ΟΝΕΙΡΟ
Ανδρέας Λασκαράτος
(1/5/1811 - 24/7/1900)
Ήτανε να 'ξημερώση Μεγάλο Σάββατο, που είδα στον ύπνο μου πως απέθανα.
Επέθανα, και ως στρίψη ματιού ευρέθηκα εις τον άλλον κόσμο. Εκεί ως από ενστίγματος, έτρεξα ευθύς για τον Παράδεισο κ' έλαβα την τόσον καλήν τύχη να φθάσω εις τη στιγμή που ο Θεός έβγαινε να 'πάη σε περίπατο.
Μιλιούνι Άγιοι τον επεριστοιχούσανε βαστώντες αγγελούδια λάτινα, 'σαν εκείνα των εκκλησιώνε, κ' εγώ εστοχάσθηκα να ωφεληθώ από εκείνην την αναστάτωση, από εκείνην τη σκοτούρα, δια να έμβω λαθρεμπορικώς πως εις τον Παράδεισο, αποφεύγοντας τελωνειακάς ερεύνας, 'σαν οπού κ' εγώ είχα κάτι να κρύψω.
Ανάτρεχα λοιπόν τον χείμαρρον των Αγίων, ανοίγοντας το δρόμο μου με τα δυο μου χέρια, όταν ο Άη-Πέτρος, ο ακοίμητος εκείνος θυρωρός των Ουρανίων Αναχτόρων, με αρπάζει από το λαιμοδέτη, και «Στάσου, λέει, αναξία κολασμένη ψυχή!»