, γιατί κανείς δεν τους είχε δείξει πως να τη δώσουν.
Είδαμε και πάλι ανθρώπους που ζητούσαν βοήθεια από τα αεροπλάνα, απευθυνόμενοι στα κανάλια, τα οποία είχαν αναλάβει το ρόλο του γενικού συντονισμού, γιατί συντονισμός από τους αρμόδιους δεν υπήρχε. «Ενα αεροπλάνο να πάει στην τάδε περιοχή, κινδυνεύουν σπίτια», έλεγε ο τηλεδημοσιογράφος. Καμιά φορά, περνούσε ένα αεροπλάνο ή ένα ελικόπτερο, έκανε μια ρίψη και μετά δεν εμφανιζόταν ξανά. Ετσι, οι φωστήρες του Μαρκογιαννάκη και του Παυλόπουλου κατακερμάτισαν και τη δύναμη των εναέριων μέσων, με αποτέλεσμα η δουλειά τους να πηγαίνει στράφι.
Ανύπαρκτη Πολιτική Προστασία
Υποτίθεται ότι υπάρχει Πολιτική Προστασία και μάλιστα ότι μετά τον όλεθρο του 2007 αυτή θα δούλευε σε νέα βάση, διότι «τα παθήματα έγιναν μαθήματα». Τι σημαίνει Πολιτική Προστασία; Σημαίνει ότι έχω σχέδιο για αντιμετώπιση έκτακτων αναγκών με την κινητοποίηση και των πολιτών, το οποίο απλώνεται μέχρι και το τελευταίο χωριό. Αυτοί, όμως, την Πολιτική Προστασία την έχουν καταντήσει νεκρό γράμμα. Οχι μόνο δεν έχουν εκπαιδεύσει τον πληθυσμό που ζει κοντά ή μέσα σε δάση, όχι μόνο έχουν παύσει να χρησιμοποιούν τους δασολόγους, τους ανθρώπους που ξέρουν τα δάση όπως την παλάμη του χεριού τους, αλλά δεν διαθέτουν καν στοιχειώδη μέσα για να τα διαθέσουν στους ανθρώπους. Βλέπαμε ανθρώπους να παλεύουν με τη φωτιά χωρίς να διαθέτουν καν μάσκες για να προστατεύονται από τα δηλητηριώδη αέρια που εκλύονται. Γέμισαν τα πνευμόνια τους αιθάλη και μονοξείδιο του άνθρακα και πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι πολλοί θα εμφανίσουν πνευμονικά προβλήματα.
Ως προς το συγκεκριμένο δεν πρέπει να παραλείψουμε να απονείμουμε τα… εύσημα και στους τοπικούς άρχοντες, νομάρχες και δημάρχους, που συμπεριφέρθηκαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που συμπεριφέρεται η κεντρική εξουσία: αδιάφορα και ανάλγητα. Ούτε κανείς από δαύτους είχε την ευθιξία να παραιτηθεί, λες και δεν έχουν κανένα μερίδιο ευθύνης για όσα έγιναν στην περιοχή τους.
Ο Καραμανλής κήρυξε το νομό σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος, με τις τοπικές αρχές, μπορεί να επιτάξει όλα τα ιδιωτικά μέσα και να επιστρατεύσει ανθρώπους. Τι να τις κάνεις τις επιτάξεις, όμως, όταν δεν έχεις κανένα σχέδιο; Να επιτάξεις βυτιοφόρα, όταν δεν ξέρεις πού να τα στείλεις; Να επιτάξεις σκαπτικά και γεωργικά μηχανήματα, όταν δεν σου περνάει καν από το μυαλό ότι πρέπει να δημιουργήσεις αντιπυρικές ζώνες για να σώσεις τουλάχιστον τις κατοικημένες περιοχές;
Το δόγμα του καπιταλιστικού κέρδους
Οι ευθύνες της κυβέρνησης της ΝΔ είναι αυταπόδεικτες. Τα μέλη της, με πρώτον και καλύτερο τον Καραμανλή, ευθύνονται για την οικονομική και περιβαλλοντική καταστροφή. Πίσω απ’ αυτούς, όμως, πρέπει να διακρίνουμε τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος που υπηρετούν.
Είναι πολύ εύκολο να μιλάει κανείς για ανίκανη κυβέρνηση, υπονοώντας ότι πρέπει να έρθει κάποια άλλη, ικανή. Το δύσκολο είναι να απαιτήσει τα κονδύλια που απαιτούνται για την ανάπτυξη της δασοπροστασίας. Ο Πολύδωρας το είχε πει μετά τη φωτιά της Πάρνηθας και τον έβαλαν να το κάνει γαργάρα αμέσως: αντέχουν τα οικονομικά της Ελλάδας τη δασοπροστασία; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα. Ο καπιταλισμός θεωρεί αντιπαραγωγικό ό,τι δεν αποφέρει άμεσο κέρδος. Τα ίδια τα δάση τα βλέπει σαν πηγή αποκόμισης κέρδους. Οχι κέρδους κοινωνικού, αλλά κέρδους που μετριέται με ευρώ. Γι' αυτό και τα κοράκια ετοιμάζονται να πέσουν πάνω στις νέες καμένες περιοχές.
Στην πυρά η δασοπροστασία
Η δασοπροστασία απαιτεί κονδύλια. Και κονδύλια δεν διατίθενται. Ακόμα και αυτά που διατίθενται μένουν στα χαρτιά, δεν εκταμιεύονται, δεν χρησιμοποιούνται για τις δουλειές για τις οποίες προορίζονται. Πριν μερικά χρόνια δίνονταν από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων για έργα προστασίας και ανάπτυξης των δασών 10 εκατ. ευρώ και οι αρμόδιες υπηρεσίες ζητούσαν κι άλλα, γιατί δεν έφταναν. Το 2006 εγκρίθηκαν μόνο 6,5 εκατ. ευρώ και ύστερα από διαμαρτυρίες των υπηρεσιακών παραγόντων έγιναν 8,5 εκατ. για να ξαναπέσουν στα 6,5. Ζήτησαν οι υπηρεσίες άλλα 2, υιοθέτησε το αίτημα ο υπουργός Γεωργίας, αλλά ο Αλογοσκούφης δεν ενέκρινε το κονδύλι. Στο αρχικό κείμενο του δασοκτόνου νόμου που ψήφισε το 2003 το ΠΑΣΟΚ υπήρχε διάταξη που προέβλεπε την ενίσχυση των δασικών υπηρεσιών με 45 εκατ. ευρώ, ποσό που θα αναπροσαρμοζόταν κάθε χρόνο. Η διάταξη αυτή, όμως, που μπήκε για «ξεκάρφωμα», δεν πέρασε στο τελικό κείμενο. Την έκοψε ο τότε υπουργός Οικονομίας N. Xριστοδουλάκης. Ορισμένα πρόσφατα οικονομικά στοιχεία αναφέρονται στο άρθρο της προηγούμενης σελίδας.
Μ’ αυτή την κατάσταση από πλευράς χρηματοδότησης (γιατί από εκεί ξεκινούν όλα), ήταν επόμενο να γίνει ό,τι έγινε και φέτος. Υπηρεσίες με μειωμένο προσωπικό, ασυντόνιστες, μπαϊλντισμένες, αδιάφορες, ένα γενικό μπάχαλο. Σ’ ένα πεδίο εντελώς εγκαταλελειμμένο, χωρίς καμιά πρόνοια για αποτελεσματική καταστολή. Τα δάση έχουν εγκαταληφθεί στην τύχη τους, με αποτέλεσμα και η επικινδυνότητα να αυξάνεται (πολλαπλασιάζονται οι παράγοντες που ευνοούν την εκδήλωση πυρκαγιών) και η καταστολή να δυσχεραίνεται. Ετσι, έχουμε και αύξηση του αριθμού των πυρκαγιών και αύξηση των εκτάσεων που καίγονται κατά μέσο όρο σε κάθε πυρκαγιά.
«Οπου υπήρχε δάσος θα γίνει δάσος και τα δάση που καταστράφηκαν θα αποκατασταθούν στο σύνολό τους, χωρίς να χαθεί ούτε μια σπιθαμή», δηλώνει με το γνωστό δημαγωγικό του ύφος ο Καραμανλής μετά από κάθε μεγάλη πυρκαγιά. Οσοι έχουν και μικρή έστω επαφή με τα θέματα των δασών καταλαβαίνουν πόση απάτη και πόση υποκρισία κρύβεται πίσω απ’ αυτή τη φράση.
«Οπου υπήρχε δάσος» πότε; Τη μέρα που έπιασε η φωτιά; Και τι γίνεται με τις περιοχές που είχαν καεί πριν και ουδέποτε αναδασώθηκαν; Ποιο είναι το σημείο αφετηρίας για να χαρακτηριστεί μια έκταση δάσος ή δασική; Ολο το παιχνίδι σ’ αυτά παίζεται. Ολες οι νομιμοποιήσεις καταπατημένων δασικών εκτάσεων έτσι έχουν γίνει, με πρόσφατο παράδειγμα για την Αττική αυτό της περιοχής Ραφήνας-Ν. Βουτζά, όπως και αυτό της Πάρνηθας.
Γι’ αυτά τα ζητήματα έχουμε γράψει πάρα πολλές φορές, αποκαλύπτοντας το όργιο των αποχαρακτηρισμών και των εκ των υστέρων νομιμοποιήσεων των καταπατητών. Σίγουρα, θα χρειαστεί να επανέλθουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***