Σ’ ένα κράτος μια φορά, που βαρούσε ταμπουρά,
διαλαλούσαν μιαν αυγή, τόσοι κήρυκες με φούρια
πως ο Βασιληάς θα βγη, με φορέματα καινούρια.
Βγήκε μέσ’ απ’ το Παλάτι, δίχως ρούχο και βρακί,
και θεόγυμνος περπάτει, πότ’ εδώ και πότ’ εκεί.
Κι ο καθένας κατεργάρης, τσαμπουνούσε σοβαρά:
“για κυττάξετε τι χάρις, και στολίδια μια φορά”.
Γεώργιος Σουρής
Ο βασιλιάς είναι γυμνός και οι σφουγγοκωλάριοι αυλικοί του επιμένουν να πορεύονται πίσω του παριστάνοντας πως κρατούν τον ανύπαρκτο μανδύα του. Αλλά η κοινωνία δεν βλέπει. Πιστεύοντας πως η άγνοιά της και η μη συμμετοχή στα κοινά είναι τεκμήριο αθωότητας —ενώ θα έπρεπε να είναι τεκμήριο ηλιθιότητας— ξεσηκώνεται μόνο όταν θίγεται ο μικρόκοσμός της. Όταν για παράδειγμα μένει για ώρες χωρίς ρεύμα ή όταν αρχίζουν να γλιστράνε τα σπίτια τους.