Πώς προέκυψαν τα «ιδιωτικά δάση»;
«Το σπίτι αυτό εμείς το χτίσαμε −άλλος θα κατοικήσει!»
(«Το σπίτι», Νάνος Βαλαωρίτης)
(«Το σπίτι», Νάνος Βαλαωρίτης)
Για τη διερεύνηση της δημιουργίας των «ιδιωτικών δασών» στο νέο ελληνικό κράτος πρέπει ν’ αναχθούμε στο οθωμανικό δίκαιο και να δούμε πώς σε αυτό θεωρούνταν η γαιοκτησία. Σύμφωνα λοιπόν με την Οθωμανική νομοθεσία, ολόκληρη η γη ανήκε στον Σουλτάνο. Τα δάση αποτελούσαν «δημόσιες γαίες», που παραχωρούνταν κατά χρήση (κι όχι κατά κυριότητα), επί καταβολής ετήσιου φόρου, με διατάγματα, τα «βεράτια», στους διακριθέντες στον πόλεμο ιππείς, στους σπαχήδες και αγάδες, καθώς και στους τιμαριούχους. Επίσης παραχωρούνταν με τίτλο, που ονομάζονταν «ταπί», η χρήση δάσους σε ιδιώτες. Το ταπί συντάσσονταν από τον ιεροδίκη (τον «καδή») ή τους τιμαριούχους ύστερα από άδεια του Σουλτάνου, έφερε το μονόγραμμά του, και αποτελούσε πιστοποιητικό διηνεκούς εξουσίασης του δάσους, με ανεπίδεκτη μετατροπής χρήση του εδάφους –δηλαδή αποτελούσε τεσσαρούφ, κι όχι εμπράγματο δικαίωμα κυριότητάς του, δηλαδή μουτεσσαρήφ. Το δάσος εν προκειμένω παρέμεινε στην ψιλή κυριότητα του Οθωμανικού Δημοσίου, ενώ ο εξουσιαστής είχε το δικαίωμα της κάρπωσης του δημόσιου δάσους, χάρις στο τεσσαρούφ, το οποίο κληρονομείτο. Το δάσος συνεπώς δεν υπάγονταν στο καθεστώς των «ιδιόκτητων γαιών», των αποκαλούμενων «μούλκια», που αποτελούσαν γαίες που ανήκαν σε φυσικά και νομικά πρόσωπα, και η ιδιοκτησία επί αυτών πιστοποιούνταν με «χοτζέτ(ι)», το οποίο αποτελούσε επικυρωτική ή αναγνωριστική απόφαση των μουσουλμανικών ιεροδικείων, η σύνταξη της οποίας πραγματοποιούνταν ενώπιον του ιεροδίκη (του «καδή»).
Η εθνικοποίηση της γης στα πλαίσια λειτουργίας του οθωμανικού κράτους συντελέστηκε προκειμένου ο Σουλτάνος, η κεντρική εξουσία δηλαδή, να έχει τον απόλυτο έλεγχο της γης και ν’ απολαμβάνει τα οικονομικά της οφέλη· δεδομένου ότι η χρήση της γης (γεωργικά και κτηνοτροφικά κυρίως) αποτελούσε το βασικό οικονομικό πόρο του οθωμανικού κράτους. Αυτόν τον έλεγχο της γης δεν ήθελε με κανένα τρόπο η κεντρική εξουσία να τον αφήσει να περάσει στα χέρια γαιοκτημόνων, γι’ αυτό και καθιέρωσε το δικαίωμα εξουσίασης της γης (τεσσαρούφ), το οποίο προέκρινε σε σχέση με το δικαίωμα ιδιοκτησίας (μουτεσσαρήφ). Μάλιστα, υπό αυτό το καθεστώς, ο Έλληνας αγρότης επί Τουρκοκρατίας βρισκόταν σε καλλίτερη μοίρα σε σχέση με τον Ευρωπαίο, ο οποίος καταπιεζόταν από τον φεουδάρχη κύριο της γης! Και τούτο διότι, ο δικαιούχος του κοινωνικού πλεονάσματος, στο μεν οθωμανικό σύστημα αφαιρούσε κατ’ ευθείαν από την εσοδεία το υπερπροϊόν, στη δε ευρωπαϊκή φεουδαρχία υπέτασσε το ίδιο το πρόσωπο του παραγωγού. Έτσι, το κοινωνικό πλεόνασμα στη Δύση έπαιρνε τη μορφή υπεργασίας, στην Ανατολή έπαιρνε τη μορφή του υπερπροϊόντος.
Ο ευρωπαϊστής Αδαμάντιος Κοραής το ερμήνευσε αυτό που συνέβαινε στην Ανατολή ως έξυπνη πρακτική των Τούρκων, που έθρεφαν τους υπηκόους τους, για να τους αρμέξουν στη συνέχεια, όπως συνέβαινε με τις αγελάδες! Με τη δημιουργία δε του τσιφλικιού, το οποίο εγγράφεται στα χρόνια της αποσύνθεσης του οθωμανικού κράτους κι όχι της ακμής του, δεν εγκαθίστατο φεουδαρχία, αφού δεν καθιερωνόταν (επίσημα τουλάχιστον) ατομική ιδιοκτησία του εδάφους −υπήρχε ένα είδος οιονεί-κυριότητας, που δεν προσέγγιζε την απόλυτη κυριότητα που προέκυπτε από το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο−, αυξήθηκε η εκμετάλλευση του Έλληνα αγρότη κι έτσι δημιουργήθηκε ένας μηχανισμός εκμετάλλευσής του, ώστε να παράγει περισσότερα υπό την πίεση του τσιφλικούχου, από τα οποία επωφελούνταν η κεντρική διοίκηση μέσω της φορολογίας. Λέγει σε σχέση με τη διατήρηση της γης ως δημόσιας στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο ιστορικός Κώστας Βεργόπουλος: «Η μόνιμη πολιτική του οθωμανικού κράτους −τέτοια που εκφράζεται μέσα στη θεμελιώδη δομή της και στην αυτοκρατορική νομοθεσία της− στάθηκε πάντα η πεισματώδης καταπολέμηση κάθε προσπάθειας σχηματισμού μεγάλων φεουδαρχικών ιδιοκτησιών και τσιφλικιών. Οφείλουμε δε να παρατηρήσουμε ότι στη μέριμνά του αυτή, το οθωμανικό κράτος επέτυχε επί ένα σχετικώς μεγάλο χρονικό διάστημα» (Βεργόπουλος Κ., «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975, σελ. 58).
Με τη δημιουργία του νέου ελληνικού κράτους, αυτό υπεισήλθε ως προς τα δικαιώματα γης στη θέση του τουρκικού. Συνεπώς, αφού το τουρκικό δημόσιο ήταν κύριος των δασών και των βοσκοτόπων, αντίστοιχα θα ήταν και το ελληνικό −άλλο εάν στην πορεία αυτό διαστρεβλώθηκε και καταλήξαμε να έχουμε ιδιοκτησίες ιδιωτών επί δασών και βοσκοτόπων. Οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου, όπως αυτό συγκροτήθηκε μετά την απελευθέρωση με τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους, σε σχέση με τις ιδιοκτησίες των Οθωμανών που κατοικούσαν στην ελληνική επικράτεια, ρυθμίστηκαν σ’ ότι αφορούσε την Παλαιά Ελλάδα, με τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης της 3ης-7-1832, και με τα από 3, 2, 4/16.6 και 19.6/1.7.1830 Πρωτόκολλα του Λονδίνου. Σύμφωνα με αυτά, το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε κυριότητα επί των κτημάτων που ανήκαν στο Τουρκικό Δημόσιο, υπέρ του οποίου ίσχυε τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, επί των κτημάτων των Οθωμανών που κατελήφθησαν και δημεύθηκαν «δικαιώματι πολέμου», δηλαδή κατά τη διάρκεια του πολέμου, καθώς και επί των κτημάτων που εγκατέλειψαν οι Οθωμανοί όταν έφυγαν από την τοτινή Ελλάδα και δεν κατελήφθησαν από άλλους.
Ήδη, όπως είπαμε, από τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης της χώρας, αρχικά από τον Καποδίστρια και κατόπιν από τους Βαυαρούς, τα δάση αποτέλεσαν δημόσιο αγαθό –για το λόγο αυτό εξάλλου τα ελληνικά δάση δε διαμοιράστηκαν και δεν αποτέλεσαν προϊόν συναλλαγής, διατηρούμενα ως Δημόσια. Βλέπουμε έτσι, ενδεικτικό της βούλησης των Βαυαρών, ότι στο πρώτο νομοθέτημα της 26.5/7.6.1835 «Περί προικοδοτήσεως ελληνικών οικογενειών», τα «δάση και οι δρυμώνες» εξαιρούνται ρητά από την κρατική διάθεση και τη διανομή. Το νομοθέτημα ακολούθως με το οποίο πρωταρχικά, κύρια και ουσιαστικά ρυθμίστηκαν οι σχέσεις της ιδιοκτησιακής κατάστασης των ελληνικών δασών με τους πολίτες, και που αυτό αποτέλεσε τη βάση για τη διαμόρφωση της μετέπειτα ιδιοκτησιακής κατάστασης των δασών μας, ήταν το Διάταγμα 17/11-1/12/1836 «Περί ιδιωτικών δασών» (ΦΕΚ 69/1.12.1836). Με το Διάταγμα αυτό θεωρούνταν ως ιδιωτικά τα δάση που δια εγγράφων που είχαν εκδοθεί από τις αρμόδιες νόμιμες τουρκικές αρχές αποδεικνύεται ότι αυτά υπήρχαν και πριν την αρχή του αγώνα της ανεξαρτησίας ως «ιδιοκτησίαι πλήρεις ιδιωτών», καθώς και τα δάση που βρίσκονται εντός «ιδιωτικών χωρίων (Τζεφλικιών)», έστω και αν δεν αναφέρονται ρητά στους οικείους τίτλους ιδιοκτησίας, εφόσον περιλαμβάνονται πράγματι στα όρια των συγκεκριμένων ιδιωτικών χωριών. Επιπρόσθετα αναγνωρίζεται η ιδιοκτησία επί των δασών των Δήμων και των Μονών, εφόσον αποδείξουν, μετά από προσφυγή στο δικαστήριο, την ύπαρξη και το περιεχόμενο των σχετικών τίτλων ιδιοκτησίας που έχουν απωλεσθεί.
Η ιδιοκτησία στα δάση βάσει των προαναφερομένων αποδεικνύεται και κατοχυρώνεται μέσα από συγκεκριμένη διαδικασία, σύμφωνα με την οποία, εντός έτους από τη δημοσίευση του διατάγματος τα πρωτότυπα των τίτλων ιδιοκτησίας κατατίθενται στην αρμόδια Επιτροπή του Υπουργείου Οικονομικών για να τους εξετάσει. Αναλόγως του ελέγχου και της κρίσης της, είτε αναγνωρίζεται η κυριότητα επί του δάσους και αποδίδεται αυτό επίσημα στην κατοχή του δικαιούχου ιδιοκτήτη του, είτε απορρίπτεται το αίτημα και παραπέμπεται η υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο. Μέχρι την εκδίκασή της, η διακατοχή του διαφιλονικούμενου δάσους παραμένει σε όποιον αυτή βρίσκεται (δηλαδή, το δάσος σε αυτή την περίπτωση θεωρούνταν δημόσιο μόνο μετά την έκδοση αμετάκλητης και τελεσίδικης δικαστικής απόφασης). Με τη διαδικασία αυτή, όπως και με το γεγονός της μη εξέτασης όλων των προσκομισθέντων τίτλων από την επί των Οικονομικών Γραμματεία, λόγω λήξης της θητείας της, προέκυψαν τα διακατεχόμενα δάση της χώρας μας, που είναι κατηγορία διαφιλονικούμενων δασών και αποτελεί ελληνική κατάσταση μόνιμης εκκρεμότητας της ιδιοκτησίας της έκτασης. Τα δάση δε, για τα οποία δεν προσκομίσθηκαν τίτλοι, θεωρούνται ως «αδιαφιλονίκητα Εθνικά». Με τον τρόπο αυτό, με τη θεώρηση αυτή του νόμου, καθιερώθηκε το τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Δημοσίου επί των δασών, μέχρι αυτά ν’ αναγνωριστούν ως ιδιωτικά, που αποτέλεσε διά των ετών την ασφαλιστική δικλείδα υπεράσπισης και κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του δημοσίου επί της δασικής γης.
Ο καθηγητής δασολόγος Αναστάσιος Οικονομόπουλος αποδίδει στο σύγγραμμά του «Η εξέλιξη της δασοπονίας εν τη Ελλάδι», το γεγονός της μη αναγνώρισης με το παραπάνω διάταγμα πολλών δασών ως ιδιωτικών υπέρ χωρικών στην «απροθυμία προς εφαρμογήν του νόμου ένεκα της μηδαμινής χρηματικής αξίας των μη κερδοσκοπικώς καρπουμένων δασών της εποχής εκείνης, στη μη ανατρεπτική προθεσμία του νόμου και στην αναγκαιότητα αξιοποιήσεως των πληθωρικών τότε υλογενών καρπών διά της ασκήσεως των παραδεδεγμένων δασικών δουλειών εκ μέρους των χωρικών». Έτσι, «το Δημόσιον κατέστη ως ιδιοκτήτης ή κάτοχος του μεγίστου μέρους των δασών της χώρας. Ανέλαβεν ούτω το κράτος ου μόνον την ευθύνην της περαιτέρω προαγωγής της δασοπονίας, αλλά απέκτησε και την σπανίαν δυνατότητα της επιτεύξεως των δασοπολιτικών σκοπών αυτού μέσω της αυτοτελούς κρατικής δασοπονίας» (Οικονομόπουλος Αν., «Η εξέλιξη της δασοπονίας εν τη Ελλάδι. Από της απελευθερώσεως αυτής μέχρι του έτους 1940», πανεπιστημιακή έκδοση, Θεσσαλονίκη 1942, σελ. 10). Με τον τρόπο αυτόν, εξηγείται κατά τον Οικονομόπουλο το γεγονός ότι πολλά δάση δεν αναγνωρίστηκαν τότε, αλλά μετατέθηκε το ενδιαφέρον για την αναγνώρισή τους αργότερα.
Το ζήτημα ως προς την εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων του Διατάγματος εντοπίζεται στο τι θεωρούνταν «ιδιοκτησίαι πλήρεις ιδιωτών», για ν’ αναγνωριστούν τα δάση ως ιδιωτικά, όπως και τα τζεφλίκια. Έχοντας υπόψη τα οριζόμενα στο οθωμανικό δίκαιο, βλέπουμε ότι ιδιοκτησία επί δάσους, όπως και επί ιδωτικού χωρίου (τζεφλικίου), δε νοούνταν υπέρ ιδιωτών, καθότι αυτά παραχωρούνταν με το δικαίωμα της διηνεκούς εξουσίασης (τεσσαρούφ), κι όχι με εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας (μουτεσσαρήφ) −εξαίρεση αποτελούσαν τα δάση κορού (Ιδιωτικά δάση), που όμως βρισκόταν στη Βόρεια Ελλάδα κι όχι στην τοτινή ελεύθερη (τη Παλαιά Ελλάδα). Συνεπώς η χρήση του όρου «ιδιοκτησίαι πλήρεις ιδιωτών» είναι αδόκιμος και ασύμβατος με τα ισχύοντα σύμφωνα με το οθωμανικό δίκαιο, το οποίο εντάχθηκε στην ελληνική δικαιϊκή πρακτική, καθότι η απόλυτη κυριότητα επί δάσους ήταν αδιανόητη, αφού αυτό υπαγόταν, ανεξαιρέτως του εξουσιαστή του, στις «δημόσιες γαίες» (αντιστοίχως ίσχυε και για το τζεφλίκι). Μολαταύτα, η αρμόδια Επιτροπή που εξέτασε τους τίτλους, δέχτηκε την ύπαρξη ταπίου (είτε αυτό προέρχονταν από βεράτι, είτε αποτελούσε τίτλο συνταγμένο από τον καδή), ως αποδεικτικό της πλήρους ιδιοκτησίας επί του δάσους, καθότι, όπως σχετικώς υποστηρίχθη, δεν υπήρχε άλλο αποδεικτικό που να δήλωνε το σχετικό δικαίωμα του αιτούντος. Αναγνωρίζοντας όμως την αδυναμία αυτής της πρακτικής, δήλωνε στο τέλος κάθε απόφασης που εξέδιδε ότι, «όσον αφορά στα δικαιώματα του Δημοσίου, εις τα διά ταπίων κατεχομένας εκτάσεις, ο ειρημένος κύριος θέλει υπόκεισθαι εις το γενικώς εν καιρώ εληφθησόμενο μέτρο». Εξάλλου, ακόμη και ο ίδιος ο νομοθέτης, διατηρών τις αμφιβολίες του ως προς τη διαδικασία αναφέρεται σε δάση «που θέλει θεωρείσθαι ως ιδιωτικά» κι όχι ιδιωτικά.
Διερωτώμαστε μην με τη διάταξη αυτή, που ήταν κατ’ ουσίαν ανεφάρμοστη, αφού το ταπί δεν αποδείκνυε κυριότητα και συνεπώς δεν υπήρχαν «ιδιοκτησίαι πλήρεις ιδιωτών», επιδιωκόταν από το νομοθέτη να ξεγελαστούν οι μεγαλοκεφαλαιούχοι κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων ελληνικής γης, που την αγόρασαν πριν τις Συνθήκες, γνωρίζοντας το περιεχόμενο αυτών, καθώς και οι εγγυήτριες δυνάμεις που τους προστάτευαν κι ασκούσαν αφόρητη πίεση στην ελληνική κυβέρνηση για το συγκεκριμένο ζήτημα, ούτως ώστε να βρεθούν κατόπιν σε αδιέξοδο, καθότι δε θα μπορούσαν ν’ αποδείξουν την πλήρη ιδιοκτησία που απαιτούνταν επί αυτών −κάτι που στην πράξη δεν έγινε. Ή, από την άλλη πλευρά, υπήρξε δεύτερη σκέψη από το νομοθέτη, να επιδιωχθεί στην πράξη το ξεπέρασμα του αδιεξόδου, θεωρώντας με κάποιον τρόπο το ταπί ως τίτλο −κάτι που τελικά έγινε. Είναι σκέψεις αυτονόητες που γίνονται, για να εξηγηθεί η πρόθεση του νομοθέτη, καθώς δεν ήταν δυνατό αυτός (της εμβέλειας μάλιστα των Βαυαρών νομομαθών) να εισάγει μια διάταξη η οποία δεν ήταν δυνατό να εφαρμοστεί.
Έτσι υπήρξε στην πράξη διεύρυνση της έννοιας του τεσσαρούφ, ώστε να δημιουργηθεί εμπράγματο δικαίωμα και να προσεγγίζεται με τον τρόπο αυτό η κυριότητα. Πρόκειται κατ’ ουσίαν γι’ αλλοίωση των οριζομένων στο οθωμανικό δίκαιο, που υποτίθεται ότι μεταφερόταν στο ελληνικό ως προς την ιδιοκτησία επί των δασών, προκειμένου να εξυπηρετηθεί μια κατάσταση, αυτή της δικαιολόγησης της κυριότητας στα δάση, χρησιμοποιούμενο γι’ αυτό το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, το οποίο εν προκειμένω αναβίωσε για να δικαιολογηθεί η εφαρμοσθείσα πρακτική επί της ιδιοκτησίας δάσους. Ίδια πρακτική ακολουθήθηκε και κατά τις αγοραπωλησίες των κτημάτων των Οθωμανών, που πραγματοποιήθηκαν μετά την απελευθέρωση για τις περιοχές της χώρας που δεν καταλήφθηκαν δικαιώματι πολέμου από τους Έλληνες, τις οποίες θα δούμε παρακάτω. Έγινε δηλαδή δεκτή η ισοδυναμία ανάμεσα στο τουρκικό δικαίωμα εξουσίασης, το τεσσαρούφ, με την κυριότητα που εκπηγάζει από το ρωμαϊκό αστικό δίκαιο.
Επίσης ζήτημα γεννάται και με την κυριότητα επί δασών των μοναστηριών, αφού αυτά έλκυαν τη διεκδίκησή τους από απωλεσθέντες τίτλους. Ελλείψει αυτών διεκδικούνταν η κυριότητα των δασών διά των δικαιωμάτων που επικαλούνταν, της πολύχρονης, συνεχούς και ελεύθερης ξύλευσης που πραγματοποιούνταν για την εξυπηρέτηση της μονής ή άλλου κοινωφελούς σκοπού, καθώς και της αμελημένης διοίκησης των δασών λόγω της δεινής κατάστασης των μοναστηριών. Τα δικαστήρια που εξέτασαν ιδιοκτησιακές υποθέσεις των μονών δέχτηκαν τους παραπάνω λόγους και αναγνωρίστηκε η ιδιοκτησία υπέρ αυτών, χωρίς εντούτοις να ληφθεί υπόψη ότι ο γαιοκτησιακός ή γαιοεκμεταλλευτικός τίτλος αναφερόταν στα ονόματα των ηγουμενοσυμβούλων, που σε πολλές περιπτώσεις οι κληρονόμοι τους σφετερίστηκαν τις εν λόγω γαίες και αντ’ αυτών διεκδικούνταν άλλες.
Πώς τα «αδιαφιλονίκητα εθνικά» δάση έγιναν ιδιωτικά;
Στο σημείο αυτό πρέπει να διευκρινίσουμε ότι σύμφωνα με το Οθωμανικό Δίκαιο, το δικαίωμα της εξουσίασης αποτελούσε το δικαίωμα της νόμιμης και διαρκούς χρήσεως των γαιών αυτών το οποίο μπορούσε να κληρονομηθεί και να μεταβιβαστεί ενώ διέφερε από τη δουλεία χρήσεως (usus) του Βυζαντινορωμαικού Δικαίου καθώς αυτή προσιδίαζε μόνο στην κάρπωση, αλλά και από τη νομή καθώς αυτή αποτελούσε υλική κατοχή με διανοία κυρίου ή την οιονεί νομή με διανοία δικαιούχου. Ερμηνεύτηκε έτσι, κι αναλόγως εφαρμόστηκε, ότι η φύση της εξουσίασης υπερέβαινε κατά πολύ την απλή άσκηση φυσικής κατοχής και ότι προσιδίαζε σε δικαίωμα ουσιαστικής ιδιοκτησίας.
Σημειώνει, προφανώς επικριτικά, σε σχέση με τα παραπάνω ο Ν. Πανταζόπουλος: «Τα ελληνικά δικαστήρια αυτής της εποχής εδίκαζον όχι επί τη βάσει εθνικών νομικών αντιλήψεων, αλλά επί τη βάσει του μακρυνού Corpus Lupis Givilis, και κυρίως των συγγραμμάτων των Γερμανών ρωμαϊστών Vindscheid και Dernburg» (Πανταζόπουλος Ν., «Αστικός Κώδιξ και εθνικόν δίκαιον», Αθήναι 1945, σελ. 69). Ενώ αρκετά νωρίτερα ο Γάλλος Leconte αναφερόταν περίπου ειρωνικά στην παραπάνω πρακτική: «Τίποτα το πιο συνηθισμένο από το να βλέπει κανείς τη νομολογία των ελληνικών δικαστηρίων ν’ ανατρέχει στις διατάξεις του Corpus Lupis Givilis του αυτοκράτορα Ιουστινιανού» (Leconte, «Etude economique de la Grece», Paris 1847, σελ. 136, στο Βεργόπουλος Κ., «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975). Πρέπει εν προκειμένω να πούμε, για να κατανοήσουμε τις σχετικές αναφορές στα παραπάνω αποσπάσματα, ότι το Βυζάντιο κληρονόμησε από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία τους θεσμούς που στήριξαν την οργάνωση του πολιτειακού του συστήματος. Ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός, προχωρώντας στον εκσυγχρονισμό του ρωμαϊκού δικαίου, ανέθεσε σε επιτροπή νομικών την κωδικοποίηση της υφιστάμενης νομοθεσίας και την αναδιαμόρφωσή της, στην οποία στηρίχθηκε το ευρωπαϊκό δίκαιο του Μεσαίωνα και των νεοτέρων χρόνων. Οι Πανδέκτες (Digesta) δημοσιεύτηκαν κι απέκτησαν νομική ισχύ πριν την αναθεώρηση του Κώδικα (Codex), στις 30 Δεκεμβρίου 533. Ο Κώδικας περιελάμβανε αυτοκρατορικές διατάξεις, ενώ οι Πανδέκτες ήταν συλλογή αποσπασμάτων έργων 39 νομικών, από την περίοδο μετάβασης στον Αύγουστο έως τον Ιουστινιανό, που επέλεξε η Επιτροπή, τροποποιώντας ανάλογα τα κείμενα και προσαρμόζοντάς τα στα κρατούντα της εποχής.
Λέγει τέλος παραστατικά, σε σχέση με τα προηγούμενα, ο Κ. Βεργόπουλος: «Συνεπώς, η μεγάλη γαιοκτησία, μολονότι απωθήθηκε συστηματικώς από το νεοελληνικό κράτος, κατόρθωσε εν τούτοις να διεισδύσει στον ελληνικό χώρο από τη σχισμή που άνοιξε η ελληνο-τουρκική συνθήκη για την παράδοση της Αττικής. Εν συνεχεία, η μεγάλη γαιοκτησία εγκαταστάθηκε επί μιας περιορισμένης αλλά στερεάς κλίμακας μέχρι τα 1881, χάρη στην προστασία που της εξασφάλισε το ρωμανο-γερμανικής έμπνευσης νεοελληνικό δίκαιο. Οι Έλληνες καπιταλιστές αγοράζοντας το δικαίωμα νομής (τεσσαρούφ) επί των τουρκικών κτημάτων σε τιμές ευκαιρίας, απέσπασαν εν συνεχεία από το ελληνικό κράτος μια σειρά νομολογιακών πράξεων αναγνωριστικών της πλήρους και απόλυτης κυριότητάς τους. Εκ παραλλήλου, η νομολογιακή πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων, αναγνωρίζοντας τον απόλυτο χαρακτήρα της ατομικής ιδιοκτησίας αρνήθηκε κατά συνέπεια κάθε εμπράγματο χαρακτήρα στα δικαιώματα των εργαζομένων στα τσιφλίκια κολλήγων καλλιεργητών» (Βεργόπουλος Κ., «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975, σελ. 118).
Μετά τούτων γίνεται φανερό ότι εάν εφαρμοζόταν τα κανονικώς ισχύοντα, που απέρρεαν από το Οθωμανικό Δίκαιο περί της ιδιοκτησίας του δάσους, το οποίο αποφασίστηκε ως εφαρμοστέο σε σχέση με την ιδιοκτησία των γαιών, τότε δε θα έπρεπε ν’ αναγνωριστούν «ιδιωτικά δάση» στην Παλαιά Ελλάδα και το παραπάνω Διάταγμα θα καθίστατο ως προς τούτο ως «άνευ αντικειμένου». Κατά το ίδιο πνεύμα, θα έπρεπε να καταστούν άκυρες οι αγοραπωλησίες που πραγματοποιήθηκαν στις περιοχές της χώρας που δεν καταλήφθηκαν δικαιώματι πολέμου από τους Έλληνες, στις περιπτώσεις που οι εκτάσεις καλύπτονταν από δάση. Τα δάση εν προκειμένω θα ήταν δημόσια, και δε θα δημιουργούνταν γαιοκτήμονες που θα έλκυαν τη δύναμή τους από τη δασική ιδιοκτησία. Όμως, όπως προέκυψε, η Επιτροπή (η καθεμιά αναλόγως της περίπτωσης) δέχτηκε τις μεταβιβάσεις που πραγματοποιήθηκαν με τον τρόπο που παραπάνω αναφέραμε, οι οποίες ήταν ανέλεγκτες ως προς εμβαδόν και τις περιλαμβανόμενες εκτάσεις, με αποτέλεσμα να επικυρώνονται και επί μη ανταποκρινόμενων στην πραγματικότητα εμβαδών –φυσικά, μεγαλύτερων των πραγματικών. Επιπρόσθετα, διαπράχθηκε κι ένα ακόμη «ατόπημα», ότι έγιναν δεκτά ακόμα και τα χοτζέτια για την αναγνώριση ως ιδιωτικών των δασών, όπως επίσης και τα ταπιά για τα οποία δεν υπήρξε παρεμβολή του καδή και επικύρωσή τους.
Με τον τρόπο αυτό δικαιολογήθηκαν οι καταπατήσεις δημοσίων δασών που συντελέστηκαν κατά τις αγοραπωλησίες που πραγματοποιήθηκαν και συνέβη η μετάβαση στη μεγάλη γαιοκτησία στην Ελλάδα, στην οποία, κατά το μέγιστο μάλιστα!, περιλαμβανόταν δάση και χορτολιβαδικές εκτάσεις. Οι Οθωμανοί μπορεί να εκμεταλλεύτηκαν το ασταθές περιβάλλον και να πώλησαν εκτάσεις που δεν τους αναλογούσαν, όμως το μεγάλο «πλιάτσικο» της εθνικής γης πραγματοποιήθηκε από τους αγοραστές (Έλληνες και ξένους), οι οποίοι, στηριζόμενοι στα τεχνηέντως ασαφή όρια των μεταβιβαζόμενων εκτάσεων, μετέθεταν αυτά εις βάρος της εθνικής γης και των φυσικών οικοσυστημάτων (των δασών και των λιβαδιών-βοσκών), μεγεθύνοντας τις ιδιοκτησίες τους.
Σ’ ότι δε αφορά στις βοσκές και τα λιβάδια, αυτά κατά το οθωμανικό δίκαιο αποτελούσαν βασιλική περιουσία (σουλτανική), και ως εκ τούτου περιήλθαν στο ελληνικό δημόσιο εκ διαδοχής του τουρκικού ως δημόσιες εκτάσεις. Η επικαρπία σε αυτά απεδίδετο, όπως και στα δάση, με ταπί. Με το Διάταγμα της 3ης/15ης Δεκεμβρίου 1833 «Προσδιορισμός του φόρου της βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 και 1834», καθορίστηκε στο άρθρο 1 ότι τα λιβάδια για τα οποία δεν έχει εκδοθεί ταπί για την επικαρπία θεωρούνται δημόσια, ενώ για εκείνα που έχει εκδοθεί ταπί θεωρούνται εθνοϊδιόκτητα. Όμως και σε αυτές τις περιπτώσεις, κατά τη συνήθη ελληνική πρακτική!, και κατά τρόπο ανάλογο με τα δάση, προέκυψε ιδιοκτησία, και σήμερα εκατομμύρια στρέμματα χορτολιβαδικών εκτάσεων εμφανίζονται ως ιδιωτικά, και δεν απολαμβάνουν καμιάς νομικής προστασίας ως φυσικά οικοσυστήματα.
Για τις αγοραπωλησίες που συντελέστηκαν μεταξύ των αποχωρησάντων Οθωμανών και των Ελλήνων αγοραστών της φερόμενης ως ιδιόκτητης γης τους, και αφορούσαν σε περιοχές της χώρας που δεν καταλήφθηκαν δικαιώματι πολέμου από τους Έλληνες, αλλά παραχωρήθηκαν με συμφωνίες στην Ελλάδα (Θήβα, Εύβοια, Φθιώτιδα, Αττική), συγκροτήθηκε με το Βασιλικό Διάταγμα 3433/1838 η επί των πωλήσεων των Οθωμανικών ιδιοκτησιών Εξεταστική Επιτροπή, που εξέταζε τους δημιουργηθέντες τίτλους και αποφαινόταν για την εγκυρότητα των μεταβιβάσεων σύμφωνα με τους Οθωμανικούς νόμους, καθώς και για την ύπαρξη τυχόν δικαιωμάτων του Ελληνικού Δημοσίου επί των μεταβιβασθέντων εκτάσεων. Κατ’ ουσίαν επρόκειτο για συνέχιση του έργου της Ελληνικής Επιτροπής του Διατάγματος της 17ης/29ης.11.1836, κληθέντες να παρουσιάσουν τους τίτλους τους όσοι δεν το έπραξαν, προς διασφάλιση των συμφερόντων τους. Ενώ για την εξέταση διαφορών μεταξύ των Ελλήνων και των Οθωμανών επί διαφιλονικούμενων δασών, συστάθηκε με το από 26.8/8.7.1836 Διάταγμα Μικτή Ελληνοοθωμανική Επιτροπή, Στην ίδια Επιτροπή ανατέθηκε με το Διάταγμα της 27.8/8.9.1838 και η εκδίκαση πραγματικών αγωγών από πωλήσεις ακινήτων και προσωπικών αγωγών μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών. Η επιτροπή αυτή αντικατέστηκε τα ελληνικά δικαστήρια στην εκδίκαση των διαφορών που ανέκυπταν, και οι αποφάσεις της δημιουργούσαν δεδικασμένο και συνιστούν τίτλο κυριότητας, ο οποίος αναγνωρίζεται από το ελληνικό κράτος.
Όπως όμως και προηγούμενα επισημάναμε, το εμβαδό και η μορφή των εκτάσεων που περιελήφθησαν στις μεταβιβάσεις δεν ήταν δυνατό να ελεγχθεί, καθότι τα όρια αυτών ήταν γενικά και ασαφή, ενώ σε αυτές περιλαμβανόταν δάση και βοσκές, που, κατά το Οθωμανικό Δίκαιο αποτελούσαν «δημόσιες γαίες». Έτσι παρατηρήθηκε ότι μεγάλες εκτάσεις που κανονικά θα έπρεπε να περιέλθουν στο Ελληνικό Δημόσιο, ως μη δυνάμενες ν’ αποτελέσουν ιδιοκτησία Οθωμανών, εντούτοις περιελήφθησαν ως μέρος μεγάλης ιδιόκτητης περιουσίας και αποτέλεσαν αντικείμενο της μεταβίβασης. Σε αυτές τις εκτάσεις περιλαμβανόταν και δάση. Επιπρόσθετα, δάση ιδιωτικά αίφνης προέκυψαν και από τις μισθώσεις για καλλιέργεια εθνικών κτημάτων, στα οποία περιλαμβανόταν και δάση, που όπως προείπαμε πραγματοποιήθηκαν για να μπουν χρήματα στο κρατικό ταμείο. Οι μισθώσεις έγιναν από τους προκρίτους και τους κοτζαμπάσηδες, που είχαν την οικονομική δυνατότητα γι’ αυτό, και στη συνέχεια πέρασαν στην ιδιοκτησία τους, παρά τις δεσμεύσεις που υπήρχαν. Λέγει χαρακτηριστικά, σε σχέση με τα προηγούμενα, ο Χ. Μπογιατζής, νομικός και τέως Διευθυντής του Υπουργείου Γεωργίας: «Όταν το 1830 έπεσαν σαν τα κοράκια οι Έλληνες αγοραστές και με χοτζέτια της κατασκευής και της συνεργασίας Τούρκων αρμοδίων και αδηφάγων Ελλήνων αγοραστών, αγόρασαν εγκτήματα της πλήρους κυριότητας Τούρκων πολιτών και δικαιώματα νομής επί τσιφλικιών, έγιναν αμέσως αντιληπτές οι σκόπιμες καταστρατηγήσεις τόσο των διεθνών συμβάσεων, όσο και των σχετικών μέχρι τότε διατάξεων της νεοελληνικής νομοθεσίας» (εισήγηση στο συνέδριο με θέμα «Ιδιοκτησιακό ζήτημα δασικών εδαφών της Ελλάδας», 19-21 Ιουνίου 1991, πρακτικά, Γεωτεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 56).
Σε σχέση δε με την κατάσταση που επικρατούσε στις γενόμενες αγοραπωλησίες, παραθέτουμε αποκαλυπτικό απόσπασμα διακήρυξης της «κατά την Εύβοιαν και Αττικήν Επιτροπής περί της αγοράς των Οθωμανικών ιδιοκτησιών», η οποία περιελήφθη στο ΦΕΚ 15/27.4.1838, και λέγει τα εξής: «Με άκραν της απορίαν βλέπει, ότι πολλοί δεν κάμνουσι τα ορισθέντα, αλλά τίνες αγοράζουσι κτήματα με ιδιαίτερον μόνον έγγραφον του πωλητού, χωρίς να ζητώσι παρ’ αυτού την συμφωνίαν να τοις δοθεί τουρκικόν χοτζέτιον, διατρέχουσι κίνδυνον ακυρώσεως ταύτης της αγοραπωλησίας». Συνάγεται εκ τούτων ότι πραγματοποιούντο αγοραπωλησίες κατά παρέκκλιση της τεθείσας διαδικασίας και ελλείψει νομίμων δικαιολογητικών κυριότητας, κάτι που καθιστούσε τις αγοραπωλησίες αυτές άκυρες. Τα παραπάνω διακηρυχθέντα αποτελούν τεκμήριο συντέλεσης ανωμάλων μεταβιβάσεων γης, που δε δικαιολογείτο η κατοχή της, μα μολαταύτα πραγματοποιούντο.
Έπειτα, με τον νόμο ΥΛΑ της 24ης Μαρτίου 1871 Περί διανομής και διαθέσεως της εθνικής γης, με τον οποίο δόθηκε η δυνατότητα δηλοποίησης των αυθαίρετα κατεχομένων δημοσίων κτημάτων με σκοπό τη νομιμοποίηση έναντι καταβολής τέλους, άνοιξε νέος κύκλος κατεχόντων γη, οι οποίοι, ξεπερνώντας τις νόμιμες διαδικασίες κατοχής δασικής γης, βάσει των προηγηθέντων νομοθετημάτων, εμφανίστηκαν δηλοποιώντας την αυθαίρετη κατοχή δημοσίων κτημάτων, που όμως ήταν και δάση. Και τούτο παρά το γεγονός ότι σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου εξαιρούνταν τα δάση των διανεμητέων γαιών, αφού αυτοί εμφανίζονταν ως αυθαίρετοι κάτοχοι δασικής γης και όχι ως δικαιούχοι διανομής (ώστε να υπόκεινται στην απαγόρευση της διανομής δάσους). Με τον τρόπο τούτο δικαιολογήθηκαν ως κάτοχοι δασών και τότε συντελέστηκαν οι κυριότερες αγοραπωλησίες μεγάλων δασοαγροτικών περιοχών από γνωστούς κεφαλαιούχους της εποχής. Επιπρόσθετα, διανεμήθηκε γη και σε μη ακτήμονες και σε μη καλλιεργητές, όταν στη χωρική περιφέρεια της διανομής δεν υπήρχαν ακτήμονες και καλλιεργητές −«πας δηλωτής», έλεγε η διάταξη στην περίπτωση αυτή−, λόγω της σχεδόν χαριστικής διανομής, με αποτέλεσμα να επιπέσουν ωσάν τα κοράκια οι εποφθαλμιούντες την εθνική γη, για να την εξαγοράσουν −και τούτο συνέβαινε εις βάρος γενικά των ακτημόνων και των καλλιεργητών, στους οποίους αναλογούσε πλέον λιγότερη γη. Με τον τρόπο αυτό ο μέσος διανεμητέος κλήρος έπεσε στα 10 στρ. στις γαίες και στα 2 στις φυτείες. Όντας μικρός για την ικανοποίηση των αναγκών επιβίωσης των αγροτών, αυτοί στράφηκαν και στις όμορες δασικές εκτάσεις, τις οποίες καταπάτησαν ενσωματώνοντάς τες στην κλήρο τους, βρίσκοντας φυσιολογική μια τέτοια τους ενέργεια, ικανοποιούμενοι έτσι ως προς την επάρκεια των γαιών.
Περαιτέρω, το τεκμήριο κυριότητας που προέκυψε από το Διάταγμα 17/11-1/12/1836 «Περί ιδιωτικών δασών», για τα δάση που θεωρούνταν «αδιαφιλονίκητα Εθνικά», κρίθηκε ότι είναι μαχητό, καθώς θεωρήθηκε ότι τα δικαιώματα του Δημοσίου δεν είναι απαράγραπτα. Και τούτο διότι, το γεγονός ότι τα δάση για τα οποία δεν κατατέθηκαν εμπρόθεσμα οι τίτλοι ιδιοκτησίας τους ή οι προσαχθέντες τίτλοι δεν αναγνωρίσθηκαν, χαρακτηρίσθηκαν ως «αδιαφιλονίκητα Εθνικά», δε συνεπάγεται το ανεπίδεκτο της νομής και επομένως της έκτακτης χρησικτησίας υπέρ τρίτου ως ακίνητη περιουσία του Δημοσίου. Έτσι, κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου δικαιολογείται η έκτακτη χρησικτησία για τα πράγματα τα οποία εξαιρούνται της τακτικής χρησικτησίας, όχι όμως και της έκτακτης. Σύμφωνα δε με τον προϊσχύσαντα Αστικό Κώδικα, η έκτακτη χρησικτησία νοείται όταν ο κύριος ακινήτου νεμηθεί αυτό καλή τη πίστει και συνέχεια για μια τριακονταετία. Για τα δάση ο χρόνος αυτός έπρεπε να συμπληρωθεί μέχρι την 12η.9.1915 διότι μετά τη χρονολογία αυτή εκδόθηκαν Διατάγματα με τα οποία καθιερώθηκε το απαράγραπτο των δικαιωμάτων του δημοσίου επί των ακινήτων του και πλέον δεν επιτρέπεται ως τρόπος κτήσης κυριότητας επί αυτών η έκτακτη χρησικτησία. Καθίστατο λοιπόν δυνατό να διεκδικηθεί η κυριότητα δασών με έκτακτη χρησικτησία κατά τον παραπάνω τρόπο, στα πλαίσια της δυνατότητας που δινόταν να καταρριφθεί το τεκμήριο υπέρ του δημοσίου.
Σ’ ότι αφορά στα κτήματα των διαλελυμένων μονών και Επισκοπών, που αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση γαιοκτησίας στο ελληνικό κράτος, αυτά περιήλθαν διά του Βασιλικού Διατάγματος της 19ης Αυγούστου και 25ης Σεπτεμβρίου 1833 στο ιδρυθέν τότε Εκκλησιαστικό Ταμείο και κατόπιν στο ελληνικό δημόσιο. Αποτέλεσαν δηλαδή δημόσια περιουσία, διαχειριζόμενα από το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, ενώ τα δάση επί αυτών διαχειρίζονταν από το Υπουργείο Γεωργίας μετά την 14η Ιουνίου 1917 (που αποτελεί την ημερομηνία ίδρυσής του, με την υπαγωγή της δασικής υπηρεσίας σε αυτό). Το 1833 υπήρχαν στην Παλαιά Ελλάδα 593 μονές (σύμφωνα με το αριθ. 23/19.8.1833 έγγραφο της Ιεράς Συνόδου προς την Εκκλησιαστική Γραμματεία), που μετέπεσαν το 1844 μετά τη διάλυση των περισσοτέρων εξ αυτών στις 139 (σύμφωνα με το αριθ. 27349/20.9.1844 έγγραφο του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών). Στη συνέχεια παραχωρήθηκαν με το άρθρο 1 του νόμου 6271/1934, που ερμήνευσε το άρθρο 51 του νόμου 4108/1929, κατά κυριότητα στις οικείες κοινότητες οι βοσκήσιμοι τόποι των διαλελυμένων μονών που «δεν αποτελούν αντικείμενο της δασοπονίας», ενώ κατά χρήση οι ορεινές βοσκές που αποτελούσαν αντικείμενο δασοπονίας (με τη χρήση του συγκεκριμένου όρου εννοεί προφανώς ο νομοθέτης την ύπαρξη εκτάσεων που συγκροτούν δασικά οικοσυστήματα).
Στην κυριότητα και διαχείριση του ελληνικού δημοσίου, εκ των εκτάσεων των διαλελυμένων μονών παρέμειναν τα δάση, οι εκχερσωθείσες δασικές εκτάσεις, οι οικοπεδικές εκτάσεις και τα αστικά κτήματα, οι παραλιακές εκτάσεις και οι καλλιεργούμενες εκτάσεις εντός των λιβαδίων. Λόγω της μεγάλης καταπάτησης της ακίνητης περιουσίας των διαλελυμένων μονών, εξαιτίας της ελλειπούς αστυνόμευσής της και της μη ενδεδειγμένης διαχείρισής της, που κατά μεγάλο μέρος κατέληξε να θεωρείται ιδιωτική, το Υπουργείο Οικονομικών διέταξε με το αριθ. 20490/25.5.1939 έγγραφο σχετική έρευνα και διεκδίκησή της ως δημόσια περιουσία, επισυνάπτοντας μάλιστα κατάλογο των υφισταμένων μονών, ώστε να διεκδικηθεί η καταπατημένη ακίνητη περιουσία των υπολοίπων, που διαλύθηκαν. Μολαταύτα, λόγω και της μεσολάβησης του πολέμου, η διαταχθείσα έρευνα δεν πραγματοποιήθηκε και οι καταπατημένες εκτάσεις των διαλελυμένων μονών θεωρήθηκαν ιδιωτικές. Ιδιαίτερα δε τα δάση που εκχερσώθηκαν πριν τον πόλεμο, δεν ήταν δυνατό να διεκδικηθούν σύμφωνα με τη μορφή τους, αφού αυτή πιστοποιείται με βάσει τις αεροφωτογραφίες του παλαιότερου έτους φωτογράφησης, του έτους 1945, στο οποίο, λόγω της προηγηθείσας εκχερσώσεως, απεικονίζονται οι εκτάσεις με μη δασική μορφή.
Ποιο το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών στις προσαρτημένες περιοχές;
Στη Θεσσαλία, όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο αναφερόμενοι στα τσιφλίκια, η γαιοκτησία προέκυπτε βάσει των αγοραπωλησιών που πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τον τροποποιηθέντα οθωμανικό νόμο Περί Γαιών και της υποχρέωσης που υπήρχε με τη συνθήκη προσάρτησης της Θεσσαλίας ν’ αναγνωριστεί το δικαίωμα κυριότητας επί των δασών και βοσκών. Αυτό προέκυπτε δυνάμει φιρμανιών, χοτζετιών, ταπίων και άλλων τίτλων ή δυνάμει οθωμανικών νόμων. Έτσι βλέπουμε ότι στη Θεσσαλία υποχρεώθηκε το ελληνικό κράτος ν’ αναγνωρίσει ιδιοκτησίες επί δασών και βοσκών ακόμη και χωρίς την ύπαρξη ταπίου, κάτι που δεν ίσχυε στην Παλαιά Ελλάδα. Και τούτο παρά το γεγονός ότι με τον οθωμανικό νόμο «Περί Γαιών» του 1856 και με το νόμο «Περί Ταπίων», θεωρούνταν ως ιδιωτικά μόνο τα δάση που κατέχονταν με ταπί. Τα εμπράγματα δικαιώματα εν προκειμένω, που αναγνωρίστηκαν από τη συνθήκη προσάρτησης, μετατράπηκαν σε δικαιώματα πλήρους κυριότητας των δικαιούχων ακολουθώντας το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, με τη μετατροπή του δικαιώματος εξουσίασης (τεσσαρούφ) σε δικαίωμα κυριότητας. Υπήρξε με τον τρόπο αυτό νομική αφομοίωση των δικαιωμάτων επί των τέως οθωμανικών γαιών με το δικαίωμα κυριότητας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Οπότε, στην περίπτωση της Θεσσαλίας δεν εφαρμόστηκαν οι διατάξεις του Διατάγματος του 1826 «Περί ιδιωτικών δασών», καθότι τα δικαιώματα που αποκτήθηκαν από ιδιώτες, βάσει τίτλων που εκδόθηκαν κατά τις διατάξεις της τουρκικής νομοθεσίας, αναγνωρίστηκαν και από την ελληνική νομοθεσία. Το ελληνικό δημόσιο υπεισήλθε στη θέση του τουρκικού ως προς την κυριότητα των δασών της Θεσσαλίας, ότι όμως απεκτήθη βάσει τίτλων πριν την προσάρτηση (και συνεπώς δεν ανήκε στο τουρκικό δημόσιο κατά το χρόνο της προσάρτησης) δε θιγόταν.
Για τα εδάφη των Νέων Χωρών [ήτοι: Ήπειρος, Μακεδονία και μεγάλα νησιά (Σάμος, Κρήτη)] ίσχυσαν οι νόμοι 4134/1912 και 79/1913, σύμφωνα με τους οποίους διατηρείται η οθωμανική νομοθεσία, ενώ όλα τα εμπράγματα δικαιώματα που απεκτήθησαν με αυτήν διατηρούνται και μετά την απελευθέρωση και προσάρτηση των Νέων Χωρών. Για την Ήπειρο και τη Μακεδονία, τα δάση και τα λιβάδια ανήκαν πριν την προσάρτηση στο τουρκικό δημόσιο, και αντίστοιχα περιέχονται στο ελληνικό, δικαιώματι πολέμου. Η ισχύς του Διατάγματος του 1826 «Περί ιδιωτικών δασών» δεν επεκτάθηκε στις Νέες Χώρες, επικράτησε όμως το τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου που προέκυπτε από αυτό. Στις περιπτώσεις των δασών των προσαρτημένων χωρών που υπήρχε τεσσαρούφ κατά το χρόνο προσάρτησης, ορίστηκε με το άρθρο 49 του νόμου 2052/1920 «Περί Αγροτικού Νόμου», στο οποίο περιελήφθη το άρθρο 1 του Διατάγματος 2468/1917 της Προσωρινής Κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, ότι το δικαίωμα εξουσίασης (τεσσαρούφ) μετατρέπεται αυτοδικαίως από την 20η.5.1917 σε δικαίωμα πλήρους και αμετακλήτου κυριότητας των 4/5 εξ αδιαιρέτου του ακινήτου. Στο Δημόσιο απέμενε το 1/5, το οποίο αποτελούσε ποσοστό συνδιακατοχής σε αντάλλαγμα της παραχωρούμενης κυριότητας. Αν δεν υπήρχε τεσσαρούφ, η έκταση θεωρείτο δημόσια γη. Με τις παραπάνω ρυθμίσεις αναγνωρίστηκε αυτοδίκαιη μετατροπή της ιδιοκτησιακής βάσης των κεκτημένων δικαιωμάτων εξουσίασης (τεσσαρούφ) σε δικαιώματα πλήρους ιδιοκτησίας. Με τον τρόπο αυτόν υπήρξε νομική αφομοίωση των δικαιωμάτων επί των τέως οθωμανικών γαιών με το δικαίωμα κυριότητας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου.
Στην Κρήτη οι γαίες ανήκαν στην κατηγορία των δημοσίων γαιών επί Τουρκοκρατίας λόγω της κατάκτησής του, ενώ ήταν υπό την κυριαρχία των Ενετών. Το Υπουργείο Γεωργίας όμως, με την αριθ. 51098/22.2.1957 απόφαση θεώρησε τα δάση της Κρήτης ως διακατεχόμενα από φυσικά ή νομικά πρόσωπα (κοινότητες ή μοναστήρια), από τα οποία ήδη κατέχονταν, με την επιφύλαξη τυχόν δικαιωμάτων του δημοσίου. Ενώ με το άρθρο 62 του νόμου 998/1979 απηλλάγησαν από το τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου τα δάση αυτά. Για δε τις γαίες των νησιών με ειδικό καθεστώς κατά την τουρκική κατάκτηση (Κυκλάδες, Λέσβος, Σάμος, Ικαρία, Χίος κ.ά.), διατηρήθηκαν τα δικαιώματα επί της ιδιοκτησίας τα οποία απεκτήθησαν κατά την τουρκική κυριαρχία και μετά την προσάρτηση αυτών των περιοχών στο ελληνικό κράτος. Τα δικαιώματα αυτά απέρρευσαν από το γεγονός ότι οι κάτοικοι των νησιών δήλωσαν υποταγή στον Σουλτάνο κι έτσι θεωρήθηκε η τουρκική κατάκτηση ως ειρηνική, αποκτώντας για το λόγο αυτό προνόμια, με κυριότερο τη διατήρηση της πλήρης κυριότητας των ιδιοκτησιών τους, υπό τον όρο καταβολής φόρου. Και για τα δάση των νησιών αυτών, όπως και με την Κρήτη, δεν ισχύει το τεκμήριο υπέρ του Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 62 του νόμου 998/1979. Τα δάση της Θάσου επί Τουρκοκρατίας ήταν ιδιωτικά και επιβάλλονταν σ’ αυτά ειδική φορολογία. Το ελληνικό δημόσιο κληρονόμησε το εν λόγω καθεστώς αλλά αναγνώρισε τα ιδιωτικά δάση υπέρ της ολότητας των κατοίκων των δήμων και κοινοτήτων.
Το καθεστώς των δασών της Δωδεκανήσου ρυθμίστηκε με τον αναγκαστικό νόμο 719/1948, και τα δάση αυτά υπήχθησαν στη δασική νομοθεσία και τέθηκαν υπό τη διαχείριση και αρμοδιότητα του Υπουργείου Γεωργίας, εφαρμοζόμενος στο εξής ο Δασικός Κώδικας (νόμος 4173/1929). Τα δικαιώματα του δημοσίου επί των δασών τούτων διατηρήθηκαν ακέραια. Κάθε εμπράγματο δικαίωμα των ιδιωτών και του Δημοσίου βασίζεται στις καταγραφές του Κτηματολογίου που συνέταξαν οι Ιταλοί (στις περιοχές όπου αυτό συνετάγη, ήτοι Ρόδος, Κως και τμήμα της Λέρου). Στη Θράκη ανέκυψε το ζήτημα των περιουσιών των ανταλλαγέντων μουσουλμάνων και τούτο αντιμετωπίστηκε με τη Συνθήκη της Λωζάννης της 30ης.1.1923, ορίζοντας ότι τα κτήματα αυτών, στα οποία περιλαμβάνονταν και δάση, υπάγονται στην κατηγορία των ανταλλαξίμων κτημάτων. Αυτά παραδόθηκαν στη διαχείριση της ανταλλάξιμης περιουσίας του Υπουργείου Οικονομικών, και με το νόμο 4494/1930 η διαχείριση και η εκκαθάριση τούτων ανατέθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ακολούθως, με το Βασιλικό Διάταγμα της 24ης/31.10.1940, το ελληνικό δημόσιο διά της υπηρεσίας του Υπουργείου Οικονομικών με τα αρχικά Υ.Δ.Α.Μ.Κ. διαδέχθηκε ως καθολικός διάδοχος σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις την Εθνική Τράπεζα και ανέλαβε τη διοίκηση και διαχείριση των ανταλλαξίμων ακινήτων. Τα ανταλλάξιμα δάση, σύμφωνα με το άρθρο 149 του δασικού κώδικα (νομοθετικό διάταγμα 86/1969), διαχειρίζονται κατά τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας.
Το ιδιοκτησιακό καθεστώς των δασών στα Ιόνια νησιά απέρρευσε από το καθεστώς της Επτανήσου Πολιτείας και του μετέπειτα Ιονίου Κράτους, σ’ ότι αφορούσε στην ιδιοκτησία επί των γαιών. Στο από 13/29.12.1817 «Σύνταγμα του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων» δεν υπάρχει αναφορά σε δημόσια δάση ή σε δημόσια κτήματα, που ν’ ανήκουν στο υπό την προστασία της Αγγλίας Ηνωμένο Ιόνιο Κράτος, ώστε η εν λόγω ιδιοκτησία να περιέλθει κατά διαδοχή στο ελληνικό κράτος. Και τούτο διότι η εγχώρια περιουσία εκάστης νήσου ανήκε στην εγχώρια τοπική κυβέρνηση αυτής. Συνεπώς, δεν ισχύουν οι διατάξεις του Διατάγματος του 1836 «Περί ιδιωτικών δασών» στα Ιόνια νησιά, και δε θεσπίζεται επί των δασών της Επτανήσου το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου. Στο Δημόσιο ανήκουν τα αδέσποτα δάση, που είναι τα μη δεσποζόμενα (δεσποζόμενο ακίνητο: που ανήκει στην κυριότητα κάποιου, το εξουσιαζόμενο) από φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή τα εγκατελειφθέντα και μη διεκδικούμενα.
Το ζήτημα εντέλει της ιδιοκτησίας των δασών, των δασικών εδαφών και των λιβαδίων, σε σχέση με τη διεκδίκησή τους, και των δικαιωμάτων του Δημοσίου επί αυτών, ιδιαίτερα στις περιοχές της χώρας με ειδικό καθεστώς, στις οποίες δεν ισχύει το τεκμήριο του Δημόσιου, διευθετήθηκε με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του νόμου 998/1979, η οποία προστέθηκε με την παράγραφο 3 του άρθρου 32 του νόμου 4280/2014, όπου ορίζεται ότι, οι εκτάσεις που προστατεύονται με τις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας θεωρούνται δημόσιες, εκτός κι αν υπάγονται σε μία από τις περιπτώσεις του άρθρου 10 του νόμου 3208/2003 (στο οποίο αυτό άρθρο αναφέρονται οι περιπτώσεις που το ελληνικό δημόσιο δε διεκδικεί δικαιώματα κυριότητας επί δασών, δασικών εκτάσεων και χορτολιβαδικών). Βάσει αυτής της διάταξης, όλα τα δάση κ.λπ. ανά την Ελλάδα θεωρούνται δημόσια πλην των περιπτώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 10 του νόμου 3208/2003. Αποτελεί μια σαφή διάταξη νομίζουμε, οριστικού τερματισμού διενέξεων κι αμφισβητήσεων ως προς τα δικαιώματα του Δημοσίου επί δασών, δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων, που δίνει τη δυνατότητα στο δημόσιο να προστατεύει ανεμπόδιστα τη δασική ιδιωτική του περιουσία, που αποτελεί ταυτόχρονα και φυσικό αγαθό.
Μια ιδιαίτερη και ξένη με τα ελληνικά δεδομένα κατηγορία δασών, που προήλθε από το οθωμανικό δικαιϊκό σύστημα, αποτέλεσαν τα βακούφια. Αυτά ήταν τα αφιερωμένα δάση (εραζίζ μεβκουφέ), που απαντώνταν στην Παλαιά Ελλάδα, στη Θεσσαλία και κυρίως στις Νέες Χώρες, κι αφορούσαν στη διάθεση υπέρ ορισμένου σκοπού, ιερού ή αγαθοεργού, ακίνητης περιουσίας με πράξη εν ζωή ή αιτία θανάτου. Η αφιέρωση δημοσίων δασών πραγματοποιούνταν μετά από άδεια του Σουλτάνου και παραχωρούνταν με σουλτανικά φιρμάνια έπειτα από έκδοση σχετικής απόφασης του Ιεροδίκου. Επί αυτών, το Δημόσιο είχε την ψιλή κυριότητα ενώ το δικαίωμα εξουσίασης είχε το βακούφιο, το οποίο μπορούσε να εκμισθώνει τη χρήση. Με τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου, τα βακούφια της Παλαιάς Ελλάδας μπορούσαν να διατεθούν από τους επικαρπωτές ή τους διαχειριστές τους, κι έτσι πραγματοποιήθηκαν αγοραπωλησίες επί βακουφικών δασών, περιερχόμενα αυτά σε ιδιωτική κτήση, ενώ στη Θεσσαλία και την Ήπειρο η διοίκηση των βακουφιών ανατέθηκε σε Επιτροπή, σύμφωνα με το νόμο ΑΡΠΓ/1884, στις δε Νέες Χώρες τα βακούφια κατέστησαν πλήρους ιδιοκτησίας, σύμφωνα με το άρθρο 12 του νόμου ΔΣΙΓ/1913. Κατόπιν, με τη Σύμβαση της Λωζάννης το ελληνικό κράτος υποχρεώθηκε να σεβαστεί τα βακούφια, τα οποία με το νόμο 4798/1930 περιήλθαν στο καθεστώς των ανταλλαξίμων γαιών και η διαχείρισή τους τελικώς αναλήφθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών.
Για το τέλος αφήσαμε τα μοναστηριακά δάση, τα οποία αποτελούν περιουσία όλων των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, δηλαδή των ενοριών, των μητροπόλεων, των μονών και των εκκλησιαστικών οργανισμών. Σύμφωνα με το καθεστώς που εφαρμόστηκε, οι Μονές διατηρούν τα γαιοκτητικά τους δικαιώματα που απέκτησαν βάσει τουρκικών διαταγμάτων. Μάλιστα, αποφάσεις διοικητικών δικαστηρίων έκριναν ότι, οι διαχειριζόμενες κατά την Τουρκοκρατία γαίες από τις μονές σαν δικά τους πράγματα, εφόσον χρησιμοποιούσαν τις προσόδους τους για την εξυπηρέτηση της μονής ή άλλου κοινωφελούς σκοπού, αναγνωρίζονται ως νόμιμη περιουσία της μονής. Όμως σύμφωνα με το άρθρο 3 του νόμου 1700/1987 θεωρήθηκε ότι ανήκουν στο ελληνικό δημόσιο τα δάση και οι δασικές εκτάσεις που βρίσκονται στη νομή και κατοχή των μονών, εξαιρουμένων αυτών που εξαρτώνται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, εφόσον εντός προθεσμίας 6 μηνών από τη δημοσίευση του νόμου δε μεταβιβασθούν με σύμβαση προς το ελληνικό δημόσιο.
Εξαιρέθηκαν από την πρόβλεψη περί απόκτησης της κυριότητας από το Δημόσιο οι εκτάσεις της μονής για τις οποίες υπάρχει νόμιμος τίτλος κυριότητας, ο οποίος έχει νόμιμα μεταγραφεί ή η κυριότητα επί αυτών έχει αναγνωρισθεί με διάταξη νόμου ή με αμετάκλητη δικαστική απόφαση. Οι διατάξεις των σχετικών με το παραπάνω καθεστώς νόμων έμειναν ανενεργές, μετά και από την αριθ. 10/1993/405/483-484 απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου, που δικαίωσε πέντε μονές που προσέφυγαν. Φυσικά, των παραπάνω εξαιρούνται τα δάση και γενικότερα τις εκτάσεις των μονών του Αγίου Όρους και των μετοχίων τους, για τις οποίες ίσχυε ειδικό γαιοκτητικό καθεστώς επί Τουρκοκρατίας, το οποίο, με την Ελληνοτουρκική Συνθήκη των Αθηνών της 1ης/12ης.12.1913 εκφράστηκε με την αναγνώριση ως εσωτερικό δίκαιο των κεκτημένων κατά την οθωμανική νομοθεσία δικαιωμάτων των μονών. Στο ελληνικό Σύνταγμα θεσπίστηκε το απαράγραπτο και αναπαλλοτρίωτο της ακίνητης περιουσίας των Μονών του Αγίου Όρους.
Πώς η δασική ιδιοκτησία θεωρείται;
Η δασική ιδιοκτησία στην Ελλάδα κατ’ ουσίαν δεν ειδώθη λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα της ξέχωρα σε σχέση με τη λοιπή γαιοκτησία, αλλά θεωρήθη στο πλαίσιο αυτής. Τούτο αρχικώς προέκυψε από την τραγική υπέρβαση που δικαιώματος εξουσίασης της δασικής γης (τεσσαρούφ) και την εξομείωσή του με το δικαίωμα κυριότητας, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο δεν προέκυπτε από το τουρκικό δίκαιο, οπού το κράτος θεωρούνταν κύριος των δασών (εκτός από τις εξαιρέσεις που αναφέραμε) κι έδινε το δικαίωμα της χρήσης τους με τεσσαρούφ. Το ελληνικό κράτος, ως διάδοχο του τουρκικού, μετέρχονταν στη θέση αυτού κι αποκτούσε την κυριότητα των δασών, κάτι που δεν το τήρησε, δίνοντας τη δυνατότητα σε ιδιώτες απόκτησης εμπραγμάτων δικαιωμάτων στα ελληνικά δάση με το δικαίωμα εξουσίασης και μόνον του καρπωτή. Τούτο, που εφαρμόστηκε στην Παλαιά Ελλάδα, ακολούθως έγινε καθεστώς και για τις επόμενα προσαρτημένες περιοχές της χώρας. Κατόπιν, με τη σύμπραξη και τη συνεργασία των τριών εξουσιών (νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική) εισήχθη το δικαίωμα της χρησικτησίας στα δάση, δίνοντας τη δυνατότητα ν’ αποκτηθεί η κυριότητα αυτών με την αποδεδειγμένη χρήση τους −και παρά το γεγονός ότι τα δάση αποτελούσαν κοινόχρηστο πράγμα! Έτσι, σε γενικές γραμμές, διαμορφώθηκε μια βασική δασική ιδιοκτησία στην Ελλάδα, η οποία στη συνέχεια συνεπληρώθη και με άλλην, η οποία απεκτήθη με νόμους του ελληνικού κράτους (παραχωρητήρια, εποικιστικά δάση, διαθέσιμα δασικά εδάφη κ.ά.), συνιστώντας ένα αποθετήριο γης, που επιδιώκετο η αξιοποίησή του.
Η αξιοποίηση της δασικής γης από τους κατόχους τους λογίζεται επιχειρηματικά, ώστε να επιτευχθεί το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος από αυτήν. Εν προκειμένω, η δασική γη δεν αξιολογείται δασοπονικά, αλλά οικονομικά, και προσπαθείται ο προς την κατεύθυνση τούτη προσανατολισμός της. Θεωρείται, γι΄ αυτό, η δασική γη ως νεκρή, αργούσα, που χρήζει εκμετάλλευσης· βλέπεται γη κι όχι δάσος. Πολύ χειρότερη είναι η αντιμετώπιση των χορτολιβαδικών εκτάσεων, των πάλαι ποτέ «εθνοϊδιόκτητων βοσκών», οι οποίες δε γνωρίζουν την προστασία ως φυσικά οικοσυστήματα από κάποια νομοθεσία (εκτός μόνο από τη νομοθεσία τη σχετική με τις προστατευόμενες περιοχές), και χρησιμοποιούνται μόνο για την επίτευξη σκοπών (σχετικό το άρθρο 3 του νόμου 998/1979 όπως ισχύει), ενώ οι ιδιωτικές τέτοιες εκτάσεις έχουν ελεύθερη χρήση!
Μετά από τούτα βλέπουμε ότι η δασική ιδιοκτησία στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι αντιμετωπίστηκε θετικά και σε βάρος θα λέγαμε −σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν− της δημόσιας ιδιοκτήσιας, δίνοντας ο νομοθέτης τη δυνατότητα όπου ήταν μπορετό ν’ αναγνωριστεί υπέρ ιδιώτη, εντούτοις στη συνέχεια ενοχοποιήθηκε το ίδιο το Δημόσιο, ως δρων (επι)κυριαρχικά σε αυτήν, δημεύοντας την κατ’ ουσίαν!, λόγω της εφαρμογής του τεκμηρίου κυριότητας του Δημοσίου και της θεώρησης των δασικών εκτάσεων ως δημόσιων, εφόσον δεν έχουν αναγνωριστεί ως ιδιωτικές. Οι τελευταίες τούτες «άμυνες» του Δημοσίου, για τη διαφύλαξη (έστω) της δασικής γης ως εθνικής, βάλλονται ιδιαίτερα τα τελευταία έτη, που η πίεση γι’ απόδοση των δασικών εδαφών σε χρήσεις είναι πολύ μεγάλη (μετά και τον νόμο 4280/2014, καταμετρούμε άνω των 80 δυνάμενων χρήσεων στα δασικά εδάφη). Μπορεί η δημόσια γαιοκτησία στα δάση να υπερτερεί κατά πολύ της ιδιωτικής, όμως τούτη δικαιολογείται από το γεγονός ότι τα ελληνικά δάση εξυπηρετούν τη δασοπονία πολλαπλών σκοπών και προσφέρουν κατά κανόνα άυλες προσφορές, και λιγότερο υλικές· συνεπώς δεν προσφέρουν οικονομικά οφέλη για να δικαιολογείται η επιχειρηματική διαχείρισή τους από ιδιώτη. Το Δημόσιο, ο Έλληνας πολίτης δηλαδή, πληρώνουν, συνεισφέρουν, για τη διαχείριση του κατά τεκμήριο δημοσίου δάσους, χωρίς να περιμένουν υλική (οικονομική) ανταπόδωση −μόνο τις άυλες προσφορές του δάσους επιδιώκουν. Τούτο αποτελεί τη μεγάλη και βασική κληρονομιά του Έλληνα −μαζί με τον πολιτισμό του…
Το ελληνικό δάσος δε βιώθηκε από τον Έλληνα όταν περιήλθε ως ιδιωτικό. Πολύ περισσότερο, ο απλός πολίτης το στερήθηκε όταν ο κάτοχός του το έκανε οικόπεδα, όταν το περιέφραξε, όταν το έκανε αγροτική γη. Στον Έλληνα σήμερα δίνεται η δυνατότητα να το απολαμβάνει ως φυσικό αγαθό, όμως δεν έχει το δικαίωμα της κοινής κτήσης σε αυτό, το δικαίωμα να το ζει στα πλαίσια της κοινοκτημοσύνης και της συνεισφοράς στο φυσικό όλον. Ανήκει κάπου, δεν ανήκει σε αυτόν, κι ας αποτελεί κοινόχρηστο πράγμα. Το δικαίωμα στην ιδιοκτησία αποστερεί το δικαίωμα της βίωσης ενός φυσικού αγαθού, του δάσους, από τον Έλληνα πολίτη, αφήνοντάς του το απατηλό δικαίωμα της απόλαυσής του. Βρίσκουμε κάποια πλάνη σε αυτό, κάποια παρεκτροπή −μιαν ηθική απόσταση ανάμεσα στα πρέποντα και τα ισχύοντα…
Βιβλιογραφία
- Αμπού Εντμ., «Η Ελλάδα του Όθωνος», μετάφραση: Α. Σπήλιος, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα αχρονολόγητο.
- Ανδρεάδης Ανδρ., «Ιστορία των εθνικών δανείων», Αθήναι 1904.
- Αρμενόπουλος Κ., «Πρόχειρον Νόμων ή Εξάβιβλος», επιμέλεια: Κωνσταντίνος Γ. Πιτσάκης, εκδόσεις Δωδώνη, Αθήναι 1971.
- Βακαλόπουλος Κ. Α., «Η περίοδος της αναρχίας (1831-1833)», εκδόσεις Παρατηρητής, Αθήνα 1984.
- Βάσος Γ., «Η εξαθλίωση του λαού και ο πλούτος της χώρας», εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή, Αθήνα 1945.
- Βεργόπουλος Κ., «Το αγροτικό ζήτημα στην Ελλάδα. Η κοινωνική ενσωμάτωση της γεωργίας», εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1975.
- Βουρνάς Τ., «Ιστορία της νεώτερης Ελλάδας. Από την επανάσταση του 1821 ως το κίνημα του Γουδί 1909», εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1998.
- Γεωτεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, «Ιδιοκτησιακό ζήτημα δασικών εδαφών της Ελλάδας», συνέδριο 19-21 Ιουνίου 1991, πρακτικά, Γεωτεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδας, Θεσσαλονίκη 1991.
- Γεωργιάδου Μ., «Δασική νομοθεσία», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2004.
- Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, «Το αγροτικό πρόβλημα της Ελλάδας», πρακτικά διημερίδας, 7-8 Μαΐου 1997, επιμέλεια έκδοσης: Ανδρέας Ι. Καραμάνος, Αθήνα 1998.
- Γιαννακούρος Π. Ε., «Αγροτική νομοθεσία. Μετά διατάξεων προσφυγικής και δασικής νομοθεσίας», Αθήναι 1974.
- Γιαννακούρος Π. Ε., «Δασικός Κώδικας και δασικοί νόμοι», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα 2002.
- Γιαννόπουλος Κ. Ι., Φραγκοδημητρόπουλος Θ., Δ., «Ισχύουσα δασική νομοθεσία και ερμηνεία αυτής», Τόμοι Α΄ & Β΄, Τύποις Απ. Α. Χαλούλου, Αθήναι 1939.
- Γκιόλιας Μ. Α., «Παραδοσιακό δίκαιο και οικονομία του τσελιγκάτου», εκδόσεις Πορεία, Αθήνα 2004.
- Γρίσπος Π., «Δασική ιστορία της νεωτέρας Ελλάδος», έκδοση Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας, Αθήναι 1973.
- Δανιηλίδης Δ., «Νεοελληνική κοινωνία και οικονομία», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1934.
- Δαουτόπουλος Γ. Α., Κουτσούκος Μ. Η., «Ιστορία της Γεωργίας», εκδόσεις Ζυγός, Θεσσαλονίκη 2008.
- Δρίκος Θ., «Οι πωλήσεις οθωμανικών ιδιοκτησιών της Αττικής 1830-1831», εκδόσεις Τροχαλία και Δήμος Γλυφάδας, Αθήνα 1994.
- Dugelay A., «Το πρόβλημα της διαθέσεως των γαιών», απόδοση: Α. Γώγος, περιοδικό «Δασικά Χρονικά», Ιούνιος-Ιούλιος 1966.
- Ελληνική Δασολογική Εταιρεία, «Δασική ανάπτυξη. Ιδιοκτησιακό-Χωροταξικό», πρακτικά 6ου Πανελληνίου Δασολογικού Συνεδρίου, Χανιά 6-8 Απριλίου 1994, Θεσσαλονίκη 1995.
- Θεοτόκης Σπ., «Αλληλογραφία Εϋνάρδου», Αθήναι 1919.
- Ιερά Κοινότητα Αγίου Όρους Άθω, «Το καθεστώς του Αγίου Όρους Άθω», έκδοση της Ιεράς Κοινότητας Αγίου Όρους Άθω, Άγιον Όρος 1996.
- Καπετάνιος Αντ., «Τη χώρα που μου πήρανε γυρεύω…», εκδόσεις Ηλιοτρόπιο, σειρά: Memorandum, Αθήνα 2003.
- Κεμίδης Κ., «Δασική ιδιοκτησία», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1995.
- Κοντός Π., «Δασική Ελληνική Ιστορία», Αθήναι 1929.
- Κοντός Π., «Δασική Πολιτική, ιδία εν Ελλάδι, μετά στοιχείων Αγροτικής Πολιτικής», Θεσσαλονίκη 1933.
- Κοραής Αδ., «Άπαντα», εκδόσεις Μπίρης, Αθήνα 1969.
- Κορδάτος Γ., «Ιστορία του αγροτικού κινήματος στην Ελλάδα», εκδόσεις Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973.
- Κουρουσόπουλος Ευθ., «Δασική ιδιοκτησία και διαχείριση», Αθήνα 1978.
- Κουτσομητόπουλος Π. Γ., «Συλλογή νόμων, Β.Δ. και υπουργικών πράξεων του Υπουργείου Γεωργίας», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Εν Αθήναις 1922.
- Κρεμμυδάς Β., «Νεότερη ιστορία, ελληνική και ευρωπαϊκή», εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1990.
- Κρόκος Αγγ. Γ., «Δασική νομοθεσία», έκδοση Υπουργείου Γεωργίας, Εν Αθήναις 1920.
- Λούκος Χρ., «Κυβερνήτης Καποδίστριας, πολιτικό έργο, συναίνεση και αντιδράσεις», σειρά: Ιστορία του νέου ελληνισμού, τόμοι τρεις, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2003.
- Μακρής Ασ., Γώγος Επ., «Δασική νομοθεσία. Κωδικοποίησις, ερμηνεία, νομολογία, σχόλια», έκδοση Γεωργίου Π. Χάντζου, Αθήναι 1958.
- Μακρυγιάννης (στρατηγός), «Απομνημονεύματα», επιμέλεια: Γιάννης Βλαχογιάννης, τόμοι τρεις, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2011.
- Μάουρερ Γκ., «Ο ελληνικός λαός», μετάφραση: Όλγα Ρομπόκη, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις αφοί Τολίδη, Αθήνα 1976.
- Μαριά Ε. Α., «Η νομική προστασία των δασών», εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλας, Αθήνα 1998.
- Μαριά Ε. Α., «Δασική νομοθεσία», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011.
- Μοσκοβάκης Ν. Γ., «Το δίκαιον επί Τουρκοκρατίας», διατριβή επί υφηγεσία, εκ του τυπογραφείου Χ. Ν. Φιλαδελφέως, Εν Αθήναις 1882 (αναστατική έκδοση εκ του Βιβλιοπωλείου Νότη Καραβία, Αθήνα 1992).
- Νάκος Γ. Π., «Το νομικό καθεστώς των τέως Οθωμανικών γαιών 1821-1912», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1984.
- Νάκος Γ. Π., «Εξελικτικές διακυμάνσεις του οθωμανικού γαιοκτητικού συστήματος 1821-1912», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1986.
- Νικοκάβουρα Α. (επιμ.), «Ο Ιωάννης Καποδίστριας και η συγκρότηση του ελληνικού κράτους», University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1983.
- Νικολαΐδης Δ., «Οθωμανικοί Κώδικες, ήτοι συλλογή απάντων των νόμων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαταγμάτων, κανονισμών, οδηγιών και εγκυκλίων», τύποις Αδελφών Νικολαΐδων, Εν Κωνσταντινούπολει 1889.
- Οικονομάκος Ι., Λ., «Περί κληρονομιάς υπηκόων Ελλήνων Μουσουλμάνων (Μωαμεθανών) το θρήσκευμα, ήτοι περί της εφαρμοστέας εν Ελλάδι νομοθεσίας», εκδοτικός οίκος Δημοσθένους Θεοφιλόπουλου, Αθήναι 1932.
- Οικονομόπουλος Αν., «Η εξέλιξη της δασοπονίας εν τη Ελλάδι. Από της απελευθερώσεως αυτής μέχρι του έτους 1940», πανεπιστημιακή έκδοση, Θεσσαλονίκη 1942.
- Πανταζόπουλος Ν., «Αστικός Κώδιξ και εθνικόν δίκαιον», Αθήναι 1945.
- Πανταζόπουλος Ν., «Ιστορική εισαγωγή εις τα πηγάς του Ελληνικού Δικαίου», εκδόσεις Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη-Αθήνα 1968.
- Πανταζόπουλος Ν., «Παραδοσιακοί αγροτικοί θεσμοί σε δοκιμασία. Η περίπτωση της Θεσσαλίας», εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα 1986.
- Παπαγιάννης Γ., «Η δασική ιδιοκτησία», Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2011.
- Πετρόπουλος Γ., «Η συγκρότηση του νέου ελληνικού κράτους (1833-1834)», τόμοι δύο, Αθήνα 1984.
- Ρος Λ., «Αναμνήσεις και ανακοινώσεις από την Ελλάδα (1832-1833)», μετάφραση: Α. Σπήλιος, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, Αθήνα 1976.
- Σάθας Κ. Ν., «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Αθήναι 1880 (αναστατική έκδοση εκ του Βιβλιοπωλείου Νότη Καραβία, Αθήνα 1995).
- Σιάτρας Δ. Θ., «Οι αγοραπωλησίες ακινήτων στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα», πρόλογος: Νικόλαος Ι. Πανταζόπουλος, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1992.
- Σκαρίμπας Γ., «Το 1821 και η αλήθεια», τόμοι δύο, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 1995.
- Σκληρός Γ., «Το κοινωνικό μας ζήτημα», Αθήναι 1907.
- Σούτσος Ι., «Πλουτολογία», Αθήναι 1868.
- Στεργιόπουλος Ι., «Δασικαί, αγροτικαί, παραλιακαί εκτάσεις», Εκδοτικόν Γραφείον Σείριος, Αθήναι 1973.
- Στεφάνου Αν. Γ., «Το δάσος που λαχτάριζες», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1974.
- Στράτος Ανδρ. Ν., «Το Βυζάντιον στον Ζ΄ αιώνα», πρόλογος: Δ. Α. Ζακυθηνός, τόμοι τέσσερεις χρονολογημένοι τα έτη 1965, 1966, 1969, 1972, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήναι.
- Τιρς Φρ., «Η Ελλάδα του Καποδίστρια», μετάφραση: Α. Σπήλιος, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, εκδόσεις Αφοί Τολίδη, Αθήνα αχρονολόγητο.
- Τρικούπης Σπ., «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», τόμου τέσσερεις, εκδοτικός οίκος Χρήστου Γιοβάνη, Αθήναι 1968.
- Τρωιανός Σπ., «Οι πηγές του βυζαντινού δικαίου», εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα-Κομοτηνή 1999.
- Τσάλτας Αν., «Το ελληνικό αγροτικό πρόβλημα από την αρχαιότητα έως σήμερα», ιδιωτική έκδοση, Αθήναι 1977.
- Τσέκος Ε., Π., «Σκέψεις για τη δασική νομοθεσία μας», Τυπογραφείο Ερμής, Γιάννινα 1935.
- Τσοποτός Δ. Κ., «Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας κατά την Τουρκοκρατίαν», ιδιωτική έκδοση, Βόλος 1912.
- Υπουργείο Γεωργίας, «Πρώτη Εθνική Απογραφή Δασών», ΓΓΔ&ΦΠ, Υπουργείο Γεωργίας 1992.
- Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας – Υπηρεσία Δασών, «Δασική νομοθεσία», εκδόσεις «Καταστήματα Μιχ. Μαντζεβελάκη», Εν Αθήναις 1915.
- Φίνλεϋ Γ., «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως», τόμοι δύο, μετάφραση: Αλίκη Γεωργούλη, Θεώρηση: Ελένη Γαρίδη, εκδόσεις αφοί Τολίδη, επιμέλεια: Τάσος Βουρνάς, Αθήνα αχρονολόγητο.
- Φωτιάδης Δ., «Όθωνας, η μοναρχία», έκδοση όγδοη, εκδόσεις Δωρικός, Αθήνα 1978.
- Χαρζίκος Γ., «Τουρκικές γαίες. Εφαρμογή οθωμανικής νομοθεσίας στις Νέες Χώρες. Διάκριση γαιών», ιδιωτική έκδοση, Αθήνα 1980.
Πηγή: Δασαρχείο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***