Ενάντια στης φύσης τη λεηλασία, αγώνας για τη γη και την ελευθερία

Κυριακή 18 Ιανουαρίου 2015

Οι δρύες των αγρών


«Όταν παιδίον διερχόμην εκεί πλησίον διά να υπάγω να απολαύσω
τας αγροτικάς μας πανηγύρεις των ημερών του Πάσχα,
ερέμβαζον γλυκά μη χορταίνων να θαυμάζω περικαλλές δέντρον,
μεμονωμένον, πελώριον, μίαν Βασιλικήν Δρυν»

(«Υπό την Βασιλικήν Δρυν», Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης)


Υπό την βασιλικήν δρυν…

Έχω μια ιδιαίτερη σχέση με τις δρύς, καθότι μεγάλωσα σ’ ένα τόπο που τις έβλεπες σκόρπιες στους αγρούς, ν’ αποτελούν τους παραστάτες της υπαίθρου, ωσά να ήταν οι ριζωτοί της φύλακες. Μπορώ να πω ότι η εικόνα που σχημάτισα στο παιδικό και εφηβικό μου μυαλό για την ελληνική ύπαιθρο ήταν ταυτισμένη με την ύπαρξη της δρυός (συγκεκριμένα, της βελανιδιάς) στους αγρούς. Και τούτο απέρρεε, πέραν της πρακτικής και ως ένα βαθμό αισθητικής σχέσης του ανθρώπου της υπαίθρου με τη φύση, και από τη βιωματική σχέση μου με τα στοιχεία που τη συγκροτούσαν, δημιουργώντας μια σχέση επικοινωνιακή και αλληλοσυμπληρωματική, σχέση οργανική και ουσιαστική. Στη δρυ απαντέχαμε από τους κόπους στον αγρό, στη δρυ σταλίζαμε και στρώναμε το υπαίθριο τραπέζι την ώρα του ανασασμού, στη δρυ βρίσκαμε σκιά από το κάμα του καλοκαιριού, στη δρυ προφύλαξη από τη βροχή και τον άνεμο, κάτω από τη δρυ σωρεύαμε τη σοδειά του αγρού, για να τη μεταφέρουμε κατόπιν με τα ζώα (εκεί κι αυτά), εκεί ως παιδιά παίζαμε και ραχατεύαμε –ήταν το καταφύγιό μας!

Ήταν συνεπώς πολύτιμη η δρυς για την πρακτική συμβολή της στο κοινωνικό μας γίγνεσθαι, που εντάσσονταν στο φυσικό με τις λειτουργικές σχέσεις που αναπτύσσονταν μεταξύ ανθρώπου και φυσικών στοιχείων στο σύστημα, στο φυσικό όλον. Ο υπαίθριος άνθρωπος είχε το προνόμιο να συμμετέχει στις διαδικασίες στο φυσικό σύστημα και να τις καθορίζει, με την εν αυτώ ενεργή και λειτουργική παρουσία του ως διαχειριστής και πονητής του. Τούτο ήταν σημαντικό και κρίσιμο, με την έννοια ότι ο άνθρωπος ήταν μαζί διαχειριστής και συμμέτοχος, έχοντας τη γνώση αλλά και την έγνοια της διατήρησης και της ορθής λειτουργίας του φυσικού αγαθού, την ευθύνη του σχεδιασμού αλλά και της ενέργειας στο φυσικό σύστημα. Ταυτόχρονα, έτσι ιδωμένος ο υπαίθριος άνθρωπος, αντιλαμβανόταν το αγροτικό τοπίο με τη δική του αίσθηση, ως τοπίο με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και με βασικά και αδιατάρακτα στοιχεία, που το έκαμαν στέργιο και πλέριο. Αυτά ήταν τα φυσικά στοιχεία που το συγκροτούσαν, τα οποία διαπλέκονταν με τα τεχνητά της πρακτικής του ανθρώπου ζωής στην ύπαιθρο, τα οποία, στην τέτοια τους θεώρηση λογίζονταν ως φυσικά, λόγω του ισχυρού και ταιριαστού τους δεσμού με αυτά. Στοιχείο βασικό και αναντικατάστατο σε αυτή την αίσθηση, την περιβαλλοντική, την τοπιακή και κοινωνική, ήταν η δρυς στον αγρό.

Με τούτο το βίο και τις εικόνες λοιπόν να κουβαλώ, από τη ζωή στην ύπαιθρο, ήμουν κοντινός στις εικόνες που περιγράφει ο συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, εξάδελφος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αναφερόμενος στη Σκιάθο το 1909, για τη μοναχική δρυ του αγρού, τη «δρυ των θεριστών» όπως την αποκαλεί, και τη χρησιμότητά της. Με την υπέροχη «παπαδιαμάντια γλώσσα» αφηγείται: «Όλος ο κάμπος κύκλω, εγγύς και μακράν, ολόχρυσος και μόνον τα φύλλα της δρυός της αδράς πρασινίζουσιν, ήτις, μονογενής και μονάκριβη, εγείρεται εν μέσω του κάμπου, του οποίου όλαι αι γαίαι, έτοιμοι προς θερισμόν, χρυσοβολούσιν ολόχρυσοι. Ούτε εν μικρόν ανθύλλιον δεν απέμεινε πλέον, έστω και προς μαρτυρίαν ν’ ανθεί και να λέγει εκεί ότι υπήρξε ποτέ χλόη, υπήρξε πόα μετά παχείας ανθοβολής. Όλοι εγγύς και πόρρω, όλοι του κάμπου οι αγροί κατακίτρινοι· και μόνον η δρυς η αδρά εν μέσω πρασινίζει, περιφρονούσα το καύμα και τον μήνα θεριστήν, υπό την οποίαν θα έλθουν το μεσημέρι οι θερισταί, να ξεκρεμάσουν τα σακκίδιά των, να ξεκρεμάσουν τα φλασκία των, και υπό της δρόσου της και της σκιάς της ζωογονούμενοι, ηλιοπαθείς ως θα είνε, ξεγλωσσασμένοι από του καύματος, να φάγωσι τον άρτον τον ξηρόν οπού τους τρέφει, και σκόρδον δροσιστικόν οπού τους δροσίζει, να πίωσι και το ύδωρ του φλασκίου των, και ν’ αναπαύσωσι μέχρι του δειλινού τα εκτακέντα μέλη των. (…) Υπό την δρυν την αδράν οπού μόνη πρασινίζει, μέσα εις την ολόξανθον εικόνα του κάμπου, ένας-ένας το μεσημέριον συνήχθησαν οι θερισταί. Εξεκρέμασαν τα σακκίδιά των, εξεκρέμασαν και τα φλασκία των. Η σκιά της δρυός είνε κατάπυκνος. Αι ακτίναι του φλέγοντος ηλίου με δύναμιν καύσεως προσπίπτουσαι εις τα φυλλόφορτα κλωνάρια θλώνται, ανίσχυροι να προχωρήσωσι, κ’ επανέρχονται εις την καίουσαν εστία των…» (από τον τόμο των ταξιδιωτικών εντυπώσεων του Αλέξανδρου Μωραϊτίδη με τον τίτλο «Με του βοριά τα κύματα», εκδοτικός οργανισμός Π. Κυριακίδη, Αθήνα 2008, σελ. 183, 185).


Υπόλειμμα συστάδας δρυός σε πεδινή έκταση.

Μια χαρακτηριστική περιγραφή της εικόνας των ελληνικών κάμπων, με τις δρύς σε αυτούς, μας δίνει ο Γάλλος συγγραφέας Γουσταύος Φλωμπέρ το 1850, που επισκέφτηκε τη χώρα μας, και αφορά στον κάμπο της Γαστούνης –αποτελούσε εικόνα κοινή αυτή τότε, οι χέρσοι αγροί με τα δρυόδενδρα, ενώ αργότερα η εικόνα ήταν ανάλογη, μόνο που η ακαλλιέργητη γη με τις σκόρπιες δρύς είχε αντικατασταθεί με την καλλιεργημένη γη με τις δρύς εν αυτής: «Η πεδιάδα συνεχίζεται, καλπάζουμε· κάθε τόσο βαδίζουμε πιο αργά, για να περάσουμε ένα χαντάκι γεμάτο νερό, και το άλογο παίρνει πάλι το ρυθμό του. Καμία καλλιέργεια, κανένας· η γη είναι παχιά· εδώ κι εκεί, λίγα σκόρπια δέντρα, βαλανιδιές, σε λίγο αυτό γίνεται σχεδόν τακτικό, είναι βαλανιδιές σαν να έχουν φυτευθεί σε ορισμένα σημεία στη χλόη (υπολείμματα από δάση που εξαφανίστηκαν;) (…) Οι βαλανιδιές βρίσκονται τώρα σε πιο κοντινές μεταξύ τους αποστάσεις, πρέπει να σκύβεις για να περάσεις κάτω από τα πιο χαμηλά κλαριά τους, το σαρίκι μου πιάνεται σ’ ένα από αυτά και πέφτει στο νερό…» (Φλωμπέρ Γ., «Το ταξίδι στην Ελλάδα», πρόλογος: Κ. Θ. Δημαράς, μετάφραση: Π. Α. Ζάννας, εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 2000, σελ. 128, 129).

Κείνο που λέγουμε μετά τούτων είναι ότι, κατά κανόνα ο πρόγονος σεβάστηκε το άγριο (το φυτό και το ζώο) στα μέρη όπου δραστηριοποιήθηκε, δεν το απέρριψε, το θεώρησε μέρος του κόσμου του και το ενσωμάτωσε –ευρηματικά θα λέγαμε–, στον περίγυρό του, δημιουργώντας φύση. Για την ακρίβεια συνετελέσθη μια προσαρμογή του στο φυσικό όλον σύμφωνα με τις πρακτικές του ανάγκες. Με αυτή την έννοια δεν ήταν απορριπτέο το φυσικό στοιχείο στο δημιουργημένο από τον άνθρωπο περιβάλλον, τουναντίον επιθυμητό, όπως αντίστοιχα και η ανθρώπινη κατασκευή στο όλον, αρκεί να ήταν προσαρμοσμένη στο φυσικό περιβάλλον και να μην έστεκε παράταιρη και ξένη σε αυτό. Όμορφα, έτσι, φυσικά περιβάλλοντα προέκυψαν, τοπιακά και περιβαλλοντικά σημαντικά, με υψηλή οικολογική αξία, συνιστώντας τ’ αγροοικοσυστήματα που στήριξαν και πλούτισαν την ελληνική ύπαιθρο. Σε αυτά η δρυς είχε θέση, ήταν για τον αγρό χαρακτηριστικό του στοιχείο, μαζί με την ξερολιθιά, τον αύλακα, το καλύβι κ.ά., τις ανθρώπινες δηλαδή κατασκευές, που ως ενταγμένες στο φυσικό σύνολο, αποδίδονταν σα φυσικές δημιουργίες.

Με τα χρόνια όμως, που ο άνθρωπος άλλαζε κι απομακρυνόταν από την ύπαιθρο και τη φύση, από τα γύρω του, από τις δημιουργίες του, γιατί τον τραβούσε η αξιοποίηση, το κέρδος, η απόδοση της γης, απωλέσθηκαν και τα φυσικά στοιχεία της σχέσης του με τη γη. Αυτό συνέβη σταδιακά, λίγο πριν και μετά τον πόλεμο του 1940, με τη μηχανοποίηση της γεωργίας και την εγκατάλειψη της παραδοσιακής γεωργίας, υπολογίζεται όμως ότι η πλήρης «ρήξη του ανθρώπου με τη γη» συνετελέσθη κατά τη μεταπολίτευση και κυρίως με την είσοδο της χώρας στην ΕΟΚ και την εφαρμογή του καθεστώτος των επιδοτήσεων των γεωργικών προϊόντων. Σ’ έναν τέτοιο –νέο– κόσμο λοιπόν, η δρυς, δένδρο κοινό της ελληνικής υπαίθρου, δεν είχε θέση· η ελληνική γη είχε άλλον προορισμό, από κείνον με τον άνθρωπο έπαφό της, χωρίς πια το φύσει δένδρο της να τη χαρακτηρίζει! Έτσι, ένας σιωπηλός κι ακατάγραφτος αφανισμός συνετελέσθη στην ελληνική ύπαιθρο, μια απώλεια των φυσικών της στοιχείων, των ριζωτών στη γη, που αφορούσε, όπως ήταν φυσικό, και στις δρύς των αγρών, οι οποίες χάθηκαν, …διότι, απλά, ενοχλούσαν! Ενοχλούσαν στην αξιοποίηση κατά τη νέα σχέση του ανθρώπου με τη γη, την αναπτυξιακή!, που ήθελε μια μηχανοποιημένη, χημικοποιημένη και εντατικοποιημένη χρήση της γης.

Οι υλοτομίες των δρυών των αγρών, ήταν συνεχείς και πραγματοποιούνταν σε όλη τη χώρα. Ο έλεγχος ως προς αυτό, από τις δασικές υπηρεσίες που ήταν αρμόδιες, αφορούσε απλά στην έκδοση τυπικών εγκριτικών πράξεων υλοτομίας, χωρίς ουσιαστικά να υφίστανται επιστημονικά, κοινωνικά και πολιτιστικά κριτήρια για κάτι τέτοιο, ώστε να είναι δυνατή η ικανοποίηση αναγκών, με παράλληλη διατήρηση –στα πλαίσια μέτρων, αναγκών και κανόνων– οικοσυστημάτων σημαντικών, οπού θα συνδυάζετο η γεωργική χρήση της γης με την ύπαρξη φύσης. Στη φύση αυτή τα φυσικά στοιχεία του χώρου θα προσέθεταν στο σύστημα συγκροτώντας μιαν ιδιαίτερη φύση, με υψηλή οικολογική αξία και μια οικονομία που θα σεβόταν το φυσικό περιβάλλον. Τα εν λόγω δασοαγροοικοσυστήματα, που παραδοσιακά διατηρούνταν στην ελληνική ύπαιθρο και, από ένα χρονικό σημείο κι έπειτα καταστράφηκαν, αποτελούσαν το «θησαυρό» της Ελλάδας, έναν αφανή, ανείδωτο θησαυρό, που δεν εκτιμήθηκε –από τους περισσότερους δε, δεν ανακαλύφθηκε…–, κι αλί εχάθη!


Καλλιέργεια βελανιδιάς στην Κέα.

Γιατί ήταν «θησαυρός»; Για την πολιτιστική –αρχικά– προσφορά των δασοαγροοικοσυστημάτων στο κοινωνικό γίγνεσθαι, καθώς αποτελούσαν πεδία δραστηριοτήτων των ανθρώπων, με συγκεκριμένη συμπεριφορά αυτών και τρόπο ζωής τους, αρμοστό στο φυσικό περιβάλλον όπου αναπτύσσονταν, με πρακτικές, κατασκευές και μέσα που διαμόρφωναν ένα πολιτιστικό επίπεδο που χαρακτήριζε τον τόπο και την κοινωνία. Ήταν μια συμπεριφορά του ιστορικού ανθρώπου, του αρχαίου Έλληνα, που συνεχίστηκε ως τα νεότερα χρόνια, καθώς συστήματα συγκαλλιεργειών δένδρων και αγροτικών καλλιεργειών συναντούμε στα πλαίσια μιας ιστορικής συνέχειας στους κήπους-περιβόλια της Εγγύς Ανατολής από το 7000 π.Χ., στη Μινωική Κρήτη το 2000 π.Χ., στις αθηναϊκές κτήσεις στη Μικρά Ασία, στην Ιθάκη του Οδυσσέα (πληροφορία από την Οδύσσεια του Ομήρου), στο Βυζάντιο και κατά την Τουρκοκρατία. Ήταν «θησαυρός» επίσης για την περιβαλλοντική προσφορά τους, στην οποία εντάσσουμε και την τοπιακή (αισθητική), αφού μας έδωσαν φυσικά περιβάλλοντα με τον άνθρωπο ενεργό τους, να «δημιουργεί» με τον τρόπο του «φύση», ν’ αναβιβάζει τον τόπο και να προσθέτει στο φυσικό του περιβάλλον, λειτουργώντας θετικά και αναβιβαστικά σε αυτό. Είναι σημαντικό να επισημανθεί το κρίσιμο της ισορροπίας που επιτυγχάνεται από τον άνθρωπο στα εν λόγω συστήματα, ανάμεσα στα φυσικά στοιχεία και τις ανθρώπινες δραστηριότητες, μια ισορροπία ευαίσθητη, που τα καθιστά ασταθή και ευμετάβλητα σε εξωγενείς παράγοντες. Θεωρούνται σταθερά όσο ο άνθρωπος δεν τα μεταβάλλει, όμως σε βάθος χρόνου θεωρούνται αργώς μεταβαλλόμενα, εφόσον η ενέργεια του ανθρώπου σε σχέση με τη διαχείρισή τους δεν είναι δυναμική, βίαιη και άμεση.

Στα εν λόγω δασοαγροοικοσυστήματα συναντούμε μιαν ιδιαίτερη χλωρίδα και πανίδα (ιδιαίτερα πλούσια, όταν αναζητηθεί στις αναβαθμίδες, στους πετρότοιχους, στα μωσαϊκά χρήσης γης κ.ά.), και μια μοναδική βιοποικιλότητα. Σ’ ότι αφορά στην πανίδα, οι συγκεκριμένες περιοχές είναι ιδιαίτερα πλούσιες σε ενδιαιτήματα, συμβάλλουν στην προσέλκυση ειδών, όπως και στη δημιουργία νέων, λόγω των ιδιαιτέρων συνθηκών που αναπτύσσονται (τελευταίως, τρία νέα είδη εντόμων περιγράφηκαν σε δασοαγροοικοσυστήματα της Νότιας Γαλλίας), αφού εκεί εξυπηρετείται η ανεύρεση τροφής πολλών ζωικών οργανισμών, σε βαθμό που χαρακτηρίζονται ως περιοχές υψηλής οικολογικής αξίας για τη βιοποικιλότητα. Μάλιστα, το μεσογειακό τοπίο, όπου τα συγκεκριμένα οικοσυστήματα απαντώνται, συμπεριλαμβάνεται στη λίστα του IUCN με τις πιο πλούσιες περιοχές του πλανήτη σε βιοποικιλότητα. Τα είδη της πανίδας και της χλωρίδας που βρίσκουν καταφύγιο σ’ αυτά τα περιβάλλοντα, είναι εξαρτημένα από τις συγκεκριμένες συνθήκες, από το κλίμα και την τοπογραφία της περιοχής, καθώς και από τις παραδοσιακές μορφές γεωργίας και κτηνοτροφίας που ασκούνται εκεί. Επιπρόσθετα, τα δασοαγροικοσυστήματα βελτιώνουν τις ιδιότητες των εδαφών (στη διήθηση και κατακράτηση του νερού, στον εμπλουτισμό του εδάφους με οργανική ουσία, στην αύξηση του πορώδους του εδάφους κ.ά.), συμβάλλουν στη δέσμευση του άνθρακα, στη φυσική καταπολέμηση φυσικών εχθρών των καλλιεργούμενων φυτών και ζιζανίων (βιολογικός έλεγχος αυτών), ενώ αποτρέπεται η χρήση χημικών (λιπασμάτων) στο έδαφος λόγω της φυσικής προσφοράς οργανικής ύλης σε αυτό. Δεν πρέπει δε να παραβλέπεται και η προσφορά των προϊόντων του δασικού είδους που συμμετέχει στο σύστημα (ξύλο, φύλλα, ρητίνη κ.ά.), όπως φυσικά και της αγροτικής καλλιέργειας, καθώς επίσης και των προϊόντων της κτηνοτροφίας που συνδυαστικά ασκείται.


Συνδυασμός γεωργικής καλλιέργειας μετά δρυός (δασοαγροοικοσύστημα).

Σε σχέση με την απώλεια των «φυσικών μας φρουρών» της υπαίθρου, των δρυών, δίνουμε κάποια ενδεικτικά στοιχεία του Υπουργείου Γεωργίας του έτους 1965, όπου αναφέρεται ότι, μόνον για την περιοχή του Γυθείου στη Λακωνία, εκδόθηκαν από τη δασική υπηρεσία κατά το παραπάνω έτος 89 άδειες υλοτομίας, αφορώσες 761 δένδρα βελανιδιάς εντός αγροκτημάτων! Μάλιστα, με υπόμνημά τους προς τον Υπουργό Γεωργίας την 29η Ιουνίου 1977, κοινοτικοί άρχοντες και φορείς της Λακωνίας είχαν ζητήσει την «άμεσο υλοτομία όλων των βαλανιδοδένδρων των ευρισκομένων σε ιδιόκτητες εκτάσεις, διότι εμποδίζεται η εκμετάλλευσις των οικοπέδων» (αίτηση πρωτοκολλημένη με αριθ. 345678/3456/2-7-1977 στο Υπουργείο Γεωργίας). Μόνο, δε, κατά το χρονικό διάστημα του Ιουλίου-Σεπτεμβρίου έτους 1966, η ποσότητα καυσοξύλων προερχόμενων από υλοτομίες βαλανιδοδένδρων που φύονταν σε αγροκτήματα στην περιοχή Αστακού και Εχίνου Ν. Αιτωλοακαρνανίας, ανήλθε στους 1.250 τόνους. Σύμφωνα με εκτίμηση του Επιθεωρητή Δασών Μεσολογγίου Αθανασίου Τουρνά, που περιλαμβανόταν σε έκθεσή του με ημερομηνία 12-11-1966, «κατά την τελευταίαν 20ετίαν έχουν υλοτομηθεί εις την περιοχήν τ. Δήμων Αστακού και Εχίνου, μία ποσότης ξυλωδών όγκων δρυός και βαλανιδέας ήτις εγγίζει ίσως δε και να υπερβαίνει τα 300.000 κυβικά μέτρα».

Ας δούμε πώς περιέγραφε την κατάσταση αυτή ο Γενικός Επιθεωρητής Δασών του Υπουργείου Γεωργίας Ι. Φλώρος (έγγραφο αριθ. 812/6-10-1967): «Περιελθόντες άπασαν την περιοχήν Ξηρομέρου και δη τα χωρία εις α απαντώνται τα εκ βαλανιδιάς δάση, διεπιστώσαμεν ότι τα εντός αγροκτημάτων φυόμενα άτομα βαλανιδιάς υλοτομήθησαν κατά το παρελθόν αλογίστως προς εμπορίαν και σήμερον ελάχιστα απέμεινον, άτινα δέον όπως διατίθενται δι’ ατομικάς ανάγκας και μόνον, εφ’ ενός μεν διότι το πρόβλημα της καυσοξυλεύσεως είναι οξύ εις την περιοχήν και αφ’ ετέρου ίνα ανασταλεί η τάσις των κατοίκων προς επέκτασιν των αγροκτημάτων με μόνον σκοπόν όπως περιληφθώσι εντός αυτών βαλανιδόδενδρα άτινα εν συνεχεία να υλοτομήσωσι προς εμπορίαν. (…) Λόγω της εντόνου βοσκής, ουδεμία αναγέννησις παρατηρείται εις τα δάση ταύτα και καθημερινώς αραιούνται είτε διά της καυσοξυλεύσεως των κατοίκων, είτε διά της φυσιολογικής αποξηράνσεως ατόμων λόγω γήρατος και λοιπών αιτιών. Η Δασική Υπηρεσία ως απλούς θεατής παρακολουθεί την εξαφάνισιν των δασών τούτων…»

[Αξίζει εν προκειμένω, μιας και ο Γενικός Επιθεωρητής Δασών του Υπουργείου Γεωργίας Ι. Φλώρος αναφέρεται στο απόσπασμα της αναφοράς του που παραθέσαμε στις εκχερσώσεις του δάσους του Ξηρόμερου, να εστιάσουμε στο βελανιδόδασος του Ξηρόμερου (παρά το γεγονός ότι στο κείμενο αναφερόμαστε στα βελανιδόδενδρα των αγρών της περιοχής), που καταλαμβάνει σήμερα έκταση 140.000 στρεμμάτων περίπου, διότι είναι ένα από τα σημαντικότερα της χώρας μας, για τον πλούτο και τη σπουδαιότητα της χλωρίδας και της πανίδας του (πρέπει να ειπωθεί ότι εκτός από τη βελανιδιά, που είναι το κυρίαρχο είδος δρυός στο συγκεκριμένο δάσος, συναντούμε ακόμη εκεί και χνοώδεις, ποδισκοφόρες και μακεδονικές δρύες). Η ιστορική αξία του δάσους αυτού είναι μεγάλη. Εκεί θεωρείτο πως κατά την Ομηρική εποχή ο Εύμαιος έβοσκε τα κοπάδια του Οδυσσέα. Σε θέσεις του συγκεκριμένου δάσους βρέθηκαν ερείπια των αρχαίων ελληνικών πόλεων Μητρόπολη, Σαύρια, Κόροντα, Δηρεείς, Οινιάδες, καθώς και βυζαντινών ναΐσκων. Το δάσος αυτό επίσης, αποτελούσε καταφύγιο των αγωνιστών του ’21, λόγω του σύμφυτου της μορφής του, που το καθιστούσε δυσκολοδιάβατο. Μάλιστα, ο ιστορικός Απόστολος Βακαλόπουλος, στην «Ιστορία του Νέου Ελληνισμού», αναφέρει ότι στο δάσος αυτό κρυβόταν πλήθος ανθρώπων κατά την Τουρκοκρατία, τους οποίους δύσκολα εντόπιζες, λόγω του όγκου των δένδρων και της πυκνότητάς τους. Σημείωνε πως έπρεπε να πλησιάσεις πολύ κοντά για να διακρίνεις την καλύβα πίσω από τον κορμό του δένδρου, από μακριά δε, μόνον από τον καπνό που η θερμάστρα παρήγαγε, ήταν δυνατός ο εντοπισμός ανθρώπινης παρουσίας. Το συγκεκριμένο δάσος είχε και μεγάλη οικονομική σημασία, αφού ήδη από τον 13ο αιώνα εξάγονταν από αυτό στη Βενετία μεγάλες ποσότητες βελανιδιών, η δε ξυλεία του ήταν πολύτιμη για τη ναυπηγική. Αποτελούσε το «μάννα» για τους Ακαρνάνες, μιας κι ήταν η μόνη πηγή που τους παρείχε κάποια έσοδα κείνη τη εποχή. Όταν μάλιστα το έτος 1830 το εν λόγω δάσος εξαιρέθηκε των ελληνικών συνόρων (για την ακρίβεια, εξαιρέθηκαν οι επαρχίες του Βάλτου και του Ξηρόμερου), ο πρίγκιπας Λεοπόλδος, που ορίστηκε τότε βασιλιάς του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, θεώρησε τούτο το γεγονός ως λόγο σοβαρό, που τον συμπεριέλαβε σε μια σειρά άλλων λόγων, βάσει των οποίων αρνήθηκε τον ελληνικό θρόνο. Υπογράμμιζε στο υπόμνημά του την οικονομική σημασία του δάσους, με τα εξής λόγια: «…οι τόποι ούτοι (του Βάλτου και του Ξηρόμερου) δύνανται καλύτερον να εφοδιάζωσι την Ελλάδα με ξυλείαν προς ναυπηγίαν». Τελικώς, και μετά την παραίτηση του Λεοπόλδου, με το από 14-9-1831 πρωτόκολλο, οι Πληρεξούσιοι τροποποίησαν τα προς την Τουρκία σύνορα, περιλαμβάνοντας στην Ελλάδα τις επαρχίες του Βάλτου και του Ξηρόμερου, με το σκεπτικό ότι «είναι άγονοι και πτωχαί χώραι, ων ο ευάριθμος, αλλά και πολεμικός λαός του ουδέποτε υπετάχθη καθ’ ολοκληρίαν εις την εξουσίαν της Πύλης». Δηλαδή, οι επαρχίες αυτές αποδόθηκαν στην Ελλάδα εις αναγνώρισιν του πολεμικού φρονήματος των κατοίκων τους και λόγω του αγόνου (δασικού) χαρακτήρα τους, που συνετέλεσε στο να μη σκλαβωθούν καθ’ ολοκληρίαν στο δυνάστη. Τα δάση τους αποτέλεσαν στοιχείο της άμυνάς τους, κάτι που στο τέλος αναγνωρίσθηκε. Η σημασία, τέλος, του βελανιδόδασους του Ξηρόμερου για το λαό ήταν τέτοια, που το έτος 1868 η τοπική κοινωνία ξεσηκώθηκε, για να μη δωρηθεί το εν λόγω δάσος στο Βασιλιά και να μην αποτελέσει «Μαντωλάδα» (δηλαδή βασιλική περιουσία, όπως αντίστοιχα αποτέλεσε το δάσος στη Μανωλάδα Ηλείας), κάτι που στο τέλος το πέτυχε].


Παράνομη υλοτομία στο δάσος Ξηρομέρου.

Μένουμε στο προηγούμενο γεγονός και δίνουμε ένα ιστορικό της κατάστασης, σ’ ότι αφορά στην υλοτομία των βελανιδοδένδρων στην Αιτωλοακαρνανία. Προπολεμικά και κατά τον πόλεμο, οι βελανιδιές της περιοχής Βάλτου-Βόνιτσας Ν. Αιτωλοακαρνανίας (όπου, σύμφωνα με τον Πουκεβίλ, «συγκροτούνταν το πιο σκοτεινό δάσος της Ελλάδας»), είχαν στην κυριολεξία κατακρεουργηθεί. Χωρίς μέτρο και με την πρακτική ή αξιοποιητική λογική της απόδοσης ξυλείας-καυσοξύλων ή της «απελευθέρωσης» της γης από τα δένδρα, γινόταν υλοτομίες παντού. Η αλλαγή χρήσης των εδαφών, που ακολουθούσε την υλοτομία (συνήθως με την ανάπτυξη γεωργικής δραστηριότητας), ή η βόσκηση των υλοτομηθέντων πεδίων, απέτρεπε κάθε δυνατότητα ν’ επανέλθουν τα δένδρα. Υπήρχε, συνεπώς, πρόβλημα… Το γεγονός τούτο ανάγκασε τη Δασική Υπηρεσία να εκδώσει κατά τα έτη 1939, 1941 και 1948 σειρά απαγορευτικών διατάξεων υλοτομίας των βελανιδοδένδρων, που φύονταν σε αγρούς και αφορούσαν στις περιοχές Βάλτου-Βόνιτσας, αποδεχόμενη όμως, σιωπηρώς, τη διαμορφωθείσα λόγω εκχερσώσεων αλλαγή της χρήσης των εδαφών, με την ανάπτυξη καλλιεργειών επί των δασικού χαρακτήρα εκτάσεων (το περίεργο ήταν ότι εξαιρέθηκαν αυτής της απαγόρευσης τα «λοιπά δρυόδενδρα», δηλαδή τ’ άλλα είδη δρυός, ενώ κι επί των βελανιδοδένδρων ήταν δυνατή και η «κατ’ εξαίρεσην υλοτομία τους», κατόπιν έγκρισης του Υπουργού Γεωργίας).

Παρά τις απαγορεύσεις, οι υλοτομίες συνεχίζονταν με καταστροφικό ρυθμό, όπως διαπιστώνει το έτος 1963 ο Επιθεωρητής Δασών Μεσολογγίου Χαράλαμπος Ανδρεόπουλος (έγγραφο αριθ. 46/17-4-1963), που αναφέρει ότι οι καταστρατηγήσεις της απαγορευτικής διάταξης ήταν πολλές «και γινόταν, εξ αυτού του λόγου, αθρόες υλοτομίες». Μάλιστα, στην πρόταση του Δασάρχη Βάλτου, που ζητούσε να πάψει η τοιαύτη απαγόρευση εντός των αγρών (διότι, όπως θεωρούσε ο Δασάρχης, «απαιτείτο πλέον να εκμεταλλευτούμε το έδαφος με βάση την αρχή τής μεγίστης εδαφικής προσόδου και άρα προέχει η γεωργική του εκμετάλλευση»), απαντούσε ο εν λόγω Επιθεωρητής, ότι «οι παραδοσιακοί αγρότες δεν επιζητούν την υλοτομία των βελανιδιών των χωραφιών τους, αλλά υλοτόμοι-επιχειρηματίες τούς υποβάλλουν σε τέτοιες ενέργειες, έναντι ευτελούς αντιτίμου, προκειμένου ν’ ικανοποιήσουν τα δικά τους οικονομικά οφέλη». Επιπλέον, ανέφερε ότι η διατήρηση αυτών των δένδρων επιβάλλεται για λόγους αισθητικούς και προστασίας του τοπίου.

Ήταν συνεπώς τα επιχειρηματικά συμφέροντα (οι έμποροι ξυλείας) που ωθούσαν τους άμοιρους αγρότες να υλοτομούν τα βελανιδόδενδρα των αγρών του, προκειμένου ν’ αποληφθεί η πολύτιμη ξυλεία της δρυός και ν’ αποκομίσουν μεγάλα κέρδη. Φυσικά, οι αγρότες, αν και αναλάμβαναν το ρίσκο της παράβασης της απαγόρευσης της υλοτομίας, είχαν ασήμαντο οικονομικό όφελος. Παρόλα ταύτα τολμούσαν να το πράξουν γιατί η φτώχεια τους ήταν μεγάλη. Βέβαια διερωτόμαστε: Πώς είναι δυνατό ο υπαίθριος Έλληνας, ο συνειδητός, όπως τον περιγράψαμε παραπάνω, να ενεργεί ενάντια στη φύση και να δημιουργεί αδικήματα σε αυτήν; Είναι όντως ένα καίριο ερώτημα, που η απάντησή του απορρέει από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής, αλλά και από την ιδιοσυγκρασία του Έλληνα. Ο Έλληνας εκείνος, ζυγιάζοντας τα πράγματα σε σχέση με την επιβίωσή του, λόγω της δυσβάσταχτης φτώχειας του, έκρινε ότι είναι θεμιτός ένας θυσιασμός της φύσης για την ανθρώπινη ζωή. Όμως υπήρχε και η άλλη πλευρά, με τον Έλληνα να παραβαίνει τον ηθικό κανόνα προστασίας της φύσης, παρασυρόμενος από το ρου ενός γενικότερου πνεύματος επικράτησης του υλικού στο ηθικό, στα πλαίσια ενός καιροσκοπισμού και ιδιοτέλειας, που «δικαιολογείται» σε ανώμαλες περιόδους και σε περιόδους ανασυγκρότησης. Σ’ ένα τέτοιο κλίμα «δικαιολογούνται» απώλειες που κάποτε φάνταζαν αδιαπραγμάτευτες! –όπως η απώλεια της φύσης, που προγονικά συγκροτήθη και αποτελούσε το αστείρευτο νάμα της κοινωνίας. Αναφέρει σχετικά ο Επιθεωρητής Δασών Μεσολογγίου Αθανάσιος Τουρνάς για το συγκεκριμένο ζήτημα προς το Υπουργείο Γεωργίας, σε έγγραφο με ημερομηνία 28-12-1964: «…παρά τα ληφθέντα κατά καιρούς μέτρα, κατέστη δυνατόν κατά την τελευταίαν 10ετίαν να υλοτομηθεί υπό επιτηδείων εμπόρων τεράστιος αριθμός βαλανιδοδένδρων επί μεγίστη ζημία της Εθνικής μας Οικονομίας και άνευ ουδεμίας σχεδόν ωφελείας των ιδιοκτητών των, οι οποίοι αντί πινακίου φακής πωλούν τα δένδρα των εις ασυνειδήτους ξυλεμπόρους».


Σκόρπιες δρύες στον κάμπο της Αλεξανδρούπολης

Απροσμέτρητη ήταν και η καταστροφή των δρυμών της Αιτωλοακαρνανίας, εκεί όπου η φύση ήταν πλούσια, με τις δρύς να δημιουργούν έναν ατέλειωτο παράδεισο (η προκείμενη αναφορά στα δάση δρυός, παρά το θέμα μας, τις δρύς των αγρών, γίνεται διότι τα δύο αυτά ζητήματα συναρτούνται, αφού οι αγροί με τις δρύς εντός τους προέκυψαν από τα δάση που προϋπήρχαν και εκχερσώθηκαν). Σύμφωνα με εκτιμήσεις, που προκύπτουν από στοιχεία περιηγητών, η Ακαρνανία καλυπτόταν μέχρι και το μισό του 19ου αιώνα από δάση σε ποσοστό περίπου 40-50%, ενώ στην Αιτωλία το ποσοστό αυτό ήταν περίπου 25-35%. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ένα από τα πιο εκτεταμένα και πυκνότερα βελανιδοδάση της περιοχής, αυτό του Ξηρόμερου, μειώθηκε κατά 50% από το έτος 1945 έως τις μέρες μας, ενώ το 25% της έκτασης που καταλάμβανε το έτος 1945 αραιώθηκε σε σημαντικό βαθμό, και το υπόλοιπο 25% μετατράπηκε σε κυρίαρχη μακκία, χαμηλή ξηροφυλλική, βλάστηση (Δεληγιάννης, 2006). Τον παράδεισο τούτο λοιπόν, ο νέος Έλληνας τον απαξίωσε, τον υποβάθμισε, τον έσβησε, μετατρέποντας τον ευλογημένο τόπο, σε άμοιρο. Δέστε τι έκαμε ο Έλληνας στο δρυμό του Αγρινίου, στην περιγραφή που έστειλε στο περιοδικό «Μη Χάνεσαι», στις 14 του Μάη του 1883, ο ανταποκριτής του: «Από χθες ανεχώρησε δι’ Αγρίνιον ο ανακριτής Πόλας προς ενέργειαν επί τόπω ανακρίσεων επί τη ανέδην ενεργουμένη εκείδε καταστροφή του δάσους: η αναλγησία της Κυβερνήσεως επί τη φθορά ταύτη πολυτιμοτάτης περιουσίας του δημοσίου, προξενεί ενταύθα μεγίστην αίσθησιν· φαίνεται ότι οι καταστροφείς του δάσους προστατεύονται σπουδαίως εν τω αρμοδίω τμήματι του υπουργείου των Οικονομικών: οι πάντες δε ενταύθα και εν Αγρινίω πιστεύουσιν ότι η ισχυρά χειρ του τμηματάρχου Βαλσαμάκη, πρώτου εξαδέλφου εκ της συζύγου του, των αδελφών Βλαχοπούλων, δεν είναι αμέτοχος της επιδαψιλευομένης τοις φθορεύσι του δάσους ευμενείας: Κατά το παρελθόν έτος παρά του εκδασωθέντος εδάφους εκαλλιεργήθησαν δημητριακοί καρποί πλέον των 2000 στρέμματων· η περίστασις αύτη εγνώσθη εις το υπουργείον δι’ αναφορών, και προεκλήθη τούτο να εκθέση εις δημοπρασίαν την ενοικίασιν των επί των προσόντων τούτων δικαιωμάτων επικαρπίας του δημοσίου, αλλά το υπουργείον ουδέν έπραξεν, και ούτω το δημόσιον εξηρέθη και της εισπράξεως νομίμου δικαιώματος: Εάν η δικαστική αρχή ήτις επιληφθεί ήδη συνεπεία μηνύσεων τακτικών της καταδιώξεως των επί του δάσους εγκλημάτων τούτων δεν δειχθεί αμείλικτος και αυστηρά, ουδέν δάσος εν Τριχωνία θ’ αποφύγει την πλεονεξίαν των ιδιωτικών συμφερόντων, των οποίων δυστυχώς η αντίθεσις προς το μέγιστον συμφέρον όπερ έχει το κράτος συντήρησιν των δασών, έλαβεν εκεί, ως εκ της ατιμωρησίας μεγίστην επίτασιν» (Ανώνυμου εκτάκτου ανταποκριτού, «Δάσος Αγρινίου», ανταπόκριση, περιοδ. «Μη Χάνεσαι», τόμος 4, τεύχος 484, έτος 1883).

Σε νεότερη δε ανταπόκρισή του ο ίδιος ανέφερε για το δάσος της Τριχωνίας: «Ταλαίπωρον δάσος! Επέπρωτο επί της πρωθυπουργίας του λαοφιλούς Χαριλάου Τρικούπη να σωριασθείς υποκύπτον εις το πυρ και εις τον σίδηρον, και αι ουρανομήκεις κορυφαί σου, εφ’ ων μόνον οι υψιπετείς αετοί ανέπνεον να καταπατώνται από τους βεβήλους πόδας ανθρώπων εκ της φυλής των κυνών. Περί της φοβεράς αυτής καταστροφής της απογυμνωσάσης την φτωχήν λίμνην, της εγκαταλειψάσης τινάς μόνον τήδε κακείσε μέλανας σκελετούς, δίκην φαντασμάτων, εξ’ ων τις οίδε πόσοι μύθοι θέλουσι πλασθεί, και πού πολίτης συλλέγων διαβολικά ανέκδοτα και πλουτίζων ούτω τας πολυτίμους συλλογάς του!!!». Μας πληροφορεί δε ούτος στο κείμενό του, ότι «ο κ. πρωθυπουργός διέταξε τον ενταύθα διαμένοντα ευσυνείδητον γεωμέτρην Γεώργιον Χρηστοφόρου όπως καταμετρήσει τας εκχερσωθείσας γαίας και μη, και να υποβάλλει πίνακαν εις το υπουργείον των Οικονομικών», όμως το «το κακό έγινεν και τα δάση είναι πια γεωργικαί γαίαι» (Ανώνυμου εκτάκτου ανταποκριτού, «Το δάσος της Τριχωνίας», ανταπόκριση, περιοδ. «Μη Χάνεσαι», τόμος 4, τεύχος 496, έτος 1883).

Μία εικόνα των δασών της Τριχωνίας μάς δίνεται και μέσα από τις αφηγήσεις τριών περιηγητών σε διαφορετικές χρονικές στιγμές. Σημείωνε για τα δάση της Τριχωνίας ο Πρώσσος περιηγητής Jacob Salomon Bartholdy (διήλθε την Ελλάδα τα έτη 1803-1804): «Η λίμνη (της Τριχωνίδας) ξεχωρίζει για την ομορφιά της και για τα δάση που την περιβάλλουν, των οποίων την ξυλεία απόλειψε το έτος 1788 ο πρόξενος της Γαλλίας J. B. Lassale, για την κατασκευή πλοίων για το γαλλικό ναυτικό» (Bartholdy J., «Ταξιδιωτικές εντυπώσεις από την Ελλάδα 1803-1804», τίτλος πρωτοτύπου: Voyage en Grece, fait dans les annees 1803 et 1804, απόδοση: Φώντας Κονδύλης, εκδόσεις Εκάτη, Αθήνα 1993). Ο Άγγλος Martin Leake το έτος 1805, μας πληροφορεί ότι μερικά μεγάλα δένδρα αυτού του δάσους –τα μεγαλύτερα που είδε στην Ελλάδα!– απέμειναν, τα δε υπόλοιπα ξαναγενιούνταν σιγά σιγά (Leake William Martin, «Travels in Northen Greece», London 1835). Ενώ το έτος 1860, ο Άγγλος υποπρόξενος στο Μεσολόγγι D. E. Colnaghi, αναφέρεται στο δάσος από βελανιδιές της περιοχής, που φαίνεται να επανακάπτουν (Colgaghi D. E., «Journal of tour in Akarnania, with account of ruins of New Pleuron, Gyftocastro and Petrovouni (Transaction of the Royal Society of Literature, vol. 7), Article dated Missolohghi, 1861)».


Σκόρπιες έντονα αποκλαδωμένες δρύες στον κάμπο του Αλμυρού.

Το κράτος, βλέποντας ότι η καταστροφή των ελληνικών δρυοδασών έβαινε ανεξέλεγκτα, και θέλοντας να προφυλάξει το εισόδημα των βελανοκαλλιεργητών, που συνέλλεγαν το βαλανίδι και το εμπορεύονταν, φέρνοντας έσοδα στα κρατικά ταμεία με το φόρο επί του βελανιδοκάρπου, προχώρησε από τα μέσα περίπου της δεκαετίας 1930 στην προστασία της βελανιδιάς σε όλη τη χώρα. Η προστασία αυτή όμως, συνδυάστηκε με τη δυνατότητα παραγωγής των δένδρων σε καρπό (βαλανίδι), κι αυτό ήταν πρόβλημα! Το Υπουργείο Γεωργίας με εγκυκλίους του (αριθ. 61088/1936 και 32383/1937), απαγόρευσε την υλοτομία, κλαδονομή κι αποκλάδωση των βελανιδιών, οπουδήποτε κι αν φύονταν, επιτρέποντας επεμβάσεις μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, όταν εξυπηρετούνταν εθνικοί σκοποί, όταν παραβλάπτονταν η γεωργική καλλιέργεια των εδαφών ή όταν τα δένδρα σταματούσαν να καρποφορούν. Μετά όμως τον πόλεμο –αλί!–, στις εποχές της επανόρθωσης και της ανάπτυξης, η βελανιδιά γνώρισε έναν άνευ προηγουμένου κατατρεγμό στις περιοχές όπου καταλάμβανε πολύτιμα εδάφη(!), μ’ αποτέλεσμα να μειωθεί η παρουσία της στο σύνολο της χώρας, σ’ ένα ποσοστό που εκτιμάται στο 15% (Α΄ Εθνική Απογραφή Δασών), ενώ σε συγκεκριμένες περιοχές (όπως, π.χ., στην Αττική) σχεδόν εξαφανίστηκε.

Τα ίδια όμως, που συνέβαιναν στην Αιτωλοακαρνανία, γινόταν και αλλού στην Ελλάδα. Ενδεικτική είναι η κατά το έτος 1959 διαπίστωση του Επιθεωρητού Δασών Πελοποννήσου Ι. Γκουράσα, για την καταστροφή των βελανιδοδένδρων που φύονταν σε αγρούς στο νομό Αχαΐας: «…Κι ενώ εκ της αστυνομικής διατάξεως της δασικής υπηρεσίας επιτρέπετο μόνον η υλοτομία κουφαλερών δένδρων εντός αγρών και με ημίξερον κόμην, εντούτοις υλοτομήθησαν πολλά άτομα βελανιδιάς χωρίς να είναι ξηρά ή ημίξερα, με μόνην αιτιολογία ότι τα φυόμενα βελανιδόδενδρα έβλαπτον ή παρεμπόδιζον την γεωργικήν καλλιέργειαν. Η καταστροφή που υπέστη το φυσικόν περιβάλλον της περιοχής λόγω αυτής της αντιμετωπίσεως, είναι ανυπολόγιστος…» (έκθεση με αριθ. πρωτ. 1074/2-6-1959 Επιθεωρητή Δασών Πελοποννήσου).

Η άλλη άποψη για την τύχη των δρυοδένδρων των αγρών διατυπώνεται σε έγγραφο του Γεωργικού Συνεταιρισμού Κέας «Η Καστριανή», προς το Υπουργείο Γεωργίας, με ημερομηνία 14-8-1949, στο οποίο ο Συνεταιρισμός διαμαρτύρεται για την απόφαση του Δασαρχείου Πειραιά (στο οποίο υπαγόταν η Κέα) ν’ απαγορεύσει την υλοτομία των δρυοδένδρων στους αγρούς του νησιού. Αναφερόταν στη διαμαρτυρία τα εξής: «Η απαγόρευσις της υλοτομίας έπληξε καιρίως τους παραγωγούς της νήσου μας καθόσον αφ’ ενός μεν δεν θα δύνανται να καθαρίσουν τα κτήματά των και να τα απαλλάξουν εκ των αχρήστων ακάρπων βαλανιδοδένδρων, αφ’ ετέρου δε δεν θα δύνανται να προσποριθώσιν χρηματικόν ποσόν προς ελαχίστην ανακούφισιν εκ της άνευ προηγουμένου δυστυχίας του πολέμου και της Κατοχής. Κατόπιν τούτων, εξ ονόματος υπερτρακοσίων παραγωγών τους οποίους εκπροσωπούμεν, υποβάλλομεν θερμήν παράκλησιν, όπως ευαρεστούμενοι επιτρέψητε την υλοτομίαν και ανθρακοποίησιν των βεβλαμμένων και ακάρπων βαλανιδοδένδρων των αγρών μας…» (αριθ. 386/14-8-1949 έγγραφο Γεωργικού συνεταιρισμού Κέας «Η Καστριανή»).

Ποιον, λοιπόν, να κατονομάσεις ως υπεύθυνο για τον αφανισμό των δρυών από τους αγρούς της χώρας; Τους καλλιεργητές και φερόμενους ως ιδιοκτήτες των δένδρων, που δεν έδειξαν τη σπουδή που θα έπρεπε για την προστασία τους; Τους ξυλεμπόρους που, σύμφωνα με τις απόψεις των δημοσίων λειτουργών, εκμεταλλεύονταν τους καλλιεργητές για να καρπωθούν το ξύλο των δένδρων; Τη δημόσια διοίκηση, που δεν προστάτευσε ως όφειλε και στο βαθμό που θα έπρεπε τα συγκεκριμένα δένδρα; Την τοπική αυτοδιοίκηση, που πίεζε για την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τοπικής κοινωνίας; Την κυβέρνηση και τους πολιτικούς, που εισηγούνταν και ψήφιζαν νόμους κατά το δοκούν και σύμφωνα με τα συμφέροντα των ψηφοφόρων τους και των οικονομικών συμφερόντων;


Δρύες σε παλιές αναβαθμίδες στη Λέσβο.

Τι αξία έχει όμως στον παρόντα χρόνο να κατονομάσεις υπευθύνους; Το ζήτημα είναι ότι η αναπτυξιακή πορεία του Έλληνα σ’ ότι αφορά στην ύπαιθρο και η επεμβατική του δραστηριότητα στη γη του, τη μετάλλαξαν, καταστρέφοντας τα φυσικά της στοιχεία, υποβαθμίζοντας αυτήν και φτωχαίνοντάς την. Ο Έλληνας είχε ένα στέργιο παρελθόν, δομημένο με τα στοιχεία εκείνα που του έδιναν τα εφόδια για να προχωρήσει συνειδητά και σεβαστικά προς τον τόπο του. Παρασύρθηκε όμως από τις Σειρήνες της προόδου, της ανάπτυξης και του πλουτισμού, που τον απομάκρυναν από την παράδοση, από τον τόπο του και τις αξίες του. Έπαψε να είναι απλοέλληνας, να είναι δημιουργός. Έγινε σύνθετος και ξένος της γης –ένα άπατρις! Η ελληνική δρυς υπέστη μιαν ανεπανόρθωτη καταστροφή, έναν κυριολεκτικό αφανισμό σε πολλές από τις περιοχές της χώρας όπου φύονταν (μέσα σε αγρούς, σε λόφους, σε βοσκοτόπους και σε βουνά, είτε μοναχικώς φυόμενη, είτε έχουσα σκόρπια παρουσία, είτε συγκροτώντας δάση). Οι επιπτώσεις ήταν πολλαπλές, πολυποίκιλες και πολυεπίπεδες: το φυσικό περιβάλλον αυτών των περιοχών υποβαθμίστηκε, το τοπίο φτώχυνε, η βιοποικιλότητα μειώθηκε κ.ά.

Μένουμε στο γεγονός ότι ο Έλληνας δε σεβάστηκε το δένδρο που χαρακτήριζε τη χώρα και δι’ αυτού δηλοποιούνταν τόποι· περιβαλλοντικά, πολιτιστικά, αισθητικά και κοινωνικά. Το εξαφάνισε από τον περίγυρό του και τούτο ιστορικά τον στιγματίζει για την ασυνείδητη στάση του απέναντι στα στοιχεία που χαρακτήριζαν τον τόπο και την αξία του, απέναντι στο δένδρο-σύμβολό του! Έδειξε με τον τρόπο αυτό μιαν απαξίωση, μιαν αγνόηση σε κείνο που θα έπρεπε ως σύμβολο να διατηρήσει, διότι η δρυς «ήταν η Ελλάδα», ήταν το φυσικό σύμβολό της, μιας και παλαιότερα η χώρα, στα μέσα και χαμηλά υψόμετρά της, αποτελούσε ένα «απέραντο δρυοδάσος» −αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι στις πρώτες στολές των δασικών υπαλλήλων το 1893, το φύλλο δρυός αποτελούσε διακριτικό τους, δείχνοντας τη σημασία που δινόταν στη φυσική παρουσία της δρυός στη χώρα μας και αναγνωρίζοντας την αξία της.

Tου Αντώνιου Β. Καπετάνιου
* (απόσπασμα από το περιβαλλοντικό δοκίμιο «ΤΑ ΔΕΝΔΡΑ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΜΕ ΤΑ ΠΛΗΓΩΝΟΥΜΕ!..»)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου

*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***