Η απαγόρευση της κυκλοφορίας δεν είναι απλώς ένα πρακτικό μέτρο. Είναι η αιχμή ενός ιδεολογικού προγράμματος που εξαπολύεται εν μέσω πανδημίας.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοινώνει την απαγόρευση κυκλοφορίας, 22/3/2020 (πηγή: primeminister.gr)
Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών κατάλαβε ευθύς αμέσως από τις εξηγήσεις των επιστημόνων ότι ο μεγάλος κίνδυνος σε όλες τις χώρες είναι η αδυναμία των συστημάτων υγείας να ανταποκριθούν στη ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων. Γι’ αυτό και συμφώνησε με την ανάγκη να επιβραδυνθεί η διασπορά, ως πρώτο βήμα στην άμυνα απέναντι στον κορονοϊό, και έσπευσε να περιορίσει τις επαφές της στις απολύτως απαραίτητες.
Ο μόνος νέος περιορισμός που προσθέτει στην κοινωνική αποστασιοποίηση η απαγόρευση κυκλοφορίας είναι στις συναθροίσεις «ως δέκα ατόμων», το όριο που προηγουμένως, σε μια πρόδηλη όσο και ανόητη αντίφαση, η ίδια η κυβέρνηση είχε θέσει, στην πράξη ενθαρρύνοντας την πολυπρόσωπη κοινωνική επαφή. Κατά τα άλλα, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, που έβγαινε αποκλειστικά για τα απαραίτητα, το ίδιο κάνει κι από σήμερα — απλώς έχοντας υπογράψει ένα χαρτί ή έχοντας στείλει ένα sms. Για τις πλέον πολυπρόσωπες συναθροίσεις, μάλιστα, αυτές στους χώρους εργασίας, όχι μόνο η απαγόρευση δεν επιφέρει καμία βελτίωση, αλλά παραμένει ανοιχτό ζήτημα πόσες από αυτές είναι πραγματικά απαραίτητες και όχι απλώς αποτέλεσμα κυβερνητικής απροθυμίας να παρέμβει στις εργοδοσίες.
Από πρακτική άποψη, λοιπόν, η απαγόρευση κυκλοφορίας είναι μικρής σημασίας. Η ιδεολογική της σημασία, όμως, δεν πρέπει να υποτιμάται. Η αναδιαμόρφωση ενός πλαισίου οικειοθελούς, υπέρ του δημοσίου συμφέροντος αυτοπεριορισμού σε αστυνομικά επιβαλλόμενη στέρηση δημοκρατικού δικαιώματος πρέπει να γίνει κατανοητή ως αιχμή ενός ιδεολογικού προγράμματος, που ξεδιπλώνεται εν μέσω πανδημίας, και επιτελεί τις εξής λειτουργίες:
Πρώτον, συσκοτίζει την πραγματική κατάσταση του συστήματος υγείας και επιτρέπει στους κυβερνώντες να ισχυρίζονται ότι το «θωρακίζουν». Στην πραγματικότητα, οι δηλώσεις του υπουργού Υγείας για «όσες προσλήψεις χρειαστούν» κοντά στις λιγοστές που ανακοίνωσε πως έχουν προχωρήσει, καθώς και για νέες ΜΕΘ, πρέπει διαρκώς να ελέγχονται απέναντι στις διαρκείς εκκλήσεις του υγειονομικού προσωπικού για την αντιμετώπιση ελλείψεων και στον αριθμό των μελών του που αρρωσταίνουν από τον κορονοϊό, ο οποίος αυξάνεται κάθε μέρα.
Δεύτερον, αποσιωπά την καταγωγή αυτών των ελλείψεων στις πολιτικές λιτότητας που εφάρμοσε με ζέση ο πολιτικός χώρος που κυβερνά τώρα. Η επίθεση στο κράτος πρόνοιας είχε αυτουργούς, δεν έγινε τυχαία. Και σε πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκονταν ο σημερινός Πρωθυπουργός και ο υπουργός Ανάπτυξης.
Τρίτον, επιτρέπει στους κυβερνώντες, την ίδια στιγμή που παραπλανούν για την κατάσταση του συστήματος υγείας και για τις ευθύνες τους γι’ αυτή την κατάσταση, να εμφανίζονται ως «ηγέτες», που δεν διστάζουν να πάρουν τα «απαραίτητα μέτρα». Ενώ, βέβαια, τα πραγματικά απαραίτητα μέτρα δεν τα παίρνουν, καταφεύγοντας αντ’ αυτών σε γελοιότητες όπως «οδηγίες» για το τι να κάνει το προσωπικό δίχως εξοπλισμό προστασίας ή εκκλήσεις για εθελοντές γιατρούς και νοσηλευτές.
Τέταρτον, ενόψει του πολύ πραγματικού κινδύνου ραγδαίας αύξησης των κρουσμάτων, μεταθέτει την ευθύνη από την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό στους πολίτες. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό το πόσο συγγενεύει το αφήγημα αυτό με το «μαζί τα φάγαμε» που είχε εγκαινιάσει την προπαγάνδα υπέρ των πολιτικών λιτότητας. Όπως τότε, έτσι και τώρα, η προπαγάνδα που εκφέρεται από τους κυβερνώντες και διαχέεται από τα ΜΜΕ έχει στόχο να κυριαρχήσει στον δημόσιο λόγο μια αποκλειστική εννοιολόγηση της κρίσης: να γίνει, μ’ άλλα λόγια, η κρίση αντιληπτή ως ένα πρόβλημα που προκάλεσε ο ίδιος ο κόσμος στον εαυτό του. Τότε ήταν οι σπάταλοι και οι φοροφυγάδες που δεν έκοβαν αποδείξεις για τις τυρόπιτες. Τώρα είναι οι ανεύθυνοι και οι απείθαρχοι που γέμισαν πάρκα και παραλίες. Και τότε και τώρα, η επιχείρηση διάχυσης της ενοχής στην κοινωνία έχει βασικούς αρωγούς και πυλώνες τα κυρίαρχα ΜΜΕ.
Πέμπτον, κάνει ένα ακόμη βήμα στον μετασχηματισμό του κράτους πρόνοιας σε κράτος ασφάλειας. Εκτός του ότι μια υπηρεσία που διακρίνεται για τη συστηματική και ατιμώρητη κατάχρηση της εξουσίας της αποκτά ένα ισχυρότατο και νομότυπο εργαλείο περιστολής δικαιωμάτων, εδώ συμβαίνει μια επανεννοιολόγηση της κρίσης υγείας σε κρίση ασφάλειας: την υγεία του πολίτη την διαφυλάσσει η αστυνομία. Ο μετασχηματισμός αυτός, κατεξοχήν ιδεολογικό χαρακτηριστικό των πολιτικών χώρων που αγάπησαν τη λιτότητα κατά την τελευταία δεκαετία, δεν περιορίζεται στο παρόν αλλά προοικονομεί το μέλλον. Συνιστά κοινωνική μηχανική, κατασκευάζει την κοινωνία που τον υποδέχεται ως σώμα ανθεκτικότερο και δεκτικότερο στην περιστολή των δικαιωμάτων. Στο δυστοπικό ενδεχόμενο του πλήρους μετασχηματισμού σε κράτος ασφάλειας, είναι ο πολίτης αυτός που ζητά από την κυβέρνησή του λιγότερα δικαιώματα για να αντιμετωπιστούν οι «ανεύθυνοι» και οι «απείθαρχοι».
Πολλοί λένε ότι τώρα δεν είναι η ώρα για τέτοιες διαμαρτυρίες και πώς πρέπει να δείξουμε ομοψυχία μπροστά στον κίνδυνο. Είναι κι αυτό μέρος του ίδιου ιδεολογικού προγράμματος — όσο κι αν κάποιοι το αναπαράγουν δίχως τέτοια πρόθεση. Και, ξανά, συγγενεύει με την προπαγάνδα της λιτότητας: όπως και τότε, έτσι και τώρα, η προτροπή είναι «να μην διχάζουμε».
Πρέπει να μείνουμε σπίτι, ασφαλώς, επειδή αυτό συστήνουν οι επιστήμονες. Αλλά δεν πρέπει να σιωπήσουμε. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε για άλλη μια φορά να κυριαρχήσουν στον δημόσιο λόγο καταπώς τους εξυπηρετεί. Δεν έχουμε καμία υποχρέωση να υποταχθούμε σε κάλπικες ομοψυχίες. Πρέπει κάθε παραπλάνησή τους να βρίσκει αντίλογο, κάθε λαθροχειρία τους να αποδομείται. Με συστηματική καταγραφή όσων στην πραγματικότητα κάνουν και συστηματική υπενθύμιση όσων έχουν ήδη κάνει. Γιατί όταν τελειώσει όλο αυτό, θέλουμε κοινωνία, όχι φυλακή.
Ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοινώνει την απαγόρευση κυκλοφορίας, 22/3/2020 (πηγή: primeminister.gr)
Η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών κατάλαβε ευθύς αμέσως από τις εξηγήσεις των επιστημόνων ότι ο μεγάλος κίνδυνος σε όλες τις χώρες είναι η αδυναμία των συστημάτων υγείας να ανταποκριθούν στη ραγδαία αύξηση των κρουσμάτων. Γι’ αυτό και συμφώνησε με την ανάγκη να επιβραδυνθεί η διασπορά, ως πρώτο βήμα στην άμυνα απέναντι στον κορονοϊό, και έσπευσε να περιορίσει τις επαφές της στις απολύτως απαραίτητες.
Ο μόνος νέος περιορισμός που προσθέτει στην κοινωνική αποστασιοποίηση η απαγόρευση κυκλοφορίας είναι στις συναθροίσεις «ως δέκα ατόμων», το όριο που προηγουμένως, σε μια πρόδηλη όσο και ανόητη αντίφαση, η ίδια η κυβέρνηση είχε θέσει, στην πράξη ενθαρρύνοντας την πολυπρόσωπη κοινωνική επαφή. Κατά τα άλλα, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, που έβγαινε αποκλειστικά για τα απαραίτητα, το ίδιο κάνει κι από σήμερα — απλώς έχοντας υπογράψει ένα χαρτί ή έχοντας στείλει ένα sms. Για τις πλέον πολυπρόσωπες συναθροίσεις, μάλιστα, αυτές στους χώρους εργασίας, όχι μόνο η απαγόρευση δεν επιφέρει καμία βελτίωση, αλλά παραμένει ανοιχτό ζήτημα πόσες από αυτές είναι πραγματικά απαραίτητες και όχι απλώς αποτέλεσμα κυβερνητικής απροθυμίας να παρέμβει στις εργοδοσίες.
Από πρακτική άποψη, λοιπόν, η απαγόρευση κυκλοφορίας είναι μικρής σημασίας. Η ιδεολογική της σημασία, όμως, δεν πρέπει να υποτιμάται. Η αναδιαμόρφωση ενός πλαισίου οικειοθελούς, υπέρ του δημοσίου συμφέροντος αυτοπεριορισμού σε αστυνομικά επιβαλλόμενη στέρηση δημοκρατικού δικαιώματος πρέπει να γίνει κατανοητή ως αιχμή ενός ιδεολογικού προγράμματος, που ξεδιπλώνεται εν μέσω πανδημίας, και επιτελεί τις εξής λειτουργίες:
Πρώτον, συσκοτίζει την πραγματική κατάσταση του συστήματος υγείας και επιτρέπει στους κυβερνώντες να ισχυρίζονται ότι το «θωρακίζουν». Στην πραγματικότητα, οι δηλώσεις του υπουργού Υγείας για «όσες προσλήψεις χρειαστούν» κοντά στις λιγοστές που ανακοίνωσε πως έχουν προχωρήσει, καθώς και για νέες ΜΕΘ, πρέπει διαρκώς να ελέγχονται απέναντι στις διαρκείς εκκλήσεις του υγειονομικού προσωπικού για την αντιμετώπιση ελλείψεων και στον αριθμό των μελών του που αρρωσταίνουν από τον κορονοϊό, ο οποίος αυξάνεται κάθε μέρα.
Δεύτερον, αποσιωπά την καταγωγή αυτών των ελλείψεων στις πολιτικές λιτότητας που εφάρμοσε με ζέση ο πολιτικός χώρος που κυβερνά τώρα. Η επίθεση στο κράτος πρόνοιας είχε αυτουργούς, δεν έγινε τυχαία. Και σε πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκονταν ο σημερινός Πρωθυπουργός και ο υπουργός Ανάπτυξης.
Τρίτον, επιτρέπει στους κυβερνώντες, την ίδια στιγμή που παραπλανούν για την κατάσταση του συστήματος υγείας και για τις ευθύνες τους γι’ αυτή την κατάσταση, να εμφανίζονται ως «ηγέτες», που δεν διστάζουν να πάρουν τα «απαραίτητα μέτρα». Ενώ, βέβαια, τα πραγματικά απαραίτητα μέτρα δεν τα παίρνουν, καταφεύγοντας αντ’ αυτών σε γελοιότητες όπως «οδηγίες» για το τι να κάνει το προσωπικό δίχως εξοπλισμό προστασίας ή εκκλήσεις για εθελοντές γιατρούς και νοσηλευτές.
Τέταρτον, ενόψει του πολύ πραγματικού κινδύνου ραγδαίας αύξησης των κρουσμάτων, μεταθέτει την ευθύνη από την κυβέρνηση και τον Πρωθυπουργό στους πολίτες. Είναι μάλιστα εντυπωσιακό το πόσο συγγενεύει το αφήγημα αυτό με το «μαζί τα φάγαμε» που είχε εγκαινιάσει την προπαγάνδα υπέρ των πολιτικών λιτότητας. Όπως τότε, έτσι και τώρα, η προπαγάνδα που εκφέρεται από τους κυβερνώντες και διαχέεται από τα ΜΜΕ έχει στόχο να κυριαρχήσει στον δημόσιο λόγο μια αποκλειστική εννοιολόγηση της κρίσης: να γίνει, μ’ άλλα λόγια, η κρίση αντιληπτή ως ένα πρόβλημα που προκάλεσε ο ίδιος ο κόσμος στον εαυτό του. Τότε ήταν οι σπάταλοι και οι φοροφυγάδες που δεν έκοβαν αποδείξεις για τις τυρόπιτες. Τώρα είναι οι ανεύθυνοι και οι απείθαρχοι που γέμισαν πάρκα και παραλίες. Και τότε και τώρα, η επιχείρηση διάχυσης της ενοχής στην κοινωνία έχει βασικούς αρωγούς και πυλώνες τα κυρίαρχα ΜΜΕ.
Πέμπτον, κάνει ένα ακόμη βήμα στον μετασχηματισμό του κράτους πρόνοιας σε κράτος ασφάλειας. Εκτός του ότι μια υπηρεσία που διακρίνεται για τη συστηματική και ατιμώρητη κατάχρηση της εξουσίας της αποκτά ένα ισχυρότατο και νομότυπο εργαλείο περιστολής δικαιωμάτων, εδώ συμβαίνει μια επανεννοιολόγηση της κρίσης υγείας σε κρίση ασφάλειας: την υγεία του πολίτη την διαφυλάσσει η αστυνομία. Ο μετασχηματισμός αυτός, κατεξοχήν ιδεολογικό χαρακτηριστικό των πολιτικών χώρων που αγάπησαν τη λιτότητα κατά την τελευταία δεκαετία, δεν περιορίζεται στο παρόν αλλά προοικονομεί το μέλλον. Συνιστά κοινωνική μηχανική, κατασκευάζει την κοινωνία που τον υποδέχεται ως σώμα ανθεκτικότερο και δεκτικότερο στην περιστολή των δικαιωμάτων. Στο δυστοπικό ενδεχόμενο του πλήρους μετασχηματισμού σε κράτος ασφάλειας, είναι ο πολίτης αυτός που ζητά από την κυβέρνησή του λιγότερα δικαιώματα για να αντιμετωπιστούν οι «ανεύθυνοι» και οι «απείθαρχοι».
Πολλοί λένε ότι τώρα δεν είναι η ώρα για τέτοιες διαμαρτυρίες και πώς πρέπει να δείξουμε ομοψυχία μπροστά στον κίνδυνο. Είναι κι αυτό μέρος του ίδιου ιδεολογικού προγράμματος — όσο κι αν κάποιοι το αναπαράγουν δίχως τέτοια πρόθεση. Και, ξανά, συγγενεύει με την προπαγάνδα της λιτότητας: όπως και τότε, έτσι και τώρα, η προτροπή είναι «να μην διχάζουμε».
Πρέπει να μείνουμε σπίτι, ασφαλώς, επειδή αυτό συστήνουν οι επιστήμονες. Αλλά δεν πρέπει να σιωπήσουμε. Δεν πρέπει να τους αφήσουμε για άλλη μια φορά να κυριαρχήσουν στον δημόσιο λόγο καταπώς τους εξυπηρετεί. Δεν έχουμε καμία υποχρέωση να υποταχθούμε σε κάλπικες ομοψυχίες. Πρέπει κάθε παραπλάνησή τους να βρίσκει αντίλογο, κάθε λαθροχειρία τους να αποδομείται. Με συστηματική καταγραφή όσων στην πραγματικότητα κάνουν και συστηματική υπενθύμιση όσων έχουν ήδη κάνει. Γιατί όταν τελειώσει όλο αυτό, θέλουμε κοινωνία, όχι φυλακή.
Πηγή: Augustine Zenakos
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου
*** Τα ανώνυμα σχόλια δεν θα δημοσιεύονται πάντα. ***