Δημοσιεύτηκε στο dasarxeio.com | 12.12.2016
Η προστασία των ρεμάτων ως στοιχείων του ζωτικού χώρου[1]
ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΣΠ. ΑΘΑΝΑΣΟΠΟΥΛΟΣ,
Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής Αθηνών
Δικηγόρος, Διδάκτωρ Νομικής Αθηνών
Οι διατάξεις των άρθρων 1 § 2 και 4 του ν. 4258/2014 εισάγουν ανεπίτρεπτη διάκριση των ρεμάτων σε «μεγάλα» και «μικρά» με αντίστοιχη, επί το χείρον, διαβάθμιση της νομικής τους προστασίας. Η ανωτέρω διάκριση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πάγια νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενώ είναι επιβεβλημένη η άμεση νομοθετική κατάργησή της καθώς επίσης και της εξαιρέσεως από την υποχρέωση οριοθετήσεως των ρεμάτων, υπό το φως της προστασίας του περιβάλλοντος διά του Συντάγματος και του ενωσιακού δικαίου. Μέχρι την προτεινόμενη νομοθετική παρέμβαση, ο αστικός δικαστής οφείλει, μη εφαρμόζων το άρθρο 4 του ν. 4258/2014, να παρέχει την κατά την ΑΚ 57 προστασία σε άπαντα τα ρέματα, ήτοι ποταμούς, χειμάρρους και εφήμερα ρέματα, γιατί επιτελούν, ασχέτως της εκτάσεώς τους, σημαντική περιβαλλοντική λειτουργία, συνιστώντας αδιακρίτως αναπόσπαστα στοιχεία του ζωτικού χώρου, η απόλαυση του οποίου αποτελεί ειδικότερη έκφανση της προσωπικότητας κατ΄ ΑΚ 57 και δη ασχέτως του νομικού καθεστώτος εκάστης κατηγορίας ρεμάτων κατά τις ΑΚ 966, 967 και 968.
Α. Πρόλογος – Οριοθέτηση και αντικείμενο μελέτης
Αντικείμενο της παρούσης μελέτης συνιστά η προστασία των ρεμάτων, ποταμών, χειμάρρων και εφήμερων ρεμάτων, δυνάμει της ΑΚ 57, ήτοι του δικαιώματος στην προσωπικότητα. Παρά το γεγονός ότι η αστικολογική προσέγγιση κυριαρχεί, κατά τη γνώμη του γράφοντος, ήταν σκόπιμο να προηγηθεί η κριτική επί της συνταγματικότητος και της συμβατότητος με το ενωσιακό δίκαιο της διακρίσεως των ρεμάτων σε συνήθη και «μικρά» και ιδίως η εξαίρεση των τελευταίων από την υποχρέωση οριοθετήσεώς τους δυνάμει των άρθρων 1 § 2 και 4 του ν. 4258/2014. Αφού διατυπώνεται η άποψη ότι η ως άνω νομοθετική μεταχείριση των «μικρών» ρεμάτων είναι αντισυνταγματική, αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο περί προστασίας των υδάτων και στην αρχή της προλήψεως, υποστηρίζεται ότι υπό την ΑΚ 57 προστατεύονται, ως αγαθά του ζωτικού χώρου, άπαντα τα ρέματα, ασχέτως της εκτάσεώς τους, και ασχέτως της ιδιότητός τους ως κοινοχρήστων ή μη (ΑΚ 966, 967, 968).
Β. Έννοια ρεμάτων – H νομοθετική αστοχία περί των «μικρών» ρεμάτων
Δυνάμει της § 1 του άρθρου 1 του ν. 4258/2014, ως «Υδατορέματα ή υδατορεύματα ή ρέματα (μη πλεύσιμοι ποταμοί, χείμαρροι, ρέματα και ρυάκια)», νοούνται «οι φυσικές ή διευθετημένες διαμορφώσεις της επιφάνειας του εδάφους που είναι κύριοι αποδέκτες των υδάτων της επιφανειακής απορροής και διασφαλίζουν τη διόδευσή τους προς άλλους υδάτινους αποδέκτες σε χαμηλότερες στάθμες», ενώ ρητώς εξαιρούνται από την ανωτέρω έννοια «τα εγγειοβελτιωτικά έργα, όπως αρδευτικές και αποστραγγιστικές τάφροι».
Τα ρέματα, καίτοι δεν κατηγοριοποιούνται νομοθετικώς, εντούτοις διακρίνονται[2] σε «εφήμερα ρέματα», τα οποία εμφανίζουν ροή μόνο κατά τη διάρκεια βροχοπτώσεως, σε «χειμάρρους», οι οποίοι εμφανίζουν εποχική ροή και ανά περιόδους εμφανίζονται ορμητικά νερά και στους «ποταμούς», οι οποίοι εμφανίζουν πάντα ροή, αλλ΄ ενδεχομένως με σημαντικές διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια του έτους.[3] Άπαντα δε τα ανωτέρω τα ρέματα «… ως στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος, αποτελούν αντικείμενα συνταγματικής προστασίας …» υπό την Σ. 24, και δη προστατεύονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, «… καθώς, ως πτυχώσεις του εδάφους με τις οποίες κυρίως συντελείται η απορροή πλεοναζόντων υδάτων της ξηράς προς τη θάλασσα, εκτός από παράγοντες αντιπλημμυρικής προστασίας, αποτελούν επιπλέον φυσικούς αεραγωγούς και μαζί με τη χλωρίδα και την πανίδα τους συνιστούν ιδιαίτερα οικοσυστήματα … Για τους λόγους αυτούς έχουν ζωτική σημασία για το οικιστικό και φυσικό περιβάλλον, και προστατεύονται καθ΄ όλη τους την έκταση και ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τους, ώστε να διατηρείται η φυσική τους κατάσταση και να διασφαλίζεται η επιτελουμένη από αυτά λειτουργία της απορροής των υδάτων …».[4]
Ωστόσο, ειρήσθω εν παρόδω, ατυχεστάτη υπήρξε η πρωτοβουλία του ανωτέρω νομοθέτη να προβεί αφ΄ ενός μεν στη διάκριση των ρεμάτων σε συνήθη («μεγάλα») και «μικρά», αφ΄ ετέρου δε να επιφυλάξει στα τελευταία ελάσσονα νομοθετική προστασία, ιδία εν όψει της ρητής εξαιρέσεώς τους από την υποχρέωση οριοθετήσεώς τους δυνάμει του άρθρου 4 του ν. 4258/2014. Παρά, δηλαδή, τις ουδόλως πειστικές και ανεπαρκείς αιτιολογικές σκέψεις περί «απλοποιήσεως των διοικητικών διαδικασιών που αφορούν τη δόμηση, οσάκις τα εμβαδά των λεκανών απορροής είναι μικρά και οι αναμενόμενες επιφανειακές παροχές είναι επίσης μικρές»,[5] κατά τη γνώμη του γράφοντος η ανωτέρω μεταχείριση των «μικρών» ρεμάτων αντίκειται κραυγαλέα στο άρθρο 24 του Συντάγματος, στο ενωσιακό δίκαιο, ιδία δε στην Οδηγία 2000/60/ΕΚ καθώς και στην «αρχή της προλήψεως».
Ειδικότερα, σύμφωνα με την § 2 του άρθρου 1 του ν. 4258/2014: «Μικρά υδατορέματα (επιφανειακές πτυχώσεις απορροής): οι επιφανειακές πτυχώσεις του εδάφους που είναι αποδέκτες των υδάτων της επιφανειακής απορροής, με έκταση λεκάνης απορροής μικρότερης ή ίσης του 1,0 τ.χ. όταν βρίσκονται εκτός ορίων οικισμών ή σχεδίων πόλεως ή μικρότερης ή ίσης των 0,50 τ.χ. όταν βρίσκονται εντός ορίων οικισμών ή σχεδίων πόλεως. Ως σημείο έναρξης της μέτρησης της λεκάνης απορροής ορίζεται κάθε σημείο της βαθιάς γραμμής της επιφανειακής πτύχωσης …».
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 4 (εξαιρέσεις από την οριοθέτηση): «… 2. Για μικρά υδατορέματα, όπως αυτά ορίζονται στην παρ. 2 του άρθρου 1 του παρόντος, δεν απαιτείται η οριοθέτησή τους. Κατ΄ εξαίρεση και εφόσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας αυτών, είναι δυνατή η οριοθέτησή τους με απόφαση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης η οποία εκδίδεται μετά από εισήγηση της Διεύθυνσης Υδάτων και της Διεύθυνσης Περιβάλλοντος της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 2 και 3 του παρόντος. Για τις περιπτώσεις μικρών υδατορεμάτων, εντός της Περιφέρειας Αττικής απαιτείται και η σύμφωνη γνώμη της Κεντρικής Συντονιστικής Επιτροπής του άρθρου 140 του ν. 4070/2012 (Α΄ 82) …».
Ειδικότερα, ως προς την αντισυνταγματικότητά τους, κατά τη γνώμη του γράφοντος, οι ανωτέρω διατάξεις εισάγουν ανεπίτρεπτη διάκριση των ρεμάτων σε «μεγάλα» και «μικρά» (άρθρο 1 § 2), με αντίστοιχη, επί το χείρον, διαβάθμιση της νομικής τους προστασίας (άρθρο 4 § 2). Η ανωτέρω διάκριση έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πάγια Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία «τα ρέματα έχουν ζωτική σημασία για το οικιστικό και φυσικό περιβάλλον, και προστατεύονται καθ΄ όλη τους την έκταση και ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τους, ώστε να διατηρείται η φυσική τους κατάσταση και να διασφαλίζεται η επιτελουμένη από αυτά λειτουργία της απορροής των υδάτων …» (ΣτΕ 319/2002, ΣτΕ 2669/2001, ΣτΕ 2656/1999, ΣτΕ 4728/1997, ΣτΕ 5930/1996, ΣτΕ 1805/1995, ΣτΕ 2163/1994). Συναφώς, η αντισυνταγματικότητα των ανωτέρω διατάξεων διαφαίνεται ακόμη σαφέστερη από το γεγονός ότι στον σχετικό ορισμό των «μικρών» ρεμάτων ο νομοθέτης επικαλείται ως κριτήριο διακρίσεως μόνο τις διαστάσεις των ρεμάτων, αδιαφορώντας για άλλα ποιοτικά χαρακτηριστικά, τα οποία καθιστούν άξιο προστασίας ένα ρέμα. Επομένως, σύμφωνα με τον ανωτέρω Νόμο τα λεγόμενα «μικρά» ρέματα «παύουν» να είναι ζωτικής σημασίας και χρήζουν μικρότερης προστασίας, μόνο και μόνο επειδή είναι μικρής εκτάσεως σε σχέση με τα «μεγάλα», ακόμη και εάν αυτά υπό συγκεκριμένες συνθήκες δύνανται να συνιστούν «μικρούς» φυσικούς αεραγωγούς και «μικρά» φυσικά οικοσυστήματα, επιτελώντας «μικρή» λειτουργία απορροής υδάτων. Προσέτι, ακόμη και κατά το άρθρο 4 § 2 εδάφ. β΄, όπου προβλέπεται επαναφορά των «μικρών» ρεμάτων στον κανόνα της οριοθετήσεως κατά το άρθρο 3, εφ΄ όσον συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας αυτών, η διάταξη προβλέπει ότι η οριοθέτηση είναι απλώς «δυνατή». Με άλλα λόγια, ο Νομοθέτης ακόμη και στις περιπτώσεις που συντρέχουν ειδικοί λόγοι προστασίας των «μικρών» ρεμάτων, αντί να επιβάλει στη διοίκηση δέσμια αρμοδιότητα, τουναντίον της παρέχει «διακριτική ευχέρεια» να προβεί σε οριοθέτηση. Τέλος, η ελάσσων προστασία στα «μικρά» αυτά ρέματα αποδεικνύεται και από το ότι αρμόδιο όργανο για την «κατ΄ εξαίρεση» και κατά «διακριτική ευχέρεια» οριοθέτηση χρίζεται ο Γενικός Γραμματέας της οικείας Αποκεντρωμένης Διοικήσεως, κατά πλήρη αντίθεση με την πάγια Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι η οριοθέτηση είναι τέτοιας βαρύνουσας σημασίας για την προστασία των ρεμάτων, ώστε για τη νομιμότητά της να μην αρκεί Υπουργική Απόφαση ή πράξη οιουδήποτε άλλου διοικητικού οργάνου, αλλ΄ απαραιτήτως έκδοση Προεδρικού Διατάγματος.[6]
Ωσαύτως, ως προς την παραβίαση της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, αξίζει να παρατηρηθεί ότι διά της σχετικής εθνικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, εισάγεται μία απαράδεκτη διάκριση των ρεμάτων ως επιφανειακών υδάτων (άρθρο 2 § 1, 2000/60/ΕΚ), κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να υποσκάπτονται οι διαλαμβανόμενοι στο άρθρο 4 της ως άνω Οδηγίας στόχοι. Πράγματι, σε κανένα σημείο της 2000/60/ΕΚ δεν γίνεται ορολογική διάκριση μεταξύ «μεγάλων» και «μικρών» επιφανειακών υδάτων. Επίσης σε κανένα άρθρο της 2000/60/ΕΚ δεν αναφέρεται η ανάγκη διαβάθμισης της προστασίας των επιφανειακών υδάτων με κριτήριο το μέγεθός τους, ούτε, πολλώ μάλλον, συστήνεται στα κράτη μέλη να εισαγάγουν τοιαύτη διάκριση και διαφορετική νομοθετική μεταχείριση των επιφανειακών υδάτων. Συνεπώς, η υποβαθμισμένη νομοθετική μεταχείριση των λεγομένων «μικρών» ρεμάτων είναι ασύμβατη με το πνεύμα και το γράμμα της Οδηγίας 2000/60/ΕΚ, και ιδίως με τους διακεκηρυγμένους στόχους του άρθρου 4 α), i) και ii). Επιπλέον, ο ορισμός των «μικρών» ρεμάτων, ως εισάγων μόνον το ποσοτικό κριτήριο των διαστάσεων, αντιστρατεύεται τη βούληση του Κοινοτικού Νομοθέτη, όπως αυτή αποτυπώνεται ξεκάθαρα στις προαναφερθείσες υπ΄ αριθ. 19 και 25 σκέψεις της 2000/60/ΕΚ, στις οποίες ρητώς προτάσσεται η προστασία της ποιότητος των επιφανειακών υδάτων.
Προσέτι, δυνάμει της ευθέως ερειδομένης στην Σ 24 § 1, στη ΣυνθΕΕ 191, στην 15η Διακήρυξη του Ρίο (1992) καθώς και στην Ατζέντα 21, αρχής της προλήψεως, η οποία ανάγεται τοιουτοτρόπως σε θεμελιώδη αρχή προστασίας του περιβάλλοντος, η αποτελεσματική προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών απαιτεί την προληπτική λήψη περιβαλλοντικών μέτρων, πολλώ μάλλον αφ΄ ης στιγμής οι περιβαλλοντικές βλάβες είναι είτε ανεπανόρθωτες, είτε τουλάχιστον δυσχερώς επανορθώσιμες. Σύμφωνα, δηλαδή, με την αρχή της προλήψεως, τόσο ο συνταγματικός, όσο και ο ενωσιακός νομοθέτης επιβάλλουν στα καθ΄ ύλην αρμόδια όργανα του κράτους την υποχρέωση να προβαίνουν σε θετικές ενέργειες προς διαφύλαξη των περιβαλλοντικών αγαθών, ήτοι να λαμβάνουν τα ενδεδειγμένα αφ΄ ενός νομοθετικά και διοικητικά προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα, παρεμβαίνοντας στον αναγκαίο βαθμό στην οικονομική ή συλλογική δραστηριότητα, αφ΄ ετέρου δε και δικαστικά μέτρα, υπό την έννοια ότι τα δικαστήρια καλούνται στο πλαίσιο της ως άνω αρχής να παρέχουν την αιτουμένη δικαστική προστασία αρκούμενα στην πιθανολόγηση επελεύσεως της βλάβης του περιβαλλοντικού αγαθού, ως απαραίτητου στοιχείου θεμελίωσης ενεστώτος εννόμου συμφέροντος.[7] Ωστόσο, η ως άνω νομοθετική πρωτοβουλία περί εξαιρέσεως των «μικρών» ρεμάτων από την υποχρέωση οριοθετήσεώς τους, είναι εξόφθαλμα ασυμβίβαστη με την αρχή της «προλήψεως»,[8] καθώς η ιδία η οριοθέτηση δεν συνιστά παρά προληπτικό μέτρο προστασίας των ρεμάτων.[9]
Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τα προλεγόμενα, κατά τη γνώμη του γράφοντος, το εκάστοτε καθ΄ ύλην αρμόδιο διοικητικό, αστικό ή ποινικό δικαστήριο, οφείλει να προβαίνει σε παρεμπίπτοντα έλεγχο, τόσο συνταγματικότητος όσο και εναρμονίσεως μετά του ενωσιακού δικαίου της προπεριγραφείσης ελάσσονος νομοθετικής προστασίας των «μικρών» ρεμάτων κατά τα άρθρα 1 § 2 και 4 του ν. 4258/2014 και ακολούθως να καταλήξει στη διάγνωση της κατά τα προλεγόμενα αντισυνταγματικότητος και προσβολής του ενωσιακού δικαίου.
Γ. Η προστασία του περιβάλλοντος υπό την ΑΚ 57
Κατ΄ αρχήν, ως προς το περιβάλλον, ήτοι τον ζωτικό χώρο, εντός του οποίου ζει και αναπτύσσει τις δραστηριότητές του ο άνθρωπος,[10] διευκρινίζεται ότι, καίτοι δεν έχει αναχθεί σε αυτοτελές έννομο αγαθό του ιδιωτικού δικαίου, εν τούτοις για τα πιο σημαντικά περιβαλλοντικά αγαθά, όπως ο ατμοσφαιρικός αέρας, η θάλασσα, τα νερά, οι πλατείες και λοιπά κοινόχρηστα πράγματα, τα οποία απαριθμούνται ενδεικτικώς στην ΑΚ 967, παρέχεται στο άτομο δικαίωμα χρήσεως και απολαύσεώς τους, το οποίο αποτελεί αυτοτελή εκδήλωση της προσωπικότητας (ΑΚ 57). Πρόκειται περί της ιδιωτικού δικαίου εκφάνσεως του δικαιώματος στο περιβάλλον, το οποίο είναι έννομο αγαθό σύνθετο, συλλογικό, πρωτογενές, μοναδικό και αναντικατάστατο[11] και έχει κατοχυρωθεί με το άρθρο 24 του Συντάγματος, όπως τούτο έμμεσα τριτενεργεί μέσω των διατάξεων των άρθρων ΑΚ 57 και ΑΚ 966 επ.[12] Όθεν, το περιβάλλον, ως ειδικοτέρα έκφανση του δικαιώματος στην προσωπικότητα δεν ταυτίζεται με άλλες επιμέρους εκφάνσεις της τελευταίας, όπως π.χ. με τη ζωή ή την υγεία και ως εκ τούτου η προστασία του περιβάλλοντος (ζωτικού χώρου) είναι αυτοτελής, υπό την έννοια ότι δεν προϋποθέτει απαραιτήτως την προσβολή ετέρας των προαναφερθεισών εκφάνσεως της προσωπικότητος, αλλ΄ απλώς σε περίπτωση που μία πράξη προσβάλλει παραλλήλως τόσο τον ζωτικό χώρο όσο και άλλη έκφανση της προσωπικότητος, π.χ. της υγείας,[13] τότε η προσβολή της προσωπικότητος είναι βαρυτέρα.[14]
Ειδικότερα, προσφυέστατα υποστηρίζεται[15] ότι το περιβάλλον στο ιδιωτικό δίκαιο ορίζεται ως το σύνολο των αγαθών που συνθέτουν τον «ζωτικό χώρο» του ανθρώπου, ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα φυσικά και τεχνητά αγαθά, χάριν των οποίων δημιουργείται και αναπτύσσεται η προσωπικότητα του ατόμου και τα οποία είναι απαραίτητα για την επιβίωση, την υγιεινή διαβίωση και την εξασφάλιση της ποιότητος ζωής. Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με την ανωτέρω άποψη, η προσβολή της προσωπικότητος, κατ΄ αρχήν, συνδέεται με την προσβολή της κοινοχρησίας (ΑΚ 966, ΑΚ 967), ώστε να θεμελιώνεται παράνομη προσβολή της προσωπικότητος, οσάκις με την εκάστοτε επίδικη συμπεριφορά προσβάλλεται η κοινή χρήση ή η κοινή ωφέλεια κοινού σε όλους (ΑΚ 966)[16] ή κοινοχρήστου πράγματος (ΑΚ 966, ΑΚ 967)[17]. Περαιτέρω, και με δεδομένη τόσο την ενδεικτική απαρίθμηση των κοινοχρήστων πραγμάτων κατά την ΑΚ 967 όσο και τη γενικευμένη συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος κατά την Σ 24, ορθώς υποστηρίζεται από τη θεωρία[18] και τη νομολογία[19] η διασταλτική ερμηνεία της εννοίας του κοινοχρήστου πράγματος και του περιεχομένου του δικαιώματος χρήσεώς του, ώστε να εντάσσονται στην έννοια του «ζωτικού χώρου», ακόμη και αγαθά που δεν έχουν μεν αφιερωθεί στην κοινοχρησία υπό τη στενή εννοία της ΑΚ 967, πλην όμως δεν παύουν να διαθέτουν φυσική, ιστορική, αρχαιολογική, ή άλλη αξία, και ως εκ τούτου να αποτελούν τμήμα του περιβάλλοντος τον άνθρωπο φυσικού, ιστορικού, αρχαιολογικού κ.λπ. χώρου, η διαφύλαξη του οποίου αποβαίνει σε όφελος του περιβάλλοντος και των χρηστών του.
Παράλληλα, μερίδα της νομολογίας, η οποία φαίνεται ότι κρατούσε παλαιότερα, θεμελιώνει την μέσω του αστικού δικαίου προστασία του περιβάλλοντος απ΄ ευθείας στην ΑΚ 57, με το σκεπτικό ότι η προσβολή του περιβάλλοντος, που είναι ένα από τα αγαθά που απαρτίζουν την προσωπικότητα του ατόμου, παρέχει σε αυτό εναγώγιμη αξίωση από το άρθρο 57 ΑΚ εναντίον εκείνου, από τη δράση του οποίου προέρχεται η βλαπτική ενέργεια, που αποτελεί την αιτία της επιβάρυνσης του περιβάλλοντος, δεδομένου ότι σκοπός της ΑΚ 57 είναι η ευνοϊκή ανάπτυξη της προσωπικότητος του ατόμου μέσα από ένα σωστά διαμορφωμένο οικοσύστημα, η προστασία του οποίου είναι αναγκαία για τη ζωή και την υγεία του ανθρώπου.[20]
Δ. Η προστασία των ποταμών, χειμάρρων και εφήμερων ρεμάτων υπό την ΑΚ 57
Ακολούθως, και οι τρεις κατηγορίες των ρεμάτων, ήτοι οι ποταμοί, οι χείμαρροι και τα εφήμερα ρέματα, συνιστούν αδιακρίτως στοιχεία και αγαθά του «ζωτικού χώρου», η παρακώληση της χρήσεως και απολαύσεως των οποίων στοιχειοθετεί προσβολή της προσωπικότητος (ΑΚ 57), με τις κάτωθι επιμέρους διευκρινίσεις και διακρίσεις:
α) Κατ΄ αρχήν, οι ποταμοί, οι οποίοι εμφανίζουν πάντα ροή, αλλ΄ ενδεχομένως με σημαντικές διακυμάνσεις κατά τη διάρκεια του έτους, υπάγονται στο πραγματικό της ΑΚ 967, και πιο συγκεκριμένα στην έννοια των «νερών με ελεύθερη και αέναη ροή» και ως εκ τούτου συνιστούν κοινόχρηστα πράγματα, εκτός συναλλαγής (ΑΚ 966) και ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο (ΑΚ 968).[21] Σύμφωνα, λοιπόν, με τα προλεγόμενα, οιαδήποτε συμπεριφορά συνιστά είτε παράνομο περιορισμό της ελευθερίας τέλεσης των προς απόλαυση ενός ποταμού απαιτουμένων πράξεων και δη της ελευθερίας κινήσεως προς χρήση του τελευταίου, είτε με οιονδήποτε παράνομο τρόπο διατάραξη ενός ποταμού που έχει ως συνέπεια την αλλοίωση ή την κατάργηση της κοινής ωφελείας που πηγάζει από τη χρήση του ποταμού,[22] συνιστά προσβολή της προσωπικότητος. Στην περίπτωση, λοιπόν, των ποταμών η θεμελίωση της αστικής ευθύνης του προσβάλλοντος κατά την ΑΚ 57 προκύπτει, εν πάση περιπτώσει, αβίαστα από τη σύνδεση της προστασίας του περιβάλλοντος με την ιδιότητα των ποταμών ως κοινοχρήστων πραγμάτων (ΑΚ 57, ΑΚ 966, ΑΚ 967).[23]
β) Εν τούτοις, άλλως έχουν τα πράγματα στις άλλες δύο κατηγορίες των ρεμάτων, ήτοι στους χειμάρρους και στα εφήμερα ρέματα.
i) Πιο συγκεκριμένα, οι χείμαρροι, ως εμφανίζοντες εποχική ροή και ανά περιόδους ορμητικά νερά, δεν συνιστούν «νερά με ελεύθερη και αέναη ροή», και ως εκ τούτου δεν είναι κοινόχρηστοι υπό την ΑΚ 967.[24] Μοιραίως, λοιπόν, υπόκεινται στην ιδιωτική εξουσίαση και δύνανται να συνιστούν αντικείμενο κυριότητος ενός ιδιώτη.[25] Ταυτόχρονα όμως, η φύση των χειμάρρων ως φυσικών αεραγωγών και οικοσυστημάτων με ιδιαίτερο μικροκλίμα που συμβάλλουν πολλαπλώς στην ισορροπία του περιβάλλοντος, υπερβαίνει τη στενή έννοια των «κοινοχρήστων πραγμάτων» υπό την ΑΚ 967, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η σύμφωνη με τη γενικευμένη συνταγματική προστασία του περιβάλλοντος (Σ 24) αναγνώρισή τους ως «κοινοχρήστων» πραγμάτων που εντάσσονται στην έννοια του «ζωτικού χώρου» σύμφωνα με τα προλεγόμενα. Τοιαύτη διασταλτική ερμηνεία της «κοινοχρησίας» υιοθετείται πλέον, όπως προελέχθη, όχι μόνον από τη θεωρία,[26] αλλά και από τη νομολογία,[27] με σαφέστατη απεξάρτηση του πραγματικού της ΑΚ 57 από το αντίστοιχο της ΑΚ 967, ώστε πάσα επέμβαση τρίτων που θίγει την προπεριγραφείσα φυσική και περιβαλλοντική λειτουργία των χειμάρρων να στοιχειοθετεί προσβολή προσωπικότητος. Με άλλα λόγια, μπορεί ένας ιδιώτης να ασκεί εμπράγματη εξουσίαση επί ενός χειμάρρου (ΑΚ 967, ΑΚ 968), πλην όμως η εξουσίαση αυτή δεν δύναται να φτάνει μέχρι του σημείου να αναιρείται, παραβλάπτεται ή παρακωλύεται η λειτουργία του ιδίου ως άνω χειμάρρου ως φυσικού αεραγωγού και οικοσυστήματος με ιδιαίτερο μικροκλίμα.
ii) Ωσαύτως, της ιδίας προστασίας με τους χειμάρρους απολαμβάνουν και τα «εφήμερα ρέματα», τα οποία, ως εμφανίζοντα ροή μόνο κατά τη διάρκεια βροχοπτώσεως, καίτοι δεν αποτελούν «νερά με ελεύθερη και αέναη ροή», και άρα εκφεύγουν των ΑΚ 967 και ΑΚ 968, εν τούτοις συνιστούν και αυτά φυσικούς αεραγωγούς και οικοσυστήματα με ιδιαίτερο μικροκλίμα που συμβάλλουν πολλαπλώς στην ισορροπία του περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια, και τα «εφήμερα ρέματα», είναι «κοινόχρηστα» όχι υπό τη στενή εννοία της ΑΚ 967, αλλ΄ ως αγαθά του «ζωτικού χώρου» και ως επιτελούντα την προαναφερθείσα σημαντική περιβαλλοντική λειτουργία (Σ 24). Ως εκ τούτου, και αυτά υπόκεινται στην ιδιωτική εξουσίαση (ΑΚ 967, ΑΚ 968), η οποία όμως επ΄ ουδενί δύναται να συνίσταται στην παρακώλυση ή κατάργηση της λειτουργίας τους ως φυσικών αεραγωγών και οικοσυστημάτων με ιδιαίτερο μικροκλίμα.
Ε. Ειδικότερα η προστασία των «μικρών» ρεμάτων» υπό την ΑΚ 57
Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι τα ρέματα, ποταμοί, χείμαρροι ή εφήμερα ρέματα, απολαμβάνουν της ιδίας γενικευμένης συνταγματικής προστασίας (Σ 24), και πιο συγκεκριμένα «… καθ΄ όλη τους την έκταση και ανεξάρτητα από τις διαστάσεις τους, ώστε να διατηρείται η φυσική τους κατάσταση και να διασφαλίζεται η επιτελουμένη από αυτά λειτουργία της απορροής των υδάτων …».[28] Έτσι λοιπόν, η προαναφερθείσα νομοθετική διάκριση των ρεμάτων σε «μεγάλα» και «μικρά», με σαφέστατη υποβάθμιση της προστασίας των δευτέρων, που κατά τη γνώμη του γράφοντος αντίκειται τόσο στο Σύνταγμα (Σ 24), όσο και στο ενωσιακό δίκαιο περί προστασίας των υδάτων (2000/60/ΕΚ) καθώς και στην αρχή της «προλήψεως», συνιστά μεγάλη πρόκληση και για το αστικό δίκαιο στο πλαίσιο της ΑΚ 57.
Κατ΄ αρχήν, δραστηριότητες οι οποίες συνιστούν καταπάτηση, επιχωμάτωση, ρύπανση, ή άλλης μορφής εξόφθαλμη υποβάθμιση ενός «μικρού» ρέματος δεν γεννούν ιδιαίτερα ζητήματα, καθώς χωρεί ευθεία προστασία διά της ΑΚ 57, τόσο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (ΚΠολΔ 731 επ.)[29], όσο και κατά την τακτική διαδικασία διά της αγωγής άρσεως[30] και παραλείψεως της προσβολής στο μέλλον (ΑΚ 57 ),[31] και της αγωγής αποκαταστάσεως της προκληθείσης ηθικής βλάβης (ΑΚ 59).[32]
Εν τούτοις, ζήτημα τίθεται ως προς την ενεργοποίηση της ΑΚ 57 εν όψει της επικειμένης εκτελέσεως εργασιών πλησίον ρέματος, το οποίο έχει χαρακτηρισθεί ως «μικρό», και του οποίου η οριοθέτηση παρεκάμφθη, δυνάμει του 4 του ν. 4258/2014. Πρακτικώς, στην ως άνω περίπτωση ερωτάται εάν οι κάτοικοι[33] της περιοχής, εντός της οποίας ρέει το ανωτέρω «μικρό» ρέμα, δύνανται να προσφύγουν πρωτίστως κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, με σκοπό την αποτροπή, αναστολή ή διακοπή των εργασιών πλησίον του μη οριοθετημένου «μικρού» ρέματος, επικαλούμενοι άμεσα επικείμενο κίνδυνο υποβαθμίσεως του τελευταίου. Κατά τη γνώμη του γράφοντος, και έως ότου ο νομοθέτης προβεί στην επιβεβλημένη κατάργηση της διακρίσεως των ρεμάτων σε «μεγάλα» και «μικρά» και οπωσδήποτε της εξαιρέσεως από την υποχρέωση οριοθετήσεως, ο αστικός δικαστής, καλούμενος ν΄ αντιμετωπίσει την ανωτέρω περίπτωση, οφείλει σε πρώτο στάδιο να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο συνταγματικότητος και εναρμονίσεως με το ενωσιακό δίκαιο της ανωτέρω διατάξεως, ώστε να είναι εις θέσιν να διαγνώσει απρόσκοπτα τον παράνομο χαρακτήρα της επεμβάσεως επί του συγκεκριμένου ρέματος. Συναφώς, δεν πρέπει να λησμονεί ότι η οριοθέτηση του φερομένου ως «μικρού» ρέματος δεν συνιστά στην πραγματικότητα τίποτα άλλο παρά μία ειδικοτέρα έκφανση της αρχής της προλήψεως, δυνάμει της οποίας οφείλει να παράσχει την αιτουμένη δικαστική προστασία αρκούμενος στην πιθανολόγηση επελεύσεως της βλάβης του περιβαλλοντικού αγαθού, ως απαραίτητου στοιχείου θεμελίωσης ενεστώτος εννόμου συμφέροντος.[34] Με άλλα λόγια, η παράκαμψη της διοικητικής διαδικασίας της οριοθετήσεως ενός «μικρού» ρέματος σηματοδοτεί την κινδυνώδη φύση των εκτελουμένων εργασιών πλησίον του τελευταίου, οπότε και απαιτείται να ελεγχθεί εάν πιθανολογείται ενεστώς κίνδυνος παρεμποδίσεως ή καταργήσεως της επιτελουμένης φυσικής και εν γένει περιβαλλοντικής λειτουργίας του ανωτέρω ρέματος, ως φυσικού αεραγωγού και οικοσυστήματος με ιδιαίτερο μικροκλίμα, και άρα ως σημαντικού στοιχείου του «ζωτικού χώρου», εντός του οποίου αναπτύσσεται η προσωπικότητα (ΑΚ 57). Σε αντίθετη περίπτωση, η επίκληση του άρθρου 4 του ν. 4258/2014 θα συνιστά «άλλοθι» για την προσβολή της «κοινοχρησίας» των ρεμάτων, και θα καθιστά προκλητικώς κενό γράμμα τόσο την αρχή της προλήψεως, όσο και την εν γένει προαναφερθείσα κατά το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο προστασία των ρεμάτων, μικρών ή μεγάλων.
Στ. Τελικά συμπεράσματα – de lege ferenda παρατηρήσεις
Σύμφωνα με τα προλεγόμενα, επιβεβλημένη είναι η άμεση νομοθετική κατάργηση της διακρίσεως των ρεμάτων σε «μεγάλα» και «μικρά», και οπωσδήποτε της εξαιρέσεως από την υποχρέωση οριοθετήσεως των ρεμάτων, υπό το φως της προπεριγραφείσης προστασίας του περιβάλλοντος διά του Συντάγματος και του ενωσιακού δικαίου. Μέχρι δε της κατά τα προλεγόμενα προτεινομένης νομοθετικής παρεμβάσεως, ο αστικός δικαστής οφείλει, μη εφαρμόζων το άρθρο 4 του ν. 4258/2014, να παρέχει την κατά την ΑΚ 57 προστασία σε άπαντα τα ρέματα, ήτοι ποταμούς, χειμάρρους και εφήμερα ρέματα, γιατί επιτελούν, ασχέτως της εκτάσεώς τους, σημαντική περιβαλλοντική λειτουργία, και ως εκ τούτου συνιστούν αδιακρίτως αναπόσπαστα στοιχεία του ζωτικού χώρου, η απόλαυση του οποίου συνιστά ειδικοτέρα έκφανση της προσωπικότητος κατά την ΑΚ 57, και δη ασχέτως του νομικού καθεστώτος εκάστης κατηγορίας των ανωτέρω ρεμάτων κατά τις ΑΚ 966, ΑΚ 967 και ΑΚ 968.
——— ♦ ———
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Αφιερώνεται στην ιδιαιτέρα πατρίδα μου, Παραμυθιά Θεσπρωτίας, η οποία, περήφανα κειμένη στους δασώδεις πρόποδες του όρους Γκορίλα, περιβάλλεται από τους ποταμούς Αχέροντα, Κωκυτό και Θύαμη (Καλαμά).
[2] Βλ. σχετ. Μ. Μπάκαβου, Φ. Φωτόπουλο, Περί ρεμάτων, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2016, σ. 25-26.
[3] Βλ. σχετ. Μ. Μπάκαβου, Φ. Φωτόπουλο, ό.π., σ. 26, Δ. Βασιλειάδη, Χ. Διβάνη, Μ. Κουσκουνά, Α. Παπαπετρόπουλο, Περιβάλλον, Διαγράμματα – Σχόλια – Νομολογία – Υποδείγματα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2016, σ. 142, Γλ. Σιούτη, Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, β΄ έκδοση 2011, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σ. 263.
[4] ΣτΕ 1127/2011 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1151/2007 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1644/2006 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2873/2004 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1125/2002 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2215/2002 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2669/2001 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 319/2002, ΣτΕ 2669/2001, ΣτΕ 2656/1999, ΣτΕ 4728/1997, ΣτΕ 5930/1996, ΣτΕ 1805/1995, ΣτΕ 2163/1994.
[5] Βλ. σχετ. Μ. Μπάκαβου, Φ. Φωτόπουλο, ό.π., σ. 30.
[6] ΣτΕ 262/2003 ΤΝΠ/ΔΣΑ.
[7] Βλ. ενδ. Γλ. Σιούτη, ό.π., σ. 52-54, Α. Τάχο, Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος, 6η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006, σ. 101, Ε. Κουτούπα – Ρεγκάκου, Δίκαιο του Περιβάλλοντος, γ΄ έκδοση επαυξημένη, σ. 46-47, Ι. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, σ. 20-22, ιδίου, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ. 138-142, 152-154, 167-170, Κ. Φουντεδάκη, σε: Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Δίκαιο & Οικονομία, Αθήνα 2010, άρθρο 57 ΑΚ, σ. 137 καθώς και ΣτΕ 3957/1995 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2537/1996 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2759/1994 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2760/1994 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 3698/2000 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2731/1997 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2919/1968 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 695/1986 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 696/1986 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1520/1993 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2844/1993 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 3478/2000, ΣτΕ 613/2002 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 3262/2003 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 258/2004 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1264/2005 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΜΠρΘεσ 4598/2003 Αρμ 2003,626, ΜΠρΗρακλείου 802/2003 ΝοΒ 2003,1458, ΜΠρΧανίων 34/2009 ΝοΒ 2009,513, ΜΠρΣύρου 438/2001 ΑρχΝ 2001,539, ΜΠρΙωαννίνων 471/1996 ΠερΔικ 1997,84.
[8] Περαιτέρω, η σχετική νομοθετική μεταχείριση των «μικρών» ρεμάτων δεν συνάδει ούτε και με την εξ ίσου θεμελιώδη αρχή προστασίας του περιβάλλοντος της προφυλάξεως, η οποία ερείδεται στην Σ 24 § 1, στη ΣυνθΕΕ 191, αλλά και σε πλήθος κανόνων του διεθνούς δικαίου (Σύμβαση των Παρισίων, 1992), Διακήρυξη του Ρίο (1992), Πρωτόκολλο για τη Βιοασφάλεια του Μόντρεαλ (2000), δυνάμει της οποίας η διαχείριση των οικολογικών διακινδυνεύσεων επαφίεται στη λήψη προληπτικών μέτρων, ακόμη και εάν οι κίνδυνοι και τα αρνητικά αποτελέσματα ενός έργου ή μίας δραστηριότητος δεν δύνανται να θεμελιωθούν κατά τρόπον αδιαμφισβήτητο. Όθεν, η ταυτοποίηση των δυνητικών κινδύνων, ακόμη και εάν αυτοί είναι αβέβαιοι και αμφισβητούμενοι από επιστημονικής απόψεως, επαρκεί για την υιοθέτηση προληπτικών μέτρων που σκοπούν στην αποφυγή της ρυπάνσεως ή της υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος εν γένει. Με άλλα λόγια, τα προστατευτικά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος πρέπει να λαμβάνονται ακόμη και όταν δεν υπάρχει πλήρης επιστημονική βεβαιότητα, οριστικά συμπεράσματα και απόδειξη για τις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνέπειες μίας δραστηριότητας, αρκεί να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για πιθανές περιβαλλοντικές βλάβες. Στις ως άνω, λοιπόν, περιπτώσεις συντρέχει η αρχή «εν αμφιβολία υπέρ της ασφάλειας» (“in dubio pro securitate”), ήτοι τεκμήριο υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος (βλ. ενδ. Γλ. Σιούτη, ό.π., σ. 54-62, Α. Τάχο, ό.π., σ. 101-102, Ε. Κουτούπα – Ρεγκάκου, ό.π., σ. 47-48,54, Ι. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, ό.π., σ. 20-22, ιδίου, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, ό.π., σ. 152-154, 167-170, Κ. Φουντεδάκη, ό.π., σ. 137 καθώς και ΣτΕ 3957/1995 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2537/1996 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2759/1994 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2760/1994 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 3698/2000 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2731/1997 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2919/1968 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 695/1986 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 696/1986 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1520/1993 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2844/1993 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 3478/2000, ΣτΕ 613/2002 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 3262/2003 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 258/2004 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1264/2005 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΜΠρΘεσ 4598/2003 Αρμ 2003,626, ΜΠρΗρακλείου 802/2003 ΝοΒ 2003,1458, ΜΠρΧανίων 34/2009 ΝοΒ 2009,513, ΜΠρΣύρου 438/2001 ΑρχΝ 2001,539, ΜΠρΙωαννίνων 471/1996 ΠερΔικ 1997,84, κ.λπ.).
[9] Βλ. σχετ. Μ. Μπάκαβου, Φ. Φωτόπουλο, ό.π., σ. 43-73, Δ. Βασιλειάδη, Χ. Διβάνη, Μ. Κουσκουνά, Α. Παπαπετρόπουλο, ό.π., σ. 143-144.
[10] Βλ. σχετ. Δ. Βασιλειάδη, Χ. Διβάνη, Μ. Κουσκουνά, Α. Παπαπετρόπουλο, ό.π., σ. 2 και 9, Χ. Κλαβανίδου, ΕπισκΕΔ Β/1990, σ. 375, Γλ. Σιούτη, ό.π., σ. 10-12, Α. Τάχο, Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος, ό.π., σ. 21-22, Ε. Κουτούπα – Ρεγκάκου, Δίκαιο του Περιβάλλοντος, ό.π., σ. 3-4, Ι. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, ό.π., σ. 2-4, ιδίου, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, ό.π., σ. 138-142, Κ. Φουντεδάκη, σε: Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), ό.π., σ. 136 καθώς και άρθρο 2 στοιχ. 1 ν. 1650/1986, δυνάμει του οποίου ως περιβάλλον ορίζεται: «το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες».
[11] Βλ. ενδ. Σιούτη, ό.π., σ. 31-44, Τάχο, ό.π., σ. 61 και Κουτούπα – Ρεγκάκου, ό.π., σ. 4.
[12] Βλ. ενδ. Καρακατσάνη, Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών μέσα από τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, ΝοΒ 41,45 επ., Κλαβανίδου ό.π., σ. 375 επ., Σιούτη, ό.π., σ. 44-52 και Βασιλειάδη, Διβάνη, Κουσκουνά, Παπαπετρόπουλο, ό.π., σ. 382-384.
[13] Περί της υγείας ως ειδικοτέρας και αυτοτελούς εκφάνσεως της προσωπικότητος (ΑΚ 57), βλ. όλως ενδεικτικώς Καράκωστα, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, ό.π., σ. 293-297, ιδίου, Περιβάλλον και Δίκαιο, ό.π., σ. 221 και Φουντεδάκη, σε: ΣΕΑΚ, ό.π., σ. 130-131.
[14] Βλ. σχετ. Καράκωστα, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, ό.π., σ. 136-139, Σιούτη, ό.π., σ. 31 καθώς και ΜΠρΧαλκ 91/2004 ΝοΒ 53,320 και ΜΠρΣύρου 438/2001 ΑρχΝ 2001,539.
[15] Βλ. σχετ. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, ό.π., σ. 174-175.
[16] Βλ. σχετ. Εμμ. Λασκαρίδη, σε: Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Δίκαιο & Οικονομία, Αθήνα 2010, άρθρο 966 ΑΚ, σ. 42-45.
[17] Βλ. σχετ. Ε. Λασκαρίδη, ό.π., σ. 45-47.
[18] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 174-175, Φουντεδάκη, ό.π., σ. 136-137 και Λασκαρίδη, ό.π., σ. 46.
[19] ΑΠ 34/2008 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΑΠ 1731/2006 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΜΠρΒόλου 1531/2002 ΕλλΔνη 2002, 1497, ΜΠρΑθ 10691/1997 ΠερΔικ 3/1997,379, ΜΠρΝάξου 58/1989 (αδημ.).
[20] ΜΠρΝαυπλίου 163/1991 ΝοΒ 1991,786, ΜΠρΚορίνθου 2145/2002 ΕλλΔνη 2003,1426, ΜΠρΣερρών 12/1994 ΝοΒ 42,1032, ΜΠρΑθ 560/1976 ΕΕΔ 1976,309, ΜΠρΜεσολογγίου 134/1997 ΠερΔικ 1/1997,111, ΜΠρΤρικάλων 496/2001 ΝοΒ 2002,153.
[21] Βλ. σχετ. Λασκαρίδη, ό.π., σ. 46, 48-50.
[22] Βλ. σχετ. Ε. Δακορώνια, σε σχόλιο επί της ΜΠρΙωαννίνων 471/1996, ΠερΔικ 1/1997,89-90.
[23] ΕφΛαρίσης 373/2011 Δικογραφία 2012,92, ΠΠΜεσολογγίου 77/200 ΠερΔικ 4/2001,575, ΜΠρΒόλου 1503/2004 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΜΠρΜεσολογγίου 134/1997 ΠερΔικ 1/1997,111.
[24] Βλ. σχετ. Λασκαρίδη, ό.π., σ. 46.
[25] ΑΠ 34/2008 ΤΝΠ/ ΔΣΑ, ΑΠ 1731/2006 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΑΠ 207/1993 ΕλλΔνη 1994, 1067, ΕφΑθ 231/2008 Νόμος, ΕφΑθ 9613/1997 ΕλλΔνη 1998, 1402.
[26] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 174-175, Φουντεδάκη, ό.π., σ. 136-137 και Λασκαρίδη, ό.π., σ. 46.
[27] ΑΠ 34/2008 ΤΝΠ/ ΔΣΑ, ΑΠ 1731/2006 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΜΠρΒόλου 1531/2002 ΕλλΔνη 2002,1497, ΜΠρΑθ 10691/1997 ΠερΔικ 3/1997,379, ΜΠρΝάξου 58/1989 (αδημ.).
[28] ΣτΕ 1127/2011 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1151/2007 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1644/2006 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2873/2004 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1125/2002 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2215/2002 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2669/2001 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 319/2002, ΣτΕ 2669/2001, ΣτΕ 2656/1999, ΣτΕ 4728/1997, ΣτΕ 5930/1996, ΣτΕ 1805/1995, ΣτΕ 2163/1994, ΑΠ 34/2008 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΑΠ 1731/2006 ΤΝΠ/ΔΣΑ.
[29] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 195-197.
[30] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 182-183.
[31] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 183-185.
[32] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 186-189, 197-205.
[33] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 191-192.
[34] Φυσικά, ουδόλως αποκλείεται ν΄ αποκλεισθεί εν πάση περιπτώσει η πιθανολόγηση της διακινδυνεύσεως ή υποβαθμίσεως σε βάρος του «μικρού» ρέματος.
[1] Αφιερώνεται στην ιδιαιτέρα πατρίδα μου, Παραμυθιά Θεσπρωτίας, η οποία, περήφανα κειμένη στους δασώδεις πρόποδες του όρους Γκορίλα, περιβάλλεται από τους ποταμούς Αχέροντα, Κωκυτό και Θύαμη (Καλαμά).
[2] Βλ. σχετ. Μ. Μπάκαβου, Φ. Φωτόπουλο, Περί ρεμάτων, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2016, σ. 25-26.
[3] Βλ. σχετ. Μ. Μπάκαβου, Φ. Φωτόπουλο, ό.π., σ. 26, Δ. Βασιλειάδη, Χ. Διβάνη, Μ. Κουσκουνά, Α. Παπαπετρόπουλο, Περιβάλλον, Διαγράμματα – Σχόλια – Νομολογία – Υποδείγματα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη 2016, σ. 142, Γλ. Σιούτη, Εγχειρίδιο Δικαίου Περιβάλλοντος, β΄ έκδοση 2011, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σ. 263.
[4] ΣτΕ 1127/2011 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1151/2007 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1644/2006 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2873/2004 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1125/2002 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2215/2002 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2669/2001 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 319/2002, ΣτΕ 2669/2001, ΣτΕ 2656/1999, ΣτΕ 4728/1997, ΣτΕ 5930/1996, ΣτΕ 1805/1995, ΣτΕ 2163/1994.
[5] Βλ. σχετ. Μ. Μπάκαβου, Φ. Φωτόπουλο, ό.π., σ. 30.
[6] ΣτΕ 262/2003 ΤΝΠ/ΔΣΑ.
[7] Βλ. ενδ. Γλ. Σιούτη, ό.π., σ. 52-54, Α. Τάχο, Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος, 6η έκδοση, εκδ. Σάκκουλα Αθήνα – Θεσσαλονίκη 2006, σ. 101, Ε. Κουτούπα – Ρεγκάκου, Δίκαιο του Περιβάλλοντος, γ΄ έκδοση επαυξημένη, σ. 46-47, Ι. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή, σ. 20-22, ιδίου, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 2012, σ. 138-142, 152-154, 167-170, Κ. Φουντεδάκη, σε: Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Δίκαιο & Οικονομία, Αθήνα 2010, άρθρο 57 ΑΚ, σ. 137 καθώς και ΣτΕ 3957/1995 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2537/1996 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2759/1994 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2760/1994 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 3698/2000 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2731/1997 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2919/1968 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 695/1986 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 696/1986 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1520/1993 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2844/1993 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 3478/2000, ΣτΕ 613/2002 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 3262/2003 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 258/2004 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1264/2005 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΜΠρΘεσ 4598/2003 Αρμ 2003,626, ΜΠρΗρακλείου 802/2003 ΝοΒ 2003,1458, ΜΠρΧανίων 34/2009 ΝοΒ 2009,513, ΜΠρΣύρου 438/2001 ΑρχΝ 2001,539, ΜΠρΙωαννίνων 471/1996 ΠερΔικ 1997,84.
[8] Περαιτέρω, η σχετική νομοθετική μεταχείριση των «μικρών» ρεμάτων δεν συνάδει ούτε και με την εξ ίσου θεμελιώδη αρχή προστασίας του περιβάλλοντος της προφυλάξεως, η οποία ερείδεται στην Σ 24 § 1, στη ΣυνθΕΕ 191, αλλά και σε πλήθος κανόνων του διεθνούς δικαίου (Σύμβαση των Παρισίων, 1992), Διακήρυξη του Ρίο (1992), Πρωτόκολλο για τη Βιοασφάλεια του Μόντρεαλ (2000), δυνάμει της οποίας η διαχείριση των οικολογικών διακινδυνεύσεων επαφίεται στη λήψη προληπτικών μέτρων, ακόμη και εάν οι κίνδυνοι και τα αρνητικά αποτελέσματα ενός έργου ή μίας δραστηριότητος δεν δύνανται να θεμελιωθούν κατά τρόπον αδιαμφισβήτητο. Όθεν, η ταυτοποίηση των δυνητικών κινδύνων, ακόμη και εάν αυτοί είναι αβέβαιοι και αμφισβητούμενοι από επιστημονικής απόψεως, επαρκεί για την υιοθέτηση προληπτικών μέτρων που σκοπούν στην αποφυγή της ρυπάνσεως ή της υποβαθμίσεως του περιβάλλοντος εν γένει. Με άλλα λόγια, τα προστατευτικά μέτρα προστασίας του περιβάλλοντος πρέπει να λαμβάνονται ακόμη και όταν δεν υπάρχει πλήρης επιστημονική βεβαιότητα, οριστικά συμπεράσματα και απόδειξη για τις δυσμενείς περιβαλλοντικές συνέπειες μίας δραστηριότητας, αρκεί να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για πιθανές περιβαλλοντικές βλάβες. Στις ως άνω, λοιπόν, περιπτώσεις συντρέχει η αρχή «εν αμφιβολία υπέρ της ασφάλειας» (“in dubio pro securitate”), ήτοι τεκμήριο υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος (βλ. ενδ. Γλ. Σιούτη, ό.π., σ. 54-62, Α. Τάχο, ό.π., σ. 101-102, Ε. Κουτούπα – Ρεγκάκου, ό.π., σ. 47-48,54, Ι. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, ό.π., σ. 20-22, ιδίου, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, ό.π., σ. 152-154, 167-170, Κ. Φουντεδάκη, ό.π., σ. 137 καθώς και ΣτΕ 3957/1995 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2537/1996 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2759/1994 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2760/1994 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 3698/2000 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2731/1997 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2919/1968 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 695/1986 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 696/1986 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1520/1993 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2844/1993 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 3478/2000, ΣτΕ 613/2002 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 3262/2003 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 258/2004 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1264/2005 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΜΠρΘεσ 4598/2003 Αρμ 2003,626, ΜΠρΗρακλείου 802/2003 ΝοΒ 2003,1458, ΜΠρΧανίων 34/2009 ΝοΒ 2009,513, ΜΠρΣύρου 438/2001 ΑρχΝ 2001,539, ΜΠρΙωαννίνων 471/1996 ΠερΔικ 1997,84, κ.λπ.).
[9] Βλ. σχετ. Μ. Μπάκαβου, Φ. Φωτόπουλο, ό.π., σ. 43-73, Δ. Βασιλειάδη, Χ. Διβάνη, Μ. Κουσκουνά, Α. Παπαπετρόπουλο, ό.π., σ. 143-144.
[10] Βλ. σχετ. Δ. Βασιλειάδη, Χ. Διβάνη, Μ. Κουσκουνά, Α. Παπαπετρόπουλο, ό.π., σ. 2 και 9, Χ. Κλαβανίδου, ΕπισκΕΔ Β/1990, σ. 375, Γλ. Σιούτη, ό.π., σ. 10-12, Α. Τάχο, Δίκαιο Προστασίας του Περιβάλλοντος, ό.π., σ. 21-22, Ε. Κουτούπα – Ρεγκάκου, Δίκαιο του Περιβάλλοντος, ό.π., σ. 3-4, Ι. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, ό.π., σ. 2-4, ιδίου, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, ό.π., σ. 138-142, Κ. Φουντεδάκη, σε: Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), ό.π., σ. 136 καθώς και άρθρο 2 στοιχ. 1 ν. 1650/1986, δυνάμει του οποίου ως περιβάλλον ορίζεται: «το σύνολο των φυσικών και ανθρωπογενών παραγόντων και στοιχείων που βρίσκονται σε αλληλεπίδραση και επηρεάζουν την οικολογική ισορροπία, την ποιότητα ζωής, την υγεία των κατοίκων, την ιστορική και πολιτιστική παράδοση και τις αισθητικές αξίες».
[11] Βλ. ενδ. Σιούτη, ό.π., σ. 31-44, Τάχο, ό.π., σ. 61 και Κουτούπα – Ρεγκάκου, ό.π., σ. 4.
[12] Βλ. ενδ. Καρακατσάνη, Η προστασία των περιβαλλοντικών αγαθών μέσα από τη νομολογία των πολιτικών δικαστηρίων, ΝοΒ 41,45 επ., Κλαβανίδου ό.π., σ. 375 επ., Σιούτη, ό.π., σ. 44-52 και Βασιλειάδη, Διβάνη, Κουσκουνά, Παπαπετρόπουλο, ό.π., σ. 382-384.
[13] Περί της υγείας ως ειδικοτέρας και αυτοτελούς εκφάνσεως της προσωπικότητος (ΑΚ 57), βλ. όλως ενδεικτικώς Καράκωστα, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, ό.π., σ. 293-297, ιδίου, Περιβάλλον και Δίκαιο, ό.π., σ. 221 και Φουντεδάκη, σε: ΣΕΑΚ, ό.π., σ. 130-131.
[14] Βλ. σχετ. Καράκωστα, Το Δίκαιο της Προσωπικότητας, ό.π., σ. 136-139, Σιούτη, ό.π., σ. 31 καθώς και ΜΠρΧαλκ 91/2004 ΝοΒ 53,320 και ΜΠρΣύρου 438/2001 ΑρχΝ 2001,539.
[15] Βλ. σχετ. Καράκωστα, Περιβάλλον και Δίκαιο, ό.π., σ. 174-175.
[16] Βλ. σχετ. Εμμ. Λασκαρίδη, σε: Σύντομη Ερμηνεία Αστικού Κώδικα (ΣΕΑΚ), εκδ. Π.Ν. Σάκκουλας, Δίκαιο & Οικονομία, Αθήνα 2010, άρθρο 966 ΑΚ, σ. 42-45.
[17] Βλ. σχετ. Ε. Λασκαρίδη, ό.π., σ. 45-47.
[18] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 174-175, Φουντεδάκη, ό.π., σ. 136-137 και Λασκαρίδη, ό.π., σ. 46.
[19] ΑΠ 34/2008 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΑΠ 1731/2006 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΜΠρΒόλου 1531/2002 ΕλλΔνη 2002, 1497, ΜΠρΑθ 10691/1997 ΠερΔικ 3/1997,379, ΜΠρΝάξου 58/1989 (αδημ.).
[20] ΜΠρΝαυπλίου 163/1991 ΝοΒ 1991,786, ΜΠρΚορίνθου 2145/2002 ΕλλΔνη 2003,1426, ΜΠρΣερρών 12/1994 ΝοΒ 42,1032, ΜΠρΑθ 560/1976 ΕΕΔ 1976,309, ΜΠρΜεσολογγίου 134/1997 ΠερΔικ 1/1997,111, ΜΠρΤρικάλων 496/2001 ΝοΒ 2002,153.
[21] Βλ. σχετ. Λασκαρίδη, ό.π., σ. 46, 48-50.
[22] Βλ. σχετ. Ε. Δακορώνια, σε σχόλιο επί της ΜΠρΙωαννίνων 471/1996, ΠερΔικ 1/1997,89-90.
[23] ΕφΛαρίσης 373/2011 Δικογραφία 2012,92, ΠΠΜεσολογγίου 77/200 ΠερΔικ 4/2001,575, ΜΠρΒόλου 1503/2004 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΜΠρΜεσολογγίου 134/1997 ΠερΔικ 1/1997,111.
[24] Βλ. σχετ. Λασκαρίδη, ό.π., σ. 46.
[25] ΑΠ 34/2008 ΤΝΠ/ ΔΣΑ, ΑΠ 1731/2006 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΑΠ 207/1993 ΕλλΔνη 1994, 1067, ΕφΑθ 231/2008 Νόμος, ΕφΑθ 9613/1997 ΕλλΔνη 1998, 1402.
[26] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 174-175, Φουντεδάκη, ό.π., σ. 136-137 και Λασκαρίδη, ό.π., σ. 46.
[27] ΑΠ 34/2008 ΤΝΠ/ ΔΣΑ, ΑΠ 1731/2006 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΜΠρΒόλου 1531/2002 ΕλλΔνη 2002,1497, ΜΠρΑθ 10691/1997 ΠερΔικ 3/1997,379, ΜΠρΝάξου 58/1989 (αδημ.).
[28] ΣτΕ 1127/2011 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1151/2007 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1644/2006 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2873/2004 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 1125/2002 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2215/2002 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 2669/2001 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΣτΕ 319/2002, ΣτΕ 2669/2001, ΣτΕ 2656/1999, ΣτΕ 4728/1997, ΣτΕ 5930/1996, ΣτΕ 1805/1995, ΣτΕ 2163/1994, ΑΠ 34/2008 ΤΝΠ/ΔΣΑ, ΑΠ 1731/2006 ΤΝΠ/ΔΣΑ.
[29] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 195-197.
[30] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 182-183.
[31] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 183-185.
[32] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 186-189, 197-205.
[33] Βλ. σχετ. Καράκωστα, ό.π., σ. 191-192.
[34] Φυσικά, ουδόλως αποκλείεται ν΄ αποκλεισθεί εν πάση περιπτώσει η πιθανολόγηση της διακινδυνεύσεως ή υποβαθμίσεως σε βάρος του «μικρού» ρέματος.
Πηγή: Δασαρχείο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***