Έκπληξη προκάλεσε το γεγονός ότι σε μια «εργατούπολη» όπως είναι ο Πειραιάς και μια «αριστερή πόλη» όπως είναι ο Βόλος το εκλογικό αποτέλεσμα για τις δημοτικές αρχές ανάδειξε στο αξίωμα του δήμου δυο προέδρους ποδοσφαιρικών ομάδων με επίγειες και υπόγειες επιχειρηματικές δραστηριότητες. Η αντανακλαστική αντίδραση σαφώς και θεωρεί τα αποτελέσματα αυτά ως ένα φαινόμενο «υποχώρησης» της πολιτικής, συναφές του ίδιου φαινομένου που αποτυπώθηκε από τα υψηλά ποσοστά του κόμματος του «Ποταμιού». Η εμφάνιση επιχειρηματιών στην πολιτική όπως είναι ο Μαρινάκης, μαριονέτων τους όπως είναι η περίπτωση Μώραλη ή προσώπων υψηλής αναγνωρισιμότητας όπως ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Ηλίας Ψινάκης δεν είναι τελικά κάτι τόσο καινούριο όσο φαίνεται. Το αντίθετο. η αντικατάσταση των μέχρι πρότινος «επαγγελματιών της πολιτικής» από επιχειρηματίες και πάσης φύσεως διασημότητες είναι το φαινόμενο της μεταδημοκρατίας που βιώνουμε τα τελευταία 20 χρόνια η οποία, κατά κάποιο παράδοξο τρόπο, μάλλον αποκρυσταλλώνει με τον πλέον ωμό και απογυμνωμένο τρόπο τις πραγματικές διαστάσεις της σημερινής πολιτικής παρά την αναιρεί. Αυτό που αποσύρεται πραγματικά από το προσκήνιο δεν είναι τόσο το πλαίσιο της κυρίαρχης πολιτικής, όσο η κομματική διαμεσολάβησή της που υποτίθεται ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα επιδίωκε την ανακωχή της σύγκρουσης και τη συναίνεση μεταξύ «κεφαλαίου – εργασίας», «οικονομίας – φύσης», «ανταγωνισμού – συνεργατικότητας», «ατομικής ιδιοκτησίας – συλλογικής ιδιοχρησίας», «κερδοσκοπικής πρωτοβουλίας – δημόσιας πρόνοιας» και ούτω καθεξής.
Η μόνη διαφορά μεταξύ του να διοικεί τον Δήμο ένας πολιτικός τον οποίο ο λαός εκλέγει νομίζοντας ότι τον εκπροσωπεί ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της οικονομικής τάξης (βλ. την περίπτωση Πάχτα στον Δήμο Αριστοτέλη) και του να διοικεί τον Δήμο η ίδια η οικονομική ελίτ απευθείας, απροκάλυπτα και με απολύτως νόμιμο τρόπο βρίσκεται στη σημειολογική αυταπάτη περί δήθεν αδέσμευτων πολιτικών από οικονομικά συμφέροντα. Εξάλλου, το πλέον σύνηθες φαινόμενο της αστικής διακυβέρνησης για όλο τον 19ο αι. και για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αι. ήταν την πολιτική εκπροσώπηση της αστικής τάξης να την αναλαμβάνουν αυτοί οι ίδιοι που κατείχαν τον πλούτο. Οι φτωχοί νεοπλήβειοι, οι ακτήμονες και οι προλετάριοι, αν και χειραφετημένοι πολίτες, δεν είχαν καν το δικαίωμα του «άρχειν» και του «εκλέγειν». Υπ’ αυτή την έννοια, το σχόλιο του γερο-Μαρξ ότι «το Κράτος είναι το όργανο της άρχουσας τάξης» δεν συνιστούσε κάποιου είδους φιλοσοφικό αφορισμό αλλά μάλλον αποτύπωνε με τον πλέον ρεαλιστικό τρόπο τον ρόλο της πολιτικής εξουσίας κατά τον 19ο αι. Επομένως, το επιχείρημα των εγγλέζων λόρδων ότι «ο οικονομικά δυνατός είναι ο απόλυτα ικανός να διαχειρίζεται την εξουσία» μοιάζει να επιστρέφει στη σύγχρονη μεταδημοκρατική εποχή μέσα από την υπόθεση ότι «η εξουσία είναι ζήτημα τεχνοκρατικής διαχείρισης και όχι ζήτημα πολιτικής διαβούλευσης» και ότι, ως εκ τούτου, η πολιτική είναι μια πολύ σπουδαία οικονομική υπόθεση και έχει αρκετό ψωμί για να αφεθεί στα χέρια των πολιτικών –ακόμη περισσότερο, στα χέρια των ίδιων των πολιτών! Άρα, καταλληλότεροι για να την αναλάβουν είναι οι «τεχνικοί της οικονομίας» ή οι «άνθρωποι της αγοράς» οι οποίοι σίγουρα κατέχουν και την απαραίτητη γνώση και εμπειρία στις διαπραγματεύσεις και στην οικονομική αποδοτικότητα. Άλλωστε η παρουσία της Τρόικας στην Ελλάδα αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο δεν έχει;
Η μόνη διαφορά μεταξύ του να διοικεί τον Δήμο ένας πολιτικός τον οποίο ο λαός εκλέγει νομίζοντας ότι τον εκπροσωπεί ενώ στην πραγματικότητα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της οικονομικής τάξης (βλ. την περίπτωση Πάχτα στον Δήμο Αριστοτέλη) και του να διοικεί τον Δήμο η ίδια η οικονομική ελίτ απευθείας, απροκάλυπτα και με απολύτως νόμιμο τρόπο βρίσκεται στη σημειολογική αυταπάτη περί δήθεν αδέσμευτων πολιτικών από οικονομικά συμφέροντα. Εξάλλου, το πλέον σύνηθες φαινόμενο της αστικής διακυβέρνησης για όλο τον 19ο αι. και για το μεγαλύτερο μέρος του 20ου αι. ήταν την πολιτική εκπροσώπηση της αστικής τάξης να την αναλαμβάνουν αυτοί οι ίδιοι που κατείχαν τον πλούτο. Οι φτωχοί νεοπλήβειοι, οι ακτήμονες και οι προλετάριοι, αν και χειραφετημένοι πολίτες, δεν είχαν καν το δικαίωμα του «άρχειν» και του «εκλέγειν». Υπ’ αυτή την έννοια, το σχόλιο του γερο-Μαρξ ότι «το Κράτος είναι το όργανο της άρχουσας τάξης» δεν συνιστούσε κάποιου είδους φιλοσοφικό αφορισμό αλλά μάλλον αποτύπωνε με τον πλέον ρεαλιστικό τρόπο τον ρόλο της πολιτικής εξουσίας κατά τον 19ο αι. Επομένως, το επιχείρημα των εγγλέζων λόρδων ότι «ο οικονομικά δυνατός είναι ο απόλυτα ικανός να διαχειρίζεται την εξουσία» μοιάζει να επιστρέφει στη σύγχρονη μεταδημοκρατική εποχή μέσα από την υπόθεση ότι «η εξουσία είναι ζήτημα τεχνοκρατικής διαχείρισης και όχι ζήτημα πολιτικής διαβούλευσης» και ότι, ως εκ τούτου, η πολιτική είναι μια πολύ σπουδαία οικονομική υπόθεση και έχει αρκετό ψωμί για να αφεθεί στα χέρια των πολιτικών –ακόμη περισσότερο, στα χέρια των ίδιων των πολιτών! Άρα, καταλληλότεροι για να την αναλάβουν είναι οι «τεχνικοί της οικονομίας» ή οι «άνθρωποι της αγοράς» οι οποίοι σίγουρα κατέχουν και την απαραίτητη γνώση και εμπειρία στις διαπραγματεύσεις και στην οικονομική αποδοτικότητα. Άλλωστε η παρουσία της Τρόικας στην Ελλάδα αυτό το ιδεολογικό υπόβαθρο δεν έχει;